Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

Βάφτιση στα νάματα του Ελληνικού Πνεύματος [Τα μάτια της ψυχής μου: Κωστής Παλαμάς (1859-1943)]

 https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=7&text_id=1240

Διαβάζω τα παρακάτω και τα μοιράζομαι μαζί σας επειδή τα βρίσκω πολύ σημαντικά.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ


Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου
Σολωμός

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ είναι το πλάσμα των πολλών; Είναι το όνειρον των ολίγων; Είναι το εναρμόνιον όργανον ολοκλήρου λαού; Είναι κάποιων αριστοκρατικών πνευμάτων μόνον η πλέον υψηλή έκφρασις; Όσον και αν είσαι διατεθειμένος να απαντήσης εις τοιαύτας ερωτήσεις, σύμφωνα με ό,τι σού υπαγορεύει η καρδία, ή με ό,τι σού υποβάλλει το ανάγνωσμα που έτυχε να σου αφήση ζωηροτέραν εντύπωσιν, μη λησμονείς ότι τοιαύτα ζητήματα όσον εύκολα και αν φαίνωνται, είναι περίπλοκα και δεν επιδέχονται μίαν λύσιν καθώς τα μαθηματικά προβλήματα. Η αξία των είναι σχετική. Τα κρίνεις απολύτως; κινδυνεύεις να παρασυρθής εις σχολαστικότητας. Τα κοιτάζεις με προσοχήν; Βλέπεις ότι όλα αυτά, και τα μάλλον συγκρουόμενα, περιέχουν ικανήν δόσιν αληθείας. Ο Ποιητής απευθύνεται προς τους πολλούς; απευθύνεται προς τους ολίγους; Μέσα εις τας κλασικάς φιλολογίας ημπορούμεν να εύρωμεν παραδείγματα που να ικανοποιούν και τας δύο αντιθέτους γνώμας. 

Η ελληνική ποίησις παρουσιάζεται ως ο αντίλαλος ολοκλήρου λαού· αλλ’ ιδού, πλησίον της αντιπαρουσιάζεται η λατινική ποίησις με τον ατομικόν της χαρακτήρα. Τα δημοτικά ποιήματα μαρτυρούν με ευγλωττίαν περί του τί δύνανται οι λαοί· εις αντίθεσιν, αι ανθρωπικαί καλούμεναι φιλολογίαι εγέννησαν ποιητικά έργα, εύγλωττα μαρτύρια της δυνάμεως των ολίγων. Καθόσον προχωρούμεν προς τους νεοτέρους χρόνους βλέπομεν την ποίησιν πλέον ολιγαρχικήν· καθόσον αναπτύσσεται το άτομον, αποτυπώνει την σφραγίδα του εις τους ωραίους στίχους. Όσον προχωρεί η Πολιτική, όσον χώρον κερδίζει επάνω εις την γην, όσον κυριεύει τας κοινωνίας, τόσον αποσύρεται η Ποίησις προς αιθέρια ύψη, τόσον περισσότερον δυσκολοθεώρητος γίνεται διά τους πολλούς.
 

Αλλ’ ας μη τα πολυεξετάζωμεν αυτά. Το ουσιώδες είναι τούτο: ο Ποιητής δεν εργάζεται ούτε διά τους πολλούς, ούτε διά τους ολίγους· εργάζεται διά την Ποίησιν. 

Των αξιώσεων ταύτης την εκπλήρωσιν έχει πάντοτε κατά νουν· κάθε άλλην σκέψιν κρίνει άσχετον προς την Τέχνην και αναξίαν του. Δεν φροντίζει δι’ οιονδήποτε κοινόν, ούτε διά το λεγόμενον πολύ, ούτε διά το τιτλοφορούμενον εκλεκτόν, καθώς ο ιερεύς, όταν λειτουργή, προς τα άνω προσέχει, και δεν φροντίζει να λάβη οδηγίας από τους εκκλησιαζομένους, ούτε εξετάζει τα γούστα των. 

Όχι διότι ο Ποιητής είναι ξένος του κόσμου τούτου· μοιραίως, χωρίς να το συλλογίζεται, εκλήθη διά να χορτάση του ανθρώπου την δίψαν και να είπη με τάξιν και με λάμψιν ό,τι ο άνθρωπος άτακτα και αμυδρά αισθάνεται. 

Ο Ποιητής, θέλει δεν θέλει, απευθύνεται προς ιδιαιτέρας τάξεις ανθρώπων· είναι αυτοί οι πνευματικοί αδελφοί του· ποιηταί και αυτοί· αλλά χωρίς χάριν και χωρίς τραγούδι· το ιδανικόν αυτών εκφράζει· ό,τι έχουν μέσα των το αδράχνει, το πλάττει, το εξωτερικεύει και το αποκαλύπτει. 

Αλλά τόσον υφίσταται την επίδρασίν των όσον υφίσταται την επίδρασιν των στρατευμάτων του ο στρατηλάτης, των υπηκόων του ο ηγεμών, των ακολούθων του ο ήρως. 

Ο Ποιητής δεν ακολουθεί· προηγείται· δίδει το σύνθημα· είναι η φλοξ, καθώς είπεν ένας, που ανάπτει τα ξηρά ξύλα. Αι τάξεις των ανθρώπων τούτων ποικίλλουν σύμφωνα με τας περιστάσεις· άλλοτε τας αποτελούν ευαριθμόταται ομάδες που μετρούνται εις τα δάχτυλα· άλλοτε εκατοντάδες, άλλοτε χιλιάδες. 

Συμβαίνει ενίοτε να είναι ο λόγος του Ποιητού φωνή βοώντος εν τη ερήμω· διατί; διότι δεν εγεννήθησαν εκείνοι προς τους οποίους απευθύνεται ο λόγος του. Θα έλθουν και αυτοί, αργά ή γρήγορα· δεν θα τον ίδουν τον Ποιητήν, αλλά θα τον ακούσουν να τους ομιλή από τα βάθη των αιωνίων στίχων του.
 

Ο Ποιητής είναι ως ο Ίων του Ευριπίδου. Απάτωρ και αμήτωρ, πατέρα και μητέρα έχει τον θεόν του φωτός, και τούτου είναι πιστός χρυσοφύλαξ. Δεν απομακρύνεται του ναού, και δεν γνωρίζει από τύρβην βεβήλου κόσμου. Αλλ’ όταν του επιβάλη η ανάγκη να απομακρυνθή από τον ναόν, και καταπείθεται να αναμιχθή εις τα εγκόσμια, εις τον κόσμον εμφανίζεται όχι πλέον ως ιερεύς, αλλ’ ως βασιλεύς.
 

Μία από τας γελοιοδεστέρας εκδηλώσεις της πεζότητος είναι το κατηγορητήριον που συχνά πυκνά και προχειρότατ’ απαγγέλλεται κατά του ποιητού, ως δήθεν σκοτεινού. Η σκοτεινότης αύτη δυνατόν να υπάρχη κάποτε, αλλ’ είναι σχετική, και σκεπάζει όχι τους στίχους του Ποιητού, αλλά τα πνεύματα των αναγνωστών του. Των ξένων αναγνωστών, εννοείται, αλλ’ όχι και των πνευματικών αδελφών εκείνου, διά τους οποίους ουδέν άλλο επάνω εις την γην είναι φαεινότερον από τους στίχους του. 

Αληθινά σκοτεινός —και αξιοκατάκριτος— είσαι, όταν σου λείπουν αι ιδέαι, σου λείπει η αρμονία, σου λείπη η έκφρασις· αλλά του Ποιητού η σκοτεινότης είναι άλλης φύσεως. Η Ποίησις είναι κυρίως η συμβολική, ήτοι η συνθετική, με άλλους λόγους η κεκαλυμμένη και όχι πάντοτε η ευκολονόητος έκφρασις της ψυχής του κόσμου· της ψυχής που δεν επιπλέει ευκολοπλησίαστη, αλλά καθώς ο μαργαρίτης από τα έγκατα της θαλάσσης, εξάγεται και αυτή από τα βάθη των φαινομένων και των ωραίων στίχων. 

Ο σοφός Γάλλος Βρουνετιέρ, τετραγωνικότατος νους, με σαφείς και καθορισμένας ιδέας περί ποιήσεως και καλλιτεχνίας, αυστηρότατος δε προς τας εκδηλώσεις του νεοτέρου πνεύματος, και αμείλικτος προς τους νεωτεριστάς, αδιστάκτως εντούτοις αποφαίνεται κάπου ότι το σκοτεινόν είναι στοιχείον απαραίτητον της ποιήσεως, που δεν ημπορεί να το αποφύγη παρά με κίνδυνον να καταντήση πεζή. 

Ανέκαθεν εις εμπόλεμον κατάστασιν ευρίσκονται ποιηταί θρεμμένοι με ιδέας και κοινόν που βαρύνεται να σκεφθή και αμύνεται κατά της επιδρομής των ιδεών· διότι, καθώς φαίνεται, του χαλούν την ησυχίαν εκείναι. Θέλεις να σε καταλαμβάνουν όλοι, να μη σε λέγουν σκοτεινόν; Αναμάσα, όσον ημπορείς ατέχνως, τα κοινά και τα τετριμμένα· αι καινοτοπίαι σου έχουν μίαν διαφάνειαν! κάμνουν σαφέστατον το ύφος και είναι η αγαλλίασις των πολλών.
 

Αστείον καταντά το ζήτημα της σαφηνείας ή της ασάφειας των στίχων. Του κάκου ο Ποιητής εκθέτει καθαρότατα τας εννοίας του· μόνον διότι αύται είναι ποιητικαί, τουτέστιν απαιτούν προς αντίληψίν των ή κάποιαν ανωτέραν πνευματικήν μόρφωσιν ή κάποιαν βαθυτέραν ευαισθησίαν, κινδυνεύει ν’ ακούη καθημερινώς την στερεότυπον, ταπεινά αφελή, καθώς φαίνεται, αλλά, καθώς πράγματι είναι οικτρά εγωιστικήν απάντησιν: Δεν καταλαβαίνουμε! 

Τα κυριότερα των συντελούντων εις το να μένουν αραιόταται αι τάξεις των αναγνωστών, των εννοούντων τον Ποιητήν, είναι: Η αποκτηνωτική εκπαίδευσις, η παραριγμένη εις τα χέρια των δασκάλων· η από ταύτην πηγάζουσα αμβλύνοια, που απωθεί ως πολέμιον και βδελύσσεται παν ό,τι προκαλεί την σκέψιν. Η άγνοια περί του πώς πρέπει να διαβάζωνται οι στίχοι· από την οποίαν άγνοιαν συμβαίνει, ώστε η εύρυθμος, δηλονότι η καλλιτεχνικά συνεσφιγμένη, πολύμορφος, πλουσία, και ποικίλλουσα εις τονισμούς, τομάς, περιόδους, υπερβατά, συνιζήσεις, παρηχήσεις, φθόγγους και ρυθμούς στιχουργία, κατ’ αντίθεσιν πρις την μηχανικήν, νερουλήν, μονότονον, άψυχον, αχαρακτήριστον, και τρόπον τινά σκωληκοφαγωμένην από τας χασμωδίας, στιχουργίαν των ποιητών της δασκαλικής ή δημοσιογραφικής σχολής, να κάμνη εντύπωσιν οποίαν η γερμανική μουσική εις αφτιά συνηθισμένα να τέρπωνται μόνον από την μελωδίαν του «Συγχώρησόν με, αν είμαι αυθάδης —ιδού ο άδης— με προσκαλεί», και των ομοίων.
 

Αλλ’ η κυριοτάτη αφορμή της έχθρας που φανερώνεται μεταξύ Ποιητού και κοινού, είναι η αντιπάθεια την οποίαν το κοινόν τούτο, το διεφθαρμένον από τα σχολεία και τας εφημερίδας, τρέφει κατά της γλώσσης του Ποιητού. Μεταξύ της τεχνητής γλώσσης που κάκιστα την ονομάζουν καθαρεύουσαν και της εθνικής γλώσσης όπως πρέπει σαφέστερα να λέγεται η δημοτική, ο Ποιητής εδιάλεξε,— κυρίως δεν εδιάλεξεν, αλλ’ ομίλησε την εθνικήν γλώσσαν, χωρίς εκλογήν και αδιστάκτως· υπήκουσε μόνον εις τους νόμους της Φύσεως και τας υπαγορεύσεις της Τέχνης, εις το υπερόχως ανεπτυγμένον μέσα του γλωσσικόν αίσθημα, και εις το μίσος του κατά παντός σχολαστικού, ψευδούς και αντιποιητικού. 

Αλλά την ομίλησεν όχι διά να αραδιάσει δουλικώς μ’ εκείνην μαθητικά θέματα, αλλά διά να εκφράση μ’ εκείνην, πρώτος αυτός, νοήματα που έως τότε η γλώσσα εκρίνετο ανίκανος να τα εκφράση· διά να την ανυψώση εις φιλολογικήν την καταφρονημένην εθνικήν γλώσσαν, ως συμβαίνει πάντοτε εις τα έθνη που δεν έχουν ακόμη καθαράν την συνείδησιν της αυθυπαρξίας των. 

Αλλ’ ακριβώς η πρόχυσις αριστοκρατικών ιδεών και αρμονιών με δημοτικούς τύπους και σχηματισμούς που θεωρούνται, από αμάθειαν, ως διαφθοραί και ρύποι της γλώσσης, καθώς και με νέους λεκτικούς συνδυασμούς, παρέχει εις την τοιαύτην γλώσσαν που δεν εμορφώθη ακόμη τέλεια, και μολαταύτα είναι τόσον εύμορφη, κάτι τι ασυνήθιστον, απροσδόκητον, τολμηρόν, εναγώνιον, δύσκολον, επαναστατικόν· όλα αυτά επικίνδυνα εις την ασφάλειαν της τεχνητής γλώσσης, την οποίαν βαθιά ριζωμέναι προλήψεις εγέννησαν και μακρών χρόνων συνήθεια επέβαλεν εις τρόπον ώστε να γνωρίσωμεν και εκ πείρας πόσον εύλογα ανακράζει ο Σαίξπηρ διά στόματος του Αμλέτου ότι το «μάθημα ημπορεί και το καλούπι της φύσεως ν’ αλλάξη». 

Όλα αυτά εκπλήττουν, σκανδαλίζουν, σκοτίζουν και απαρέσκουν εις τους πολλούς ή τους ολίγους στενοκέφαλους, που επιτέλους και διαμαρτύρονται κατά του Ποιητού ότι χαλάει την γλώσσαν· την γλώσσαν των, έπρεπε να λέγουν. Αλλ’ εις τα έθνη όπου τα σκήπτρα της γλώσσης αφήνονται όχι εις τον Λαόν, τον πατέρα και βασιλέα, αλλ’ εις τους αγλωσσολόγητους και αφιλοσόφητους λογιότατους, αργά ή γρήγορα εμφανίζεται ο Ποιητής, δηλονότι αυτός ο ίδιος λαός εις την υψηλοτάτην μορφήν του, και μάχεται νικηφόρως διά τα κτηνωδώς καταπατούμενα δίκαιά του.
 

Νουν, καρδίαν και αισθήσεις όλα τα θέτει εις ενέργειαν ο Ποιητής. Αλλά και νους και καρδία και αισθήσεις του Ποιητού τίποτε άλλο δεν κάμνουν παρά να του ψάλλουν τραγούδια. Ο Ποιητής ακριβώς δε ζει μέσα εις ιδιαίτερον κόσμον· είναι πολίτης του Σύμπαντος· κάθε κόσμου την φανεράν ή κρυμμένην αρμονίαν αντιλαμβάνεται· από όλα τα άνθη πορίζεται το μέλι του. Αλλ’ είτε εξεγείρει τον έρωτα της ζωής, είτε γεννά τον πόθον του θανάτου, είτε τον εμπνέει ο θεός της ενεργείας, είτε τον τραβά η Σειρήν της ονειροπολήσεως, είτε σφιχταγκαλιάζει τον άνθρωπον, είτε απονομώνεται με την μελέτην της φύσεως, είτε είναι θεοσεβής Σοφοκλής, είτε υλιστής Λουκρήτιος, είτε λατρεύει τον Πλάτωνα, είτε πιστεύει εις τον Δάρβιν, είτε πλάττει τους στίχους του ως αγάλματα, είτε τους διασκορπίζει ως μουσικούς τόνους, είτε διαμένει εις υπεργηίνους χώρας, είτε λιμενίζεται εις τα εγκόσμια, παρέχει την καλλιτεχνικήν εκείνην απόλαυσιν που πολύ διαφέρει από τας φυσικάς απόλαύσεις, και, καθώς είπεν ωραία κάποιος, «ομοιάζει θάνατον ακολουθούμενον από ανάστασιν». Με την εντύπωσιν του καλλιτεχνήματος φεύγομεν μακράν από τον κόσμον που μας περικυκλώνει, αποθνήσκομεν, και αναζώμεν μέσα εις τον παράδεισον της Τέχνης.
 

Αλλά διά να παρέχη ο Ποιητής αγνήν και ανόθευτον την απόλαυσιν εκείνην, απομακρύνεται από τα ακάθαρτα και τα ασήμαντα· από τα τετριμμένα και τα παροδικά· από τα ζητήματα της ημέρας, τους ήρωας των εφημερίδων, από τας αιθούσας του συρμού, από τας αδυναμίας του πλήθους, και εις κάθε του δημιούργημα, ακόμη και εις ό,τι αναγκάζεται να παραλάβη από το άπλαστον και αχαρακτήριστον παρόν που κρύπτει τόσους σκοπέλους πεζότητος, δίδει σταθερόν, αναλλοίωτον, αιώνιον τύπον. 

Ο Ποιητής κρατεί καρφωμένον το βλέμμα του εις το Μέλλον, ως διά να διακρίνει το άστρον που λάμπει οπίσω από τα μαύρα νέφη εκείνου. Αλλ’ από τους παλαιοτάτους καιρούς έως εις τας ημέρας μας από το Παρελθόν πίνει, ως από αστείρευτον πηγήν. 

Ένας μέγας φιλόσοφος είπεν ότι η Φαντασία είναι ως η Ευρυδίκη· μας αναγκάζει να στρέφωμεν οπίσω. 

Ό,τι οικοδομεί ο Ποιητής το στηρίζει επάνω εις αδιασείστους βάσεις· το στερεότερον υλικόν το ευρίσκει μέσα εις το ανεξάντλητον λατομείον του παρελθόντος· το υλικόν τούτο είναι αι θρησκείαι, οι μύθοι, τα συναξάρια, αι δημοτικαί παραδόσεις, τα δημοτικά τραγούδια, αι ιστορίαι, αι κοσμογονίαι, αι φιλοσοφίαι, αι γενικαί ιδέαι, τα μεγάλα σύμβολα, η αρχαιότης. 

Ο Ποιητής αισθάνεται ξεχωριστήν και σχεδόν ανεξήγητον συγκίνησιν εμπρός εις την Ελληνικήν αρχαιότητα, ίσως διότι οι τύποι που έπλασαν η θρησκεία, η ποίησις, η τέχνη, ο βίος της αρχαίας Ελλάδος, δεν ζουν και δεν ανήκουν εις ορισμένον χρόνον, τόπον και πολιτισμόν· αγήρατοι και αιώνιοι, τέλειοι ως θείοι και ως ανθρώπινοι, περιλαμβάνουν ομού όλον το ηθικόν και όλον το πλαστικόν κάλλος και την φύσιν και το πνεύμα, περιπλεγμέν’ αρμονικότατα. 

Και την μεγάλην της χάριν η νεοτέρα ποίησις χρεωστεί εις το ότι συχνά λούεται μέσα εις τα θαυματουργά νερά της ελληνικής αρχαιότητος. Και τοιουτοτρόπως από την ανάμειξιν δύο αντιθέτων στοιχείων, του αρχαίου και του νεοτέρου, προβάλλει νέα Τέχνη με άφραστην εμορφιάν. Διότι το παρελθόν δεν έχει δύναμιν να καταστήση τον Ποιητήν ολωσδιόλου ξένον εις το παρόν, και να τον κάμη να ζήση απολύτως έξω από τον κύκλον των συγχρόνων. 

Αν ο Ποιητής ανατρέχει εις το παρελθόν, ζητεί από αυτό νέας και σημαντικάς εικόνας, μορφάς, σύμβολα, με τα οποία εκφράζει τα νοήματα και τα αισθήματά του· αισθήματα και νοήματα ψυχής των νεοτέρων χρόνων που υφίστανται, όσον και αν δεν το υποπτεύη, την επίδρασιν του περιέχοντος. Και μέσα εις το ανακάτωμα τούτο, με παραχωρήσεις αμοιβαίας, και το νεώτερον πνεύμα καθαρίζεται, και το αρχαίον πνεύμα μετασχηματίζεται, καθώς απαιτεί και αυτή η φύσις της καλλιτεχνικής εργασίας που δεν είναι βέβαια ως η εργασία του φωτογράφου και του αρχαιοδίφου.
 

Τέλος ο Ποιητής όσον βαθύτερον αισθάνεται, τόσον βαθύτερον σκέπτεται· και όσον σκέπτεται τόσον αισθάνεται. Πάντοτε συνδυάζει την σκέψιν με το αίσθημα. Δεν αισθηματολογεί ανούσια, δεν αρκείται εις παράταξιν ψυχρών εννοιών. Έκτισε το παλάτι του επάνω εις τα σύνορα του νοητού και αισθητού κόσμου. Εμφυσά ψυχήν εις την ύλην, και το πνεύμα παρουσιάζει εις τας αισθήσεις μας ως κάτι τι υλικόν. Πάσχει από τας ιδέας, και με τον λόγον χαλιναγωγεί το αίσθημα. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν αντιλαμβάνονται την ποιητική ευαισθησίαν παρά μόνον εις τους ερωτικούς στίχους και εις τα αισθήματα που τα εμπνέουν δύο ωραία μάτια. Κανείς δεν αντιλέγει ότι τα ωραία μάτια επλάσθησαν για να συγκινούν τον Ποιητήν βαθύτερον από τα άστρα. Αλλ’ υπάρχει ένας ασυγκρίτως ανώτερος βαθμός ποιητικής ευαισθησίας· εκείνης που ευρίσκει τον προορισμόν της εμπρός εις τα μεγάλα ιδεώδη. Ο Σέλλεϋ έλεγεν: «Αισθάνομαι πως αγάπησα την Αντιγόνη σε κάποιαν άλλη ζωή». Από τοιαύτα ύψη κατέρχεται και με τοιαύτην μυστηριώδη δύναμιν είναι γεμάτον πάντοτε το αίσθημα και η αγάπη του Ποιητού!

 

Τα μάτια της ψυχής μου 

Απρίλιος 1892.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ


https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=7&text_id=1240

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

Γ.Σεφέρη: Η"μεταγραφή" της Αποκάλυψης του Ιωάννη του Θεολόγου

Μεγάλο πράγμα η κούραση! Κι η αρρώστεια! Γιατί όταν θες να ξεκουραστείς κι όχι να τεμπελιάσεις (ή να κάνεις κάτι, αλλά δεν μπορείς), τότε ψάχνεις να βρείς κάτι πιο ξεκούραστο, πιο εύκολο και ταυτόχρονα ωφέλιμο, αλλά τέτοιο που νά 'χει παλμό, να 'χει ενθουσιασμό, να μη σε κοιμίζει και να μη σε παροπλίζει. Εδώ που βρίσκομαι, συνταξιούχος, ανοίγω το "αποθετήριο πεπραγμένων των προγενέστερων", κι   είμαι σίγουρη ότι κάτι θα βρώ, ανάλογο με την ψυχική μου προδιάθεση. Και τούτη τη φορά βρήκα! Βρήκα κάτι επαναστατικό. Που δεν το είχα ξαναδεί ποτέ μου, και δεν φανταζόμουν πως υπάρχει!

[Ο παππούς ο Αγησίλαος, μας άφησε τα βιβλία που ο ίδιος διάβασε κι αγάπησε και τα εκτίμησε ως σπουδαία, και γι' αυτό τα φύλαξε. Αγωνιστής του πνεύματος της πλήρους νοήματος καθημερινής ζωής, από τότε που τον γνώρισα, δεν ζούσε ούτε μια μέρα που να μην είναι γεμάτη ζείδωρο νόημα. Με έρευνα, με προσφορά, με συμβουλή, με συμπαράσταση, με δράση και άσκηση.]

Ετούτο το βιβλίο που βρήκα είναι κεραυνός. Είναι σημαία και οδηγός. Είναι διδαχή και παρακαταθήκη! Να λοιπόν τί έμαθα:

Ο μεγάλος μας ποιητής, Γ. Σεφέρης, ανάμεσα στα άλλα έργα του, έχει προβεί και σε "μεταγραφή" της Αποκάλυψης του Ιωάννη του Θεολόγου, δηλαδή του τελευταίου βιβλίου της Καιινής Διαθήκης. 

Ηχεί στις μέρες μας περίεργο, παράξενο,  ανοίκειο και παράδοξο, ένας ποιητής του διαμετρήματος του Σεφέρη, μορφωμένος, καλλιεργημένος, διανοούμενος, ταξιδεμένος, πρεσβευτής, λόγιος και τόσα άλλα, να γράφει και να συγκλονίζεται από ... θρησκευτικά πράγματα που έχουν να κάνουν με πίστη και σεβασμό στο Θείο, και στις Γραφές κι από την Ελληνική γλώσσα! Πού ακούστηκε;

Οι θιασώτες των μοντέρνων καιρών μπορεί να υποθέτουν πως ο μεγάλος μας ποιητής ήτανε άρρωστος όταν το έγραφε, ή ... ότι έπασχε  από κάτι. Μπορεί και να τον είχαν ψεκάσει που λέει ο λόγος!

 Όμως, επειδή ο ποιητής έγραψε για τόσο σημαντικά πράγματα, δανείζομαι και παραθέτω για τους φίλους της Φιλαρέτης, αποσπάσματα από το "Προλόγισμα" που έχει κάνει σε τούτο το βιβλίο του. Νομίζω πως νοιώθω τον παλμό της καρδιάς του καθώς λέει πως

"η εργασία αυτή είναι ο καρπός μιας στιγμής: της αυγής της Παρασκευής 16 Σεπτεμβρίου του 1955. 

"Την παραμονή, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, "εγενόμην εν τη νήσω τη καλούμενη Πάτμω". Καθώς έπαιρνε να χαράξει ήμουν πάνω στη Χώρα. Η θάλασσα ακίνητη σαν το μέταλλο, έδενε τα τριγυρισμένα νησιά. Δεν ανασαίνει ούτε ένα φύλλο μέσα στο φως που δυναμώνει. Η γαλήνη ήταν ένα κέλυφος ολωσδιόλου αράγιστο. 'Εμεινα καρφωμένος από αυτή την επιβολή, έπειτα ένιωσα πως ψιθύριζα: "Έρχου και βλέπε". Έτσι παρασύρθηκα πάλι σε αλλοτινές αιστήσεις που μου είχε δώσει το ελληνικό φως, σε εκείνο το φοβερό μαύρο που ένιωσα πολύ έντονα πίσω από το γαλάζιο, όταν τον Οκτώβρη του ΄44 γύρισα στον τόπο μου. Ή το μίασμα του βιασμού, όταν τα όργανα του ολέθρου στον ουρανό της Κρήτης κουρέλιαζαν την άνοιξη τον λεμονανθών.

"Και όλα έγιναν άβυσσος.

 "Οι Ευμενίδες παραμόνευαν πάλι πίσω από τον ήλιο όπως τις φαντάστηκε ο Ηράκλειτος. Μια μηχανή αυτοκαταστροφής ήταν εκεί, σε κίνηση, συντρίβοντας κάθε καλή θέληση και κάθε αφιέρωση.

"Την άλλη μέρα, Όταν ξαναπήρα το καράβι, είχα κάνει το τάμα να δοκιμάσω μια μεταγραφή της Αποκάλυψης του Ιωάννη του Θεολόγου.

"Η Αποκάλυψη είναι το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης και όλων των ιερών γραφών των παραδομένων στο Χριστιανισμό. Είναι αξιοπρόσεκτο που αυτός ο μεγάλος κύκλος κλείνει με το κείμενο το περισσότερο εμποτισμένο από την προφητική έκφραση της Παλαιάς Διαθήκης. Έχει σημειωθεί η συγγένεια του με τον Ιεζεκιήλ και τον Δανιήλ.

"Χωρούν βέβαια πολλές διακρίσεις ανάμεσα στο παλαιό προφητικό είδος, και στο μεταγενέστερο αποκαλυπτικό. Θα σταματήσω μια στιγμή στο κοινό γνώρισμα τους τον προφήτη. Ο προφήτης είναι όργανο στα χέρια του Θεού. Είναι οραματιστής γεμάτος από τη Βουλή και την πνοή του θεού. Είναι έν-θεος, είναι εν-πνευσμένος. Κάποτε αρπάζεται, καταναγκάζεται από το Θεό, χωρίς ο ίδιος να το θέλει, λόγος του προφήτη είναι λοιπόν λόγος του Θεού, δεν είναι δικός του, καμιά φορά μπορεί να του μεταδοθεί χωρίς την επέμβαση της συνείδησης.

"Με την πίεση μιας τέτοιας εμπνοής είναι φυσικό να μην είναι ο λόγος του προφήτη λόγος στιλπνός με υπολογισμένον ειρμό, είναι ακατάστατος, σπασμωδικός, αινιγματικός. Εκφράζεται με τα δυσκολονόητα σύμβολα που βλέπει τα οράματα του. Και οι αριθμοί ακόμη είναι συμβολικοί. Αλλά τα σύμβολα δεν είναι η ουσία που θέλει να μεταδώσει ο προφήτης, σκοπός του είναι να μεταδώσει το μήνυμα του Θεού. Τα σύμβολα είναι αλληγορίες, τα ιδεογράμματα, αν μπορώ να πω, αυτού του μηνύματος. Και δεν θα ήταν σωστό αν σταματούσαμε μόνο σ' αυτά και αφηνόμασταν στη λογοκρατική ροπή να ερευνήσουμε την φυσικότητα τους ή την πειθώ τους.

 "Η Αποκάλυψη είναι δύσκολο βιβλίο, ίσως το δυσκολότερο των γραφών. Χρειάζεται καλή γνώση και εξοικείωση με την Παλιά Διαθήκη, αλλά και με την Καινή, χωρίς να λογαριάσω πώς από το τέλος του πρώτου αιώνα ως τα σήμερα, πρέπει να χάθηκαν τα νοήματα πολλών συμβόλων που ήταν οικεία τον καιρό εκείνο, και πως η ποιητική αντίληψη των ανθρώπων αλλάξει σημαντικά μέσα σε 20 αιώνες και ακόμα περισσότερο όταν σκεφτούμε αυτή την αντίληψη συνδυασμένη με την αφοσίωση που χαρίζει η πίστη.

"Η Αποκάλυψη καλεί αρκετά σχόλια και εξηγήσεις. Δεν αποπειράθηκα μια τέτοια εργασία. Υπάρχουν πολλές εγκυρες ερμηνείες, μπορεί εύκολα να τις αποκτήσει κάνεις. Από αυτές ερανίστηκα και εγώ τις λίγες που δίνω στις σημειώσεις μου, προσπαθώντας να τις περιορίσω στο ελάχιστο, και να μείνω στις γενικά παραδεδεγμένες, δε γύρεψα να αποσαφηνίσω την Αποκάλυψη, πράγμα που έκαναν άνθρωποι εγκυρότεροι από μένα αλλά, με την γνώση, τις ικανότητες και την προσήλωσή που αξιώθηκα να έχω, θέλησα να μεταγράψω το παλαιό κείμενο στην σημερινή λαλιά μας.

"Δε ζήτησα να αναλύσω ή να διαλύσω την έκφραση του. Απεναντίας ήμουν ευτυχής όταν μπορούσα να κρατήσω την τραχύτητα του, θα έλεγα, και το συνεπαρμό που του δίνει η θεϊκή εμπνοή.

"Η Αποκάλυψη δεν είναι κείμενο ενός καιρού και μιας γενιάς ανθρώπων, αλλά όλων των καιρών και όλων των ανθρώπων.
 

Από τεχνική άποψη


"Προσπάθησα να μείνω όσο μπορούσα πιο κοντά στο παλαιό κείμενο κρατώντας, αν μου το συγχωρούσε η γλώσσα μας, την δομή και τις λέξεις του πρωτότυπου, λέξεις κυρίως με την έννοια που έχει διατηρηθεί και από τη σημερινή μας χρήση.

"Όσο για την λέξη μεταγραφή που χρησιμοποιώ εδώ, για να υποδηλώσω την διαφορά ανάμεσα στις μεταφράσεις από τις παλιές γλώσσες μας και τις μεταφράσεις από τις ξένες, αισθάνομαι βαθύτατα ότι πρόκειται για δυο ολωσδιόλου διαφορετικές λειτουργίες.

"Μια λέξη δεν είναι ποτέ μόνη της, εκτός αν την απομονώσουμε στο πολύ χοντρό νόημά της. Απαρτίζεται από συνειρμούς που κάνουν και την αισθανόμαστε ριζωμένη με άπειρες λεπτές ρίζες στην δική της γλώσσα στο δικό της χώμα στο δικό της κόσμο και κανέναν άλλον. Βέβαια Το πέρασμα του καιρού αλλάζει πολλά σε μια λέξη, τα νοήματα γλιστρούν, μετακινούνται. Όμως όσο κι αν το πιστεύω αυτό, δεν μπορώ να πω, ότι όταν θέλω να κάνω νοητή και αισθητή στην σημερινή γλώσσα μας μια λέξη που έζησε στις διάφορες αρχαιότητες μας είτε την διατηρήσαμε είτε όχι, την αντικρίζω και την μεταχειρίζομαι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θα αντίκριζα και θα μεταχειριζόμουν λέξεις από ξένες γλώσσες. Το πράγμα που με ενδιαφέρει προπάντων είναι να γίνει συνειδητό ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές μεταφραστικές λειτουργίες. Το αν θα υιοθετηθεί τελικά η λέξη μεταγραφή για την μετάφραση των παλαιών συγγραφέων είναι για μένα θέμα δευτερεύον

"Τη στιγμή που τυπώνεται τούτη η μεταγραφή, νομίζω πως έχω το χρέος να προσθέσω ότι πήρα την απόφαση γιατί πιστεύω πως η εργασία μου προσφέρει κάτι στην κοινωνία όπου με έταξε ο Θεός. Υπάρχουν ίσως άνθρωποι που δεν την χρειάζονται. Κυρίως εκείνοι που είχαν την ευλογία να καταγίνουν και να μάθουν τα παλαιότερα ελληνικά μας, ώστε να μην τους διαφεύγει καμιά απόχρωση από τα νοήματα τους. ΄Η εκείνοι που έχουν πάρει την έξη να τα διαβάζουν χωρίς να τα καταλαβαίνουν να πληρότητα και να ξαφνίζουνται αν κανείς δοκιμάσει να δώσει την ατόφια, και επομένως την σκληρή, έκφρασή τους στην σημερινή γλωσσική μας χρήση. Όμως αυτοί είναι λίγοι και το δικαίωμα να επικοινωνεί με τις γραφές, καθώς και το δικαίωμα να μαθαίνει σωστά τη γλώσσα του, το έχει πιστεύω, ο ελληνικός κόσμος ολόκληρος.

"Η εργασία μου δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν εργασία οριστική. Θα ευχόμουν να κοιταχτεί σαν αφορμή για σοβαρή σκέψη πάνω σε ένα σπουδαίο θέμα, για φωτισμένη κρίση και καλοπροαίρετη επίκριση. Αλλά το θέμα, για φωτισμένη κρίση δεν είναι δουλειά ενός μόνο ανθρώπου, αλλά δουλειά γενεών. Θέλω να πω ότι κάθε ελληνική γενεά πρέπει να μπορεί να δώσει έμπρακτα την αδέσμευτη απόκριση της.

"Δυστυχώς είμαστε έτσι οργανωμένοι και έχουμε δημιουργήσει τόσες αποθαρρυντικές δυσκολίες γύρω από κάθε ανάλογη εργασία, που θα λιγοστεύουν, νομίζω, ολοένα περισσότερο οι πιθανότητες να υπάρξουν άνθρωποι για να αφιερωθούν σ' αυτές τις προσπάθειες. Η γενική κατάστασή μας, πολύ το φοβούμαι, είναι τέτοια ώστε να απονεκρώνει κάθε ενδιαφέρον και κάθε καλή θέληση. Και εγώ ο ίδιος δεν θα δοκίμαζα τούτη την απόπειρα αν δεν έβλεπα με λύπη μεγάλη πόσο χειροτερεύουν οι μεταφράσεις και παραφράσει των γραφών που ωστόσο κυκλοφορούν πλατιά. Από αυτή την άποψη η θέση μας είναι πολύ χειρότερη πάρα στον καιρό της τουρκοκρατίας.

"Δεν θέλω να κουράσω μνημονεύοντας τα πολλά παραδείγματα που υπάρχουν, αλλά όποιος ενδιαφέρεται ας παραβάλει πόσο μεγαλύτερη ζωντάνια έχει η μετάφραση που ενθαρρύνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις (πρώτη έκδοση 1638) και η μετάφραση στην κοινή διάλεκτο, που διαδίδεται κατά κόρον από την βρετανική βιβλική εταιρεία και πρέπει να υπάρχει σχεδόν σε κάθε ελληνικό σπίτι πιστού, αν όχι στο εσωτερικό τουλάχιστον στο εξωτερικό.

"Χάσαμε αλήθεια πολύ καιρό. Είναι περίεργο πόσο σπαταλούμε κάποτε τα υπάρχοντα μας. Και η γλώσσα μας χάνει ολοένα ευκαιρίες για να γίνει μια γλώσσα εύρωστη, γυμνασμένη και αποτελεσματική. Θα είχε τόσα πολλά να ωφεληθεί αν αποφάσιζε να ασκηθεί πάνω σε αυτά τα κείμενα. Συλλογίζομαι άλλους λαούς. Δεν θέλω φυσικά να τους παραβάλω με τη δική μας περίπτωση, που είναι ολωσδιόλου ιδιόμορφη, και χρειάζεται ιδιαίτερη, αφανάτιστη και σοβαρή μελέτη, γιατί αυτά τα κείμενα ήταν δικά μας ή έγιναν δικά μας από την εποχή του Χριστιανισμού. Όμως κοιτάζοντας την πρόσφατη ζωή μας, στα χρόνια της παλιγγενεσίας, όπως τα ονομάζουμε, δεν μπορώ να βγάλω από το νου μου πόσο οι γραφές τους έπλασαν αυτούς τους λαούς, τους ανέπτυξαν και τους βοήθησαν να αρθρώσουν καλύτερα την δική τους γλώσσα. Είναι γνωστή η κολοσσιαία επίδραση που άσκησε τους αγγλοσάξονες η μετάφραση της Βίβλου. Και πόσο μεγάλο γεγονός ήταν για την ιστορία του κόσμου η αποστολή από το Βυζάντιο των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθόδιου. Αυτοί έκαναν και την πρώτη σλαβική μετάφραση των Γραφών και δημιούργησαν το σλαβικό αλφάβητο. 

 
"Αφήνεται κανείς σε πικρές σκέψεις αν αναλογιστεί πως αν έλειπε η παρόρμηση για την μετάφραση των εβδομήκοντα, όπως λείπει και τώρα, και δεν είχε πραγματοποιηθεί εκείνο το έργο, θα είχε χάσει η γλώσσα μας ένα κείμενο βασικά αποφασιστικό για την τροπή που πήρε εξαρχής ο Χριστιανισμός, η μοίρα του ελληνισμού και ιστορία της ανθρωπότητας ολόκληρη. Έχω ακούσει την άποψη ότι η μετάφραση των γραφών μπορεί να προκαλέσει δυσχέρειες δογματικές. Αλλά ποτέ δεν υποστήριξα, ούτε το διανοήθηκα ποτέ, ότι είναι δυνατό η μετάφραση να αντικαταστήσει το πρωτότυπο, είτε όταν πρόκειται για το δόγμα, είτε όταν πρόκειται για την λατρεία.

"Αυτά τα θέματα ανήκουν αποκλειστικά στην Εκκλησία και δεν πέφτει κανένας λόγος σ' εμάς τους λαϊκούς.

" Όμως η φροντίδα για την γλώσσα μας είναι πράγμα που ενδιαφέρει τον καθένα από μας σ’ όποια γωνιά της γης κι αν βρίσκεται. Άλλωστε δημοσιεύω πλάι στην μεταγραφή μου, και το πρωτότυπο, τονίζοντας όσο μπορώ πως αυτό είναι το μόνο έγκυρο για το δόγμα και την λατρεία.

"Αυτά έχω να πώ, για την ώρα, πάνω στην ελάχιστη τούτη προσφορά μου σε μια μεγάλη υπόθεση. 

"Καταπιάστηκα με δύσκολο κείμενο ωστόσο τις δυσκολίες τις εξαγόραζε η χαρά καθώς παρατηρούσα πόσο κοντά μπορεί να είναι, ύστερα από 2000 χρόνια, με τα σημερινά μας ελληνικά, αυτός ο θεόσταλτος λόγος. Θα έλεγα ακόμη πως μολονότι, καθώς το εξήγησαν σοφοί γραμματολόγοι, πρόκειται για τα μικρασιατικά ελληνικά ενός ανθρώπου που δεν είχε σπουδαία λογοτεχνική μόρφωση κι έκαμε ανυπόφορες ασυνταξίες, ένιωσα το πρωτότυπο να στέκεται ψηλότερα και από τη δική μου απόδοση και από τις μεταφράσεις στις ξένες γλώσσες που γνωρίζω. Αλήθεια τούτο με έκανε να συλλογιστώ πολλές φορές την βαθιά παρατήρηση του Συνέσιου, Επισκόπου Πτολεμαΐδας : "Πνεύμα θείον υπερορά μικρολογίαν συγγραφικήν".

Ιούνιος 1966

Γ. Σ. 


Παρατηρήσεις: Η επιλογή των αποσμάτων αποτελεί μεγάλο μέρος του Προλογίσματος του συγγραφέα. Η παραγραφοποίηση του κειμένου αφορά τους σκοπούς της Φιλαρέτης, όπως και τα bold! Αν ο συγγραφέας θεώρησε χρέος του να κάμει τούτη την μεταγραφή, με παρακίνησε κι εμένα να θεωρήσω πως είναι χρέος μου να διαδώσω όσο μπορώ, την βαθειά και  υπεύθυνη συλλογιστική και την απόφασή του. Και μαζί να συμβάλω επ' αγαθώ στο μέτρο που μου αναλογεί. Οι καιροί οι μενετοί!


Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

Θα ξεριζώσουμε αυτές τις καθυστερημένες αντιλήψεις!

Είπε κάποιος: "Θα ξεριζώσουμε τις καθυστερημένες αντιλήψεις"! Αυτή η  δήλωση με τόσο εμφατικό περιεχόμενο, όταν  προέρχεται από τα χείλη ατόμου με δημόσιο λόγο, καλλιτεχνικό ή πολιτικό κλπ., έχει ολοκληρωτικό χαρακτήρα, και δεν έχει σημασία η προσωπικότητα, ο χαρακτήρας, η μόρφωση ή η θέση του  ομιλούντος.

Είναι σαν να λέμε, πως κάποιος, ή κάποιοι, θέλουν να επιβάλουν ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης ή να συμβάλουν στην υλοποίηση ενός κοινωνικού προτάγματος που δεν έχει επιλεγεί από την ίδια την κοινωνία.

Το ... ξερίζωμα "καθυστερημένων αντιλήψεων" πραγματοποιείται με την αλήθεια και την παιδεία. Με  ελευθερία και συναίνεση, όχι με τη βία, και με την ετσι-θελική αντίληψη, κάποιου, που απλώς δεν συμφωνεί με τις αντιλήψεις των άλλων!  Κι  αν είναι καθυστερημένες οι αντιλήψεις, θα καταπέσουν από την κοινωνική αναγκαιότητα. Αν όμως, οι πιεζόμενες και καταδιωκόμενες αντιλήψεις, δεν είναι καθυστερημένες, αλλά συνιστούν ζητήματα αξιών και αρχών, και συνιστούν επιστημονικά δεδομένα, αλλά  και παράδοση ιστορικών βιωμάτων, δεν μπορούν να αλλάξουν όπως αλλάζουν οι επιθυμίες της στιγμής, τα αντικείμενα της απόλαυσης, η μόδα, ή τα αποτελέσματα μιας κλήρωσης!

Η πλύση εγκεφάλου, η διαφήμιση, η αυταρχική επιβολή και ο εξαναγκασμός των πολιτών και όλης της κοινωνίας, για να πιστέψει κάτι ψευδές ως αληθές, κάτι ανακριβές ως αλήθεια και κάτι αντιεπιστημονικό ως ... επιστημονική ανακάλυψη, όλα αυτά είναι πολιτικά μέσα στρατευμένα στην ακούσια και αναγκαστική μεταστροφή της κοινωνίας προς κατευθυνόμενα πολιτικά προτάγματα.