Η νομική ορολογία οφείλει να είναι ακριβής και να μην αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες και ηθελημένα κενά στις ρυθμίσεις. Αλλά αυτό, συχνά δεν συμβαίνει, και γι' αυτόν τον λόγο δημιουργούνται περιθώρια για αντιδράσεις και παρατράγουδα.
Η συμφωνία των Πρεσπών που υπογράφτηκε προσφάτως από την απελθούσα κυβέρνηση, βρήκε σε μεγάλο βαθμό τους Έλληνες [εκτός από τους ασμένως υπογράψαντες πολιτικούς υποστηρικτές της] να έχουν επιφυλάξεις, αντιρρήσεις, αντιθέσεις, ενστάσεις και έντονα επικριτική διάθεση.
Οι τελευταίοι λοιπόν, που θεωρούν
- ότι η παραχώρηση στους γείτονες, του δικαιώματος της "μακεδονικότητας" στην γλώσσα και στην καταγωγή, δεν αντιστοιχεί στην ιστορία [την πραγματικότητα] του πράγματος,
- κι ότι αυτό θέτει σε δυσμενή και ήσσονα θέση την πολιτική και διπλωματική δυνατότητα της Χώρας σχετικά με την προστασία και την προβολή των δικαιωμάτων της Μακεδονίας μας,
- και απαιτεί την παραπανίσια ανάγκη για διαρκή επιφυλακή των υπηρεσιών του Υπουργείου Εξωτερικών για κάθε -εκ μέρους των γειτόνων μας- παράβαση ή "περιγραφή" των συμφωνηθέντων,
- είναι εύλογο, λέγοντας "Σκοπιανοί" να εννοούν τους Σλάβους που πρόσφατα ονομάστηκαν μακεδόνες, και μάλιστα, με την συναίνεση της ελληνικής αριστερής κυβέρνησης.
- Εξάλλου, η συμφωνία αυτή έγινε χωρίς την θέληση του μεγαλύτερου μέρους του λαού, με φανερές κι εκτεταμένες τις αντιδράσεις του.*
Στους καιρούς μας, έχει γίνει καθεστώς, η επιστήμη να φιμώνεται όταν εγείρονται διάφορες πολιτικές επιθυμίες (και άλλες, δια της πολιτικής προβαλλόμενες), και η νομοθετική δραστηριότητα συνήθως σπεύδει να καλύπτει αυτήν την απροκάλυπτη αναίρεση της επιστήμης, από την πολιτική. [Αναμένουμε λοιπόν, να νομοθετήσουν και κατά των επιδημιών, ώστε αυτές να εξαφανισθούν ή... να εξαπλωθούν (κατά πώς θέλουν), και κατά της αντοχής των υλικών ώστε αυτά να προσαρμοσθούν αναλόγως με τις προδιαγραφές που θα ορίζονται στην νομοθεσία...]
Η νέα "νομιμότητα" θεσπίστηκε:
- α. με την συμβατική εκχώρηση της μακεδονικής ως εθνικής ταυτότητας των γειτόνων μας, ως εάν η ιστορία αποτελεί αντικείμενο σύμβασης
- και β. με την αντιεπιστημονική αναγνώριση ως μακεδονικής, της σλαβογενούς γλώσσας των γειτόνων μας, aφού απροκάλυπτα περιφρονήθηκαν και αγνοήθηκαν τα επιστημονικά πορίσματα για την γλώσσα αυτή, ως εάν η γλωσσολογία και οι συναφείς επιστήμες δεν αρκούν αφ' εαυτών για να μας καταδείξουν τις οικογένειες των γλωσσών (ανάμεσα στις οποίες και η συγκεκριμένη) και γι' αυτό έγιναν μακροχρόνιες πολιτικές ζυμώσεις ώστε τελικά, με μια σύμβαση, να καθορισθεί το ζήτημα.
Στην περίπτωση που θεωρηθεί ότι τέτοιο έννομο συμφέρον ή αγαθό αποτελεί η τήρηση των συμπεφωνημένων με την συμφωνία των Πρεσπών, τότε πρέπει να γνωρίζουμε ότι η τήρηση των συνομολογημένων με διεθνείς συμβάσεις είναι αποκλειστική ευθύνη και μέριμνα των συμβεβλημένων Πολιτειών, και δεν υφίσταται καμμία δυνατότητα για δικαστική αξίωση των πολιτών έναντι των συμπολιτών τους.
Μπορεί -εξαιτίας της υπογραφής της συμφωνίας από ελληνικής πλευράς- να χαρακτηριστεί άκομψο, ή μη πολιτικώς ορθό να λέμε -σύμφωνα με την μόδα της εποχής- το μαύρο άσπρο, επειδή έτσι θέλει να το ακούσει ο καλεσμένος μας, αλλά πώς να το κάνουμε, όταν το μαύρο είναι μαύρο, είναι δηλαδή κυριολεκτικό, ιστορικό και ακριβές;
Και μπορεί να μην αποτελεί συμπεριφορά με τακτ και (αχρείαστη και ηθικά επιλήψιμη) ανοχή στην εκδηλούμενη επιβουλή και την εθνική απληστία των γειτόνων, αλλά δεν συνιστά και έγκλημα, και πάντως δεν υφίσταται έννομο συμφέρον οιουδήποτε Έλληνα πολίτη να ζητά δικαστικώς να προστατεύονται συλλήβδην οι γείτονες, στις υφαρπαγές εθνικών μας δικαιωμάτων, όπως της ιστορικής μας ταυτότητας και του Πολιτισμού μας, και πολύ περισσότερο εδαφών της επικρατείας μας, ούτε να ζητά την δημιουργία de facto κεκτημένων σε βάρος μας, μόνο και μόνο επειδή -κάποια στιγμή- βρέθηκε το πολιτικό πεδίο αφύλακτο και ελεύθερο για εισβολή ή διεκδίκηση ή επειδή στάθηκαν ανύπαρκτες οι αντιστάσεις της ελληνικής πολιτείας.
Η λανθάνουσα συλλογιστική, ενδέχεται να στηρίζεται στην γνωστή μας "ρητορική μίσους". Η τελευταία, είναι σαφές πως θεσπίστηκε για την ενοχοποίηση των πολιτών που έχουν αντιρρήσεις στα αναδυόμενα καινοφανή πολιτικά προτάγματα, και επειδή οι εμπνευστές των προταγμάτων αυτών συναντούν αξεπέραστες -de facto- δυσκολίες για την επιβολή τους.
Η προβολή της ρητορικής μίσους, για ορισμένα μόνο πολιτικά προτάγματα, ως στοιχείου του εγκλήματος διχασμού κλπ., είναι έωλη ως επιχείρημα όχι μόνο επειδή, από μεθοδολογική σκοπιά, προωθείται αντιδημοκρατικά και με έντονο αυταρχισμό, αλλά κι επειδή, η ίδια αυτή ρητορική (μίσους και διχασμού), χρησιμοποιείται κατά κόρον ως αριστερή αντιπολιτευτική απειλή (ή εμείς ή αυτοί κλπ).
Κι επί πλέον, ακόμη κι αν κάποιος -από τον "φόβο" της τιμωρίας- σταματήσει να αντιδρά και να μιλάει, δεν θα σταματήσει να πιστεύει αυτό που δεν μπορεί ελεύθερα να διατυπώνει στον δημόσιο λόγο του. Κι αυτή, η καταναγκαστικώς επιβαλλόμενη σιωπή, θα τον υποκινήσει εν τέλει σε δυναμική αντίδραση για απελευθέρωση του φρονήματος.
Σχετικά με το θέμα, η δημοσιογραφική χρήση των όρων Αγκυρα, όταν θέλουμε να πούμε Τουρκία, Αθήνα για Ελλάδα, κλπ. δεν έχει μέχρι σήμερα εγείρει παρόμοιες δικαστικές αντεγκλήσεις. Μήπως η ευαισθησία του διώκτη, στην περίπτωσή μας, είναι υπερβολική;
Ή μήπως να ιδρυθεί και στις μέρες μας κι ένα γκουλάγκ για τον έλεγχο και την συμμόρφωση των αντιφρονούντων στις αριστερές κυβερνητικές πολιτικές και προτιμήσεις;
Σημείωση:
[Για τις αντιδράσεις μας αυτές, ο πρώην πρωθυπουργός, ευρισκόμενος στο εξωτερικό, ανέφερε πως πρόκειται για αντιδράσεις ηλιθίων και καθυστερημένων, φασιστών ή κάτι τέτοιο.
Αντίστοιχο με εκείνο του ΓΑΠ, περί διεφθαρμένων Ελλήνων!
Πραγματικοί ηγέτες! Ηγέτες ηλιθίων και διεφθαρμένων! ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου