Οι
μέρες των Χριστουγέννων φέρνουν μαζί τους μια ατμόσφαιρα παραμυθιού.
Έρχονται να ξυπνήσουν μέσα μας όλη την ποίηση της καλοσύνης και της
αγάπης. Σε κάνουν να θυμάσαι εκείνα που έζησες μικρός, εκείνα που
άκουσες κι εκείνα που διάβασες στα βιβλία με τις τρυφερές ιστορίες και
τις όμορφες εικόνες. Σε κάνουν να ονειρεύεσαι, και γεμίζουν την ψυχή σου
φως, όπως οι ώρες των παραμυθιών της γιαγιάς γύρω στο τζάκι. Σε
μεταφέρουν πίσω στ’ άσπρα χωριουδάκια με τα πολλά χιόνια και τα μικρά
καμπαναριά. Σ’ αυτό το βιβλικό αλλά και γνήσιο Ελληνικό
χριστουγεννιάτικο τοπίο, μας οδηγεί με τους στίχους του ο Π. Βασιλικός:
“… Μεσ’ στην αχνόφεγγη βραδυά
πέφτει ψιλό, ψιλό το χιόνι
γύρω στην άσπρη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά,
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου.
Λες κι απλωμένη σιγαλιά
πέφτει ψιλό, ψιλό το χιόνι
γύρω στην άσπρη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά,
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου.
Λες κι απλωμένη σιγαλιά
είν’ εκεί ολόγυρα θανάτου.
Μα ξάφνου περ’ απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου αχός γροικιέται,
ωσάν βαθειά απ’ τον ουρανό
μέσα στην νύχτα να σκορπιέται.
Κι αντιλαλάει τερπνά, τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση
και το χωριό γλυκοξυπνά
την άγια μέρα να γιορτάσει …”
Μα ξάφνου περ’ απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου αχός γροικιέται,
ωσάν βαθειά απ’ τον ουρανό
μέσα στην νύχτα να σκορπιέται.
Κι αντιλαλάει τερπνά, τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση
και το χωριό γλυκοξυπνά
την άγια μέρα να γιορτάσει …”
Αλλά και ο Κ. Παλαμάς υμνεί με τους στίχους του τους γλυκούς ήχους της καμπάνας των Χριστουγέννων:
“….Η καμπάνα Χριστούγεννα χτυπάει
και μου φτερώνει την ψυχή
κι ανοίγεται η καρδιά μου και
σκορπάει θυμίαμα και προσευχή.
Άγιες αγάπες τρισευλογημένες,
που τις καρδιές υψώνατε παρθένες,
των πρώτων, των αρχαίων χριστιανών,
στ’ όνειρο το τρανό των ουρανών.
Αγάπες, ω! φανείτε πάλι εμπρός
μου, αυγές της πίστης,
χρυσαυγές του κόσμου,
κι ας βλέπει με το μάγο σας το φως.
Ο άνθρωπος τον άνθρωπο, αδερφός!
και μου φτερώνει την ψυχή
κι ανοίγεται η καρδιά μου και
σκορπάει θυμίαμα και προσευχή.
Άγιες αγάπες τρισευλογημένες,
που τις καρδιές υψώνατε παρθένες,
των πρώτων, των αρχαίων χριστιανών,
στ’ όνειρο το τρανό των ουρανών.
Αγάπες, ω! φανείτε πάλι εμπρός
μου, αυγές της πίστης,
χρυσαυγές του κόσμου,
κι ας βλέπει με το μάγο σας το φως.
Ο άνθρωπος τον άνθρωπο, αδερφός!
Ο δε Κ. Κρυστάλλης με το δικό του τρόπο μας μεταφέρει στην άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη, “που οι εκκλησίες σημαίνουν”.
Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Οι εκκλησιές σημαίνουν,
κουνιούνται τα καμπαναριά, κι οι φωνές που βγαίνουν
απ’ το βαθύ και δίπλα, το κάθε καμπάνας στόμα,
μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σαν απ’ το ουράνιο δώμα.
Χιλιάδες τα Χριστούγεννα τα τραγουδούν οι αγγέλοι,
και κάθε αχτίδα από ψηλά, που κάθε αστέρι στέλλει,
μοιάζει αγγελική ματιά. Θρησκεία! Γλυκιά μάνα,
τι όμορφη δίνεις εσύ λαλιά και στην καμπάνα,
και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας!
Πόσες εκείνος ο σταυρός απ’ τα καμπαναριά μας
στην αντιλιάδα χύνοντας, τόσες χρυσές αχτίδες,
χύνει βαθιά μας στην ψυχή, γλυκές χρυσές ελπίδες!
Κ’ οι δυο εκείνες χαραυγές που οι άγγελοι κατεβαίνουν
μες’ απ’ τον ουρανό ψηλά κι έρχονται και σημαίνουν
Χριστούγεννα κι ανάσταση, ω! τι μυστήριο χύνουν.
Τι χαραυγούλες είναι αυτές, πόση ζωή μας δίνουν!
Λάμπουνε τ’ ασυγνέφιαστατα ουράνια Σα ζαφείρια,
Σαν μάτια π’ αγρυπνήσανε φέγγουν τα παραθύρια.
Χαρούμενες και σιγανές μιλιές σμίγονται γύρα,
και από κάθε θύρα που ανοίγεται,
βγάνουν μορφές γελούμενες, λουσμένες,
γλυκές , καλοντυμένες.
Κρατούν στα χέρια τους κεριά λαμπάδες . Στη ματιά τους
λάμπ’ η χαρά που νιώθουνε βαθιά μες στις καρδιά τους.
Ξημέρωσαν Χριστούγεννα! Θύρες ολούθε ανοίγουν
κι ολούθε τώρα οι Χριστιανοί στις εκκλησιές μας σμίγουν.
κουνιούνται τα καμπαναριά, κι οι φωνές που βγαίνουν
απ’ το βαθύ και δίπλα, το κάθε καμπάνας στόμα,
μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σαν απ’ το ουράνιο δώμα.
Χιλιάδες τα Χριστούγεννα τα τραγουδούν οι αγγέλοι,
και κάθε αχτίδα από ψηλά, που κάθε αστέρι στέλλει,
μοιάζει αγγελική ματιά. Θρησκεία! Γλυκιά μάνα,
τι όμορφη δίνεις εσύ λαλιά και στην καμπάνα,
και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας!
Πόσες εκείνος ο σταυρός απ’ τα καμπαναριά μας
στην αντιλιάδα χύνοντας, τόσες χρυσές αχτίδες,
χύνει βαθιά μας στην ψυχή, γλυκές χρυσές ελπίδες!
Κ’ οι δυο εκείνες χαραυγές που οι άγγελοι κατεβαίνουν
μες’ απ’ τον ουρανό ψηλά κι έρχονται και σημαίνουν
Χριστούγεννα κι ανάσταση, ω! τι μυστήριο χύνουν.
Τι χαραυγούλες είναι αυτές, πόση ζωή μας δίνουν!
Λάμπουνε τ’ ασυγνέφιαστατα ουράνια Σα ζαφείρια,
Σαν μάτια π’ αγρυπνήσανε φέγγουν τα παραθύρια.
Χαρούμενες και σιγανές μιλιές σμίγονται γύρα,
και από κάθε θύρα που ανοίγεται,
βγάνουν μορφές γελούμενες, λουσμένες,
γλυκές , καλοντυμένες.
Κρατούν στα χέρια τους κεριά λαμπάδες . Στη ματιά τους
λάμπ’ η χαρά που νιώθουνε βαθιά μες στις καρδιά τους.
Ξημέρωσαν Χριστούγεννα! Θύρες ολούθε ανοίγουν
κι ολούθε τώρα οι Χριστιανοί στις εκκλησιές μας σμίγουν.
Στεφάνου Μπολέτση
Χριστούγεννα! Στον ουρανό λάμπει τ’ αστέρι,
απ’ όλα τ’ αστέρια πιο λαμπρό,
τ’ άστρο που μια φορά κι έναν καιρό
σκόρπισε φως σ’ όλη τη γη, κι όλα τα μέρη.
Γιορτή χαράς απόψε! Αντηχούνε
χρυσές καμπάνες μες στα χιόνια των καιρών,
γλυκά μηνύματα πατρίδων φωτερών…
ρόδα και κρίνα στις πιστές καρδιές ανθούνε.
Χριστούγεννα. Στον ουρανό λάμπει τ’ αστέρι,
τ’ άστρο των μάγων λάμπει στις ψυχές.
Θεέ μου, οι ψυχές, ας γίνουν φάτνες ταπεινές,
φως ο Χριστός κι αγάπη να μας φέρει.
Ας λάμπουν ήλιοι μέσα στους χειμώνες,
να διώξουνε τα νέφη του βοριά.
Κι ας έρθει Απρίλης μέσα στα χιόνια τα βαριά,
κήποι ν ανθήσουν κει που πέρασαν κυκλώνες.
Ένα λαμπερό αστέρι οδήγησε τους Μάγους στη φάτνη του θείου Βρέφους
και με το γλυκό και θεϊκό του φως φώτισε τη γη λέει ο Παλαμάς:
<<…Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να σκόρπιζε το αστέρι
όπου στην κούνια του Χριστού τους Μάγους έχει φέρει;
Ποιος άγγελος το διάλεξε για τέτοιο ταχυδρόμο;
Τα άλλα τα αστέρια θάβλεπαν το φωτεινό του δρόμο
κι από τη ζήλια θάτρεμαν…
Αστέρι, σε ποια χώρα του απέραντου σου ουρανού να
λαμπυρίζεις τώρα;
Η παντοδύναμη φθορά μην έσβησε το φως σου
ή μήπως είσ’ αθάνατο κι εσύ, σαν το Χριστό σου;
Δεν κατεβαίνει η λάμψη σου εδώ στα χώματα μας;
Για όλα τα άστρα αλίμονο! δεν είναι η ματιά μας…
Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να σκορπίζει το αστέρι,
όπου την κούνια του Θεού τους Μάγους έχει φέρει;>>
Σήμερα, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ζώντας σε δύσκολους
καιρούς νιώθουμε την ανάγκη να πλησιάσουμε την πηγή ζωής, το αληθινό φως
που έλαμψε στη Βηθλεέμ και να πούμε μαζί με τον ίδιο ποιητή τον Παλαμά:
<<…Ναμουν του στάβλου εν άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιξε ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!
Να δω την πρώτη του ματιά και το χαμόγελο του,
το στέμμα των ακτινών του γύρω από το μέτωπο του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι εγώ σα διαμαντάκι,
και από τη θεια του πνοή να γίνω λουλουδάκι,
και να μοσχοβολώ κι εγώ από την ευωδιά
που άναψε στα πόδια του των μάγων η λατρεία
να ιδώ την Αειπάρθενον, να ιδώ το πρόσωπο της
πως εκοκοκκίνισε, καθώς πρωτόειδε το μικρό της,
όταν λευκό, πανεύοσμο το προσωπάκι εκείνο,
της θύμισ’ έτσι άθελα του Γαβριήλ τον κρίνο…
Ναμουν του στάβλου ένα άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι.
την ώρα π’ άνοιξε ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!>>
Όμως για το μαγικό αστέρι της Βηθλεέμ έγραψε και ο Σ. Σκίπης :
Το Αστέρι αυτό, που οδήγησε τους μάγους να Σε βρούνε,
κάθε πιστός με της ψυχής τα μάτια το θωρεί,
Το Αστέρι αυτό στη φάτνη Σου κι εμένα μ ‘οδηγεί,
το Αστέρι αυτό, που οδήγησε τους μάγους να Σε βρούνε.
Ο δε Γ. Δροσίνης έδωσε μία άλλη διάσταση στο λαμπερό
χριστουγεννιάτικο άστρο. Στο ποίημά του “Νύχτα Χριστουγεννιάτικη” στο
οποίο μας μεταφέρει την ατμόσφαιρα των ταπεινών ποιμένων που αγραυλούσαν
τη μαγική εκείνη νύχτα και αξιώθηκαν να δουν το μέγα θαύμα:
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους τα άδολα βόδια.
Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ’ της ψυχής τα’ απόβαθα Χριστός γεννιέται!
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες στη γη σταλμένες.
Κι ακούοντας τα Ωσαννά απ΄ αγγέλων στόματα στον σκόρπιο αέρα
τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα με την φλογέρα.
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη -ποιος δεν το ξέρει-
των μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα λάμπει το αστέρι
Κι όποιος το βρει μες στ΄ άλλα αστέρια ανάμεσα και δεν το χάσει,
σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το μπορεί να φτάσει.
Και ο Γεράσιμος Μαρκοράς παρομοίωσε την πίστη των ανθρώπων με τα
άστρο της Βηθλεέμ και έκανε μια ευχή. Παρουσιάζουμε ένα μέρος απο το
ποίημά του :
Χαίρονται όλοι -το βλέπω- αλλ’ εσβήστη
από κρύα παγωμένη πνοή
στις ψυχές των ανθρώπων η πίστη
κ’ είναι τώρα η χαρά της τους τυφλή.
Στα σκοτάδια του κόσμου μια μέρα
πάλι εκείνη σαν άστρο ας φανεί
πού τους Μάγους οδήγησε πέρα
να λατρέψουν το ουράνιο παιδί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου