Τρίτη 23 Απριλίου 2019

Η Αγία και Μεγάλη Τρίτη

Κατά την Μεγάλη Τρίτη γίνεται αναφορά στην παραβολή των δέκα παρθένων  και η Εκκλησία μας, μας καλεί όχι μονάχα να ετοιμαστούμε ψυχικά για να υποδεχθούμε, κρατώντας τις λαμπάδες των αρετών μας, τον ουράνιον Νυμφίο [που θά ΄ρθει ξαφνικά κι απροειδοποίητα στον καθένα μας], αλλά και  να καλλιεργήσουμε όλα τα χαρίσματα που μας έδωσε ο Θεός.

 Και τούτο έτσι αποτυπώνεται στην υμνωδία της ημέρας:

Τὴν ὥραν ψυχή, τοῦ τέλους ἐννοήσασα, 
καὶ τὴν ἐκκοπήν, τῆς συκῆς δειλιάσασα, 
τὸ δοθέν σοι τάλαντον, φιλοπόνως ἔργασαι ταλαίπωρε, 
γρηγοροῦσα καὶ κράζουσα· 
Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ.

Τὸν Νυμφίον ἀδελφοὶ ἀγαπήσωμεν, 
τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν εὐτρεπίσωμεν, 
ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμποντες καὶ πίστει ὀρθῇ,
ἵνα ὡς αἱ φρόνιμοι, τοῦ Κυρίου παρθένοι, 
ἕτοιμοι εἰσέλθωμεν, σὺν αὐτῷ εἰς τοὺς γάμους· 
ὁ γὰρ Νυμφίος 
δῶρον, ὡς Θεός, πᾶσι παρέχει τὸν ἄφθαρτον στέφανον.

Βουλευτήριον Σωτήρ, 
παρανομίας κατὰ σοῦ, Ἱερεῖς καὶ Γραμματεῖς, 
φθόνῳ ἀθροίσαντες δεινῶς, 
εἰς προδοσίαν ἐκίνησαν τὸν Ἰούδαν·
ὅθεν ἀναιδῶς, ἐξεπορεύετο, 
ἐλάλει κατὰ σοῦ, τοῖς παρανόμοις λαοῖς. 
Τί μοι φησὶ παρέχετε, κᾀγὼ ὑμῖν αὐτὸν παραδώσω εἰς χεῖρας ὑμῶν; 
Τῆς κατακρίσεως τούτου ῥῦσαι, Κύριε τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ὁ Ἰούδας τῇ γνώμῃ φιλαργυρεῖ, 
κατὰ τοῦ Διδασκάλου ὁ δυσμενής, κινεῖται, βουλεύεται, 
μελετᾷ τὴν παράδοσιν, 
τοῦ φωτὸς ἐκπίπτει, 
τὸ σκότος δεχόμενος,
 συμφωνεῖ τὴν πρᾶσιν, 
πωλεῖ τὸν ἀτίμητον· 
ὅθεν καὶ ἀγχόνην, ἀμοιβὴν ὧν περ ἔδρα, 
εὑρίσκει ὁ ἄθλιος, καὶ ἐπώδυνον θάνατον. 
Τῆς αὐτοῦ ἡμᾶς λύτρωσαι, μερίδος Χριστὲ ὁ Θεός, 
τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρούμενος, 
τοῖς ἑορτάζουσι πόθω, τὸ ἄχραντον Πάθος σου.

Τὶ ῥαθυμεῖς ἀθλία ψυχή μου; 
τί φαντάζῃ ἀκαίρως μερίμνας ἀφελεῖς; 
τί ἀσχολεῖς πρὸς τὰ ῥέοντα; 
ἐσχάτη ὥρα ἐστὶν ἀπ΄ ἄρτι, 
καὶ χωρίζεσθαι μέλλομεν τῶν ἐνταῦθα, 
ἕως καιρὸν κεκτημένη, ἀνάνηψον κράζουσα· 
Ἡμάρτηκά σοι Σωτήρ μου, 
μὴ ἐκκόψῃς με, ὥσπερ τὴν ἄκαρπον συκῆν, 
ἀλλ' ὡς εὔσπλαγχνος Χριστέ, 
κατοικτείρησον, φόβῳ κραυγάζουσαν· 
Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ.

Με αποκορύφωμα το ποίημα της υμνωδού Κασσιανής, όπως το απέδωσε στην καθομιλουμένη ο αείμνηστος Φώτης Κόντογλου (δείτε εδώ: http://www.saint.gr/5/texts.aspx):

Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσουςΤων αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος




Κι εδώ, μια απαράμιλλη, ποιητικά, απόδοση, από τον Κωστή Παλαμά:

Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα Κύριε, πως η θεότης Σου μιλά,
μέσ’ στην καρδιά μου!

Κύριε, προτού σε κρύψ’ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
σου φέρνω μύρα.

Οίστρος με σέρνει ακολασίας ... Νυχτιά
σκοτάδι, αφέγγαρο, ανάστερο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά
με καίει, με λιώνει.

Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.

Γείρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πως πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.

Στ’ άχραντά Σου πόδια, βασιλιά
μου Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.

Τ’ άκουσεν η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε ... Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.

Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός
τ’ αξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύσει;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
Άβυσσο η κρίση.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου