Και σήμερα, μνήμη του Αγίου Σπυρίδωνα! Πώς να ξεχάσω τον Άγιο τούτον,
που τόσες φορές μου παραστάθηκε, είτε με συνώνυμο καλό φίλο, είτε με
θαυμαστή συνδρομή στην προσευχή μου, είτε και με συναπάντημα συνώνυμης
ωραίας ψυχής!
Γεννήθηκε στην Άσσια της Κύπρου, από εύπορη οικογένεια και ήταν βοσκός. Παντρεύτηκε αλλά έχασε ενωρίς τη συμβία του και παρηγορήθηκε με τη χειροτονία του και την αφοσίωση στη χριστιανική διδασκαλία.
Ο Άγιος Σπυρίδων που τη μνήμη του σήμερα τιμούμε, βρέθηκε κι αυτός, όπως κι ο Άγιος Νικόλαος, ανάμεσα στους Πατέρες της Α' Οικουμενικής Συνόδου, το 325 μ.Χ. στη Βιθυνία της Μ. Ασίας. Για τούτο και μόνο του χρωστούμε, οι Έλληνες κι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ξεχωριστή χάρη κι ευγνωμοσσύνη.
Με το κύρος της αγίας και ηθικής ζωής του, στην Α' Οικουμενική σύνοδο, συμμετείχε και "κατατρόπωσε" τους Αρειανούς. Έτσι, αναδείχτηκε από τους λαμπρούς υπερασπιστές της Ορθόδοξης πίστης. Όπως αναφέρει η παράδοση, αφού μίλησε για λίγο, κατόπιν έκανε το σημείο του Σταυρού και με το αριστερό χέρι, που κρατούσε ένα κεραμίδι, εις τύπον της Αγίας Τριάδος είπε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός» και έκανε να φανεί προς τα επάνω απ' το κεραμίδι φωτιά, δια της οποίας είχε ψηθεί αυτό. Όταν δε είπε: «Καὶ τοῦ Υἱοῦ», έρρευσε κάτω νερό, δια του οποίου ζυμώθηκε το χώμα του κεραμιδιού. Και όταν πρόσθεσε: «Καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» έδειξε μέσα στη χούφτα του μόνο το χώμα που απέμεινε.
Στην Κέρκυρα, όπου φυλάσσεται, το σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνος λιτανεύεται τέσσερις φορές το χρόνο, για τ' αλησμόνητα και σωτήρια θαύματα του Αγίου. Την Κυριακή των Βαΐων για την απαλλαγή του νησιού από επιδημία πανώλης το 1629 μ.Χ. Το Μεγάλο Σάββατο γιατί το έτος 1533 μ.Χ. το νησί επλήγη από μεγάλη καταστροφή της σοδιάς των σιτηρών. Την 11η Αυγούστου για την διάσωση του νησιού από σφοδρή επιδρομή των Τούρκων το 1716 μ.Χ. και την πρώτη Κυριακή του μηνός Νοεμβρίου για δεύτερη επιδημία πανώλης το 1673 μ.Χ.
Για τη ζωή και το θάνατο του Αγίου Σπυρίδωνα, πολλά περισσότερα, στον Ορθόδοξο Συναξαριστή.
Ο Άρειος
Ο Άρειος, γεννήθηκε στη Λιβύη και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια. Η πολύπλευρη (ανάμεσα σε άλλα και φιλοσοφική) μόρφωσή του, αλλά και η δεινότητά του, όχι μόνο η επιστημονική αλλά και η περί των θείων Γραφών, τον έκαναν πασίγνωστο αλλά και αξιοσέβαστο.
Χειροτονήθηκε, από τον Επίσκοπο (Αλεξανδρείας) Πέτρο, διάκονος της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας. Από τότε και μετά, αποκαλύπτεται ο ισχυρός και εμμονικός χαρακτήρας του. Άρχισε να αντιτίθεται ακόμη και στον Επίσκοπο Πέτρο σε ζητήματα Εκκλησιαστικά και κυρίως δογματικά και διαμαρτυρήθηκε, εναντίον του Επισκόπου του, για τα μέτρα που αυτός έλαβε. Για το λόγο αυτόν απεπέμφθη από την Αλεξάνδρεια.
Όταν μετά από καιρό, απεβίωσε ο Πέτρος και τον διεδέχθη ο -διακρινόμενος για την πρότητα των τρόπων του- Αχιλλάς, ο Άρειος ζήτησε από την Εκκλησία συγγνώμη και έγινε πάλι δεκτός από αυτήν και το 212 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος.
Το περί τριαδικού Θεού δόγμα του Χριστιανισμού, το οποίο από τον καιρό που διατυπώθηκε "σκανδάλισεν Ιουδαίους και Έλληνας", και δημιούργησε αιρέσεις και έριδες, παρέσυρε και το ορμητικό κι ανήσυχο πνεύμα του Αρείου, που δυσφορούσε για τον ανυπέρβλητο φραγμό του δόγματος, κι αναζητούσε, [με την ελευθερία του πνεύματος που αγαπά να ξεπερνάει τα διλήμματα και να υποτάσσει τα πάντα στον ίδιο έλεγχο και στην ιδία εξουσία], τρόπο ν' αρνηθεί τη δογματική τριαδικότητα του θεού, έτσι ώστε απόλυτα ελεύθερος και ανεμπόδιστος να εισχωρήσει στα βασίλεια των μυστηρίων για να τα ερευνήσει.
Ο Άρειος αφού μελέτησε πολύ καλά τις θεωρίες της Αλεξανδρινής και της Αντιοχειανής Σχολής κράτησε από αυτές όσα ταιριάζανε με εκείνα που ο ίδιος πρέσβευε, και τα διαμόρφωσε σε μια δική του θεωρία, μαζί και με όσα είχε προσλάβει και από πνευματικούς ανθρώπους (Ωριγένη Λουκιανό, Μελέτιο κλπ) των οποίων είχε ενστερνισθεί απόψεις και διδαχές.
Στη συνέχεια, για τη διάδοση και την επικράτηση της διδασκαλίας του, ο Άρειος συνέταξε διάφορα άσματα και ποιήματα και τα μοίρασε στον λαό. Η διδασκαλία του βρήκε απήχηση σε πολλούς, τόσο μεταξύ των κληρικών, όσο και ανάμεσα σε λαϊκούς. Από αυτούς άλλοι θεωρούσαν πως η γνώμη του Αρείου ήταν σωστή, κι άλλοι πως δεν μπορούσε να βλάψει την αληθινή πίστη και το δόγμα για την τριαδικότητα του Θεού.
Η διδασκαλία του Aρείου.
Ο Άρειος δογμάτισε ότι "ο υιός και λόγος του Θεού είναι μεν προ παντός χρόνου, αλλ' ουχί και υπάρχων, «ην ότε ουκ ην» και ότι δεν εγεννήθη εκ του πατρός, αλλά θελήματι του πατρός εκ του μηδενός εκτίσθη και επομένως ήτο κτίσμα εξ ουκ όντων, ότι ο Θεός δεν ήτο πάντοτε πατήρ, ουδ' ο υιός υπήρχε πριν γεννηθή, δηλ. κτισθή, αλλ' ουδέ εκ της ουσίας του πατρός αλλά ξένος αυτού κατ' ουσίαν, και επομένως ουδέ Θεός αληθινός, αλλά μετοχή θεοποιηθείς", κι έτσι ανέπτυξε το φιλοσοφικό του σύστημα, δηλαδή την αίρεσή του, με την οποία δέχεται ότι "συμβιβάζει την Μοναρχία και Μονοθεία προς την περί Τριαδικού Θεού του Χριστιανισμού διδασκαλίαν".
Ο Αθανάσιος, ο Μέγας -Στιβαρός αντίπαλος
Εκείνα τα χρόνια, ανάμεσα στους κληρικούς που περιστοίχιζαν τον Eπίσκοπο Αλεξανδρείας ήταν και ο 20ετής διάκονος, Αθανάσιος. Νους βαθύς, με αυστηρή λογική, επιστήμη ευρεία, ωραίο λόγο , και απαράμιλλη ρητορική τέχνη, επρόκειτο να αντιπαρατεθεί προς τις νέες θεωρίες κι αμφισβητήσεις που απειλούσαν την ουσία και την προέλευση της χριστιανικής διδασκαλίας.
Ο Αθανάσιος πρακτικός, οξύννους, ευφραδής, αξιόζηλος και με τόλμη, αμέσως εννόησε περί τίνος επρόκειτο και διείδε το βάραθρο, στο οποίο κινδύνευε να πέσει η Χριστιανική Πίστη. "Ο Αθανάσιος βλέπων το ασταθές του χαρακτήρος του αντιπάλου του, το ευμετάβολον και παλίμβουλον", επείσθη οτι ο Άρειος είτε επειδή δεν τολμούσε να εξηγήση σαφώς, είτε επειδή δεν είχε συνείδηση για το τελικό συμπέρασμα των συλλογισμών αυτού, παρ' όλα αυτά "έτεινεν εις το ν' αρνηθή την θείαν του Σωτήρος φύσιν και καταβιβάση το κήρυγμά του εις την τάξιν ανθρωπίνου δόγματος", παραδίδοντας αυτό απογυμνωμένο από την πανοπλία της θείας αποκαλύψεως, στις διάφορες -σοβαρές ή/και χυδαίες- προσβολές των εχθρών και των αμφισβητιών αυτού.
Για το λόγο αυτόν, ώρμησε σε τούτον τον αγώνα με πολλή πεποίθηση, και βγήκε θριαμβευτικά νικητής. Αφιέρωσε ολόκληρη την ζωή του και όλες του τις πνευματικές και σωματικές δυνάμεις στην υπεράσπιση του ενσαρκωθέντος Λόγου με τέτοιο ατρόμητο θάρρος, ώστε δικαίως ονομάστηκε κατόπιν «Μέγας, στύλος και υποστηρικτής της του Χριστού Εκκλησίας».
Ο Μέγας Κωνσταντίνος
Στα χρόνια αυτά τα σκήπτρα του αχανούς Ρωμαικού Κράτους κρατάει ο (Μέγας και Ισαπόστολος) Κωνσταντίνος. Αυτός δυσανασχετούσε για το σχίσμα που απειλούσε την Εκκλησία, και απέστειλε στην Αλεξάνδρεια πρώτα-πρώτα επιστολή προς τον Επίσκοπον Αλέξανδρον, αλλά και προς τον Άρειο, παραινώντας τους να σταματήσουν να ερίζουν, να συμφιλιωθούν και να αποκαταστήσουν την ειρήνη της Εκκλησίας.
Μάταιος κόπος. Διότι ο κομιστής της επιστολής, ο Επίσκοπος Κορδούβης, σαν έφτασε στην Αλεξάνδρεια, συμφώνησε με τον Επίσκοπο Αλέξανδρο και κατεδίκασε τον Άρειο. Ο δε Άρειος, από την άλλη μεριά, έγραψε πρός τον Κωνσταντίνο, μια επιστολή κάπως αυθάδη, παραπονούμενος για το ότι τιμωρήθηκε και του επεβλήθη αργία.
Ο Κωνσταντίνος ως προς την ουσία του ζητήματος δεν είχε ιδίαν γνώμη και πεποίθηση, και κατ' αρχάς έδειξε κάποια αδιαφορία, επηρεασμένος ίσως και από τον Ευσέβιο (που ήταν καλός του φίλος και συμπαθούσε τον Άρειο) και γι' αυτό μάλλον δεν διέβλεψε πόσο επικίνδυνη ήταν η δοξασία του Αρείου.
Όμως, σαν επέστρεψε ο Επίσκοπος Κορδούβης άπρακτος, κι ο Κωνσταντίνος έμαθε για τις ταραχές που γίνονταν στην Αλεξάνδρεια, "καθ' ας οι όχλoι ουδέ τας εικόνας αυτού εσεβάσθησαν" τότε κατάλαβε ότι κάτι σοβαρότερο γινότανε, κι έστειλε στον Άρειο Επιστολή, καλώντας τον να 'ρθεί στη Βασιλεύουσα και να εξηγήσει ο ίδιος (ο Άρειος) στον Βασιλέα, τί ακριβώς συμβαίνει και ποιό είναι το δόγμα που αυτός πιστεύει.
Ο Άρειος παρουσιάστηκε λοιπόν μπροστά στο Βασιλιά, αλλά στη συζητήση αυτή, τόσο τον μπέρδεψε τον Κωνσταντίνο, " περί τας τοιαύτας λεπτολογίας ανεπιτήδειον (όντα)", ώστε τον έκανε να αμφιβάλει. Και πάντως, η διχόνοια και η ταραχή των πνευμάτων εξακολουθούσε, κι ούτε φαινόταν τρόπος θεραπείας, έως ότου ο Βασιλιάς, "επενόησε το πρακτέον κατά την προκειμένην δυσχέρειαν και συνεκάλεσεν εν Νικαία της Βιθυνίας τους πανταχού Ιεράρχας της Χριστιανωσύνης εις Οικουμενικήν Σύνοδον, όπως εξετάσασα την του Αρείου διδασκαλίαν, λύση οριστικώς την μεγάλην ταύτην διαφοράν και αποδώση τη Εκκλησία την ποθουμένην ειρήνην".
[Παρατέθηκαν αποσπάσματα, από το βιβλίο του Αγίου Νεκταρίου «Αι οικουμενικαί σύνοδοι της του Χριστού Εκκλησίας, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1892), αυτούσια, για λόγους προσοχής στο δογματικό μέρος ή διασκευασμένα στην καθομιλουμένη, για ευκολία και αμεσότητα].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου