Μέρες που είναι κι ανοίγουν τα σχολεία, επίκαιρο βρίσκω το άρθο του δασκάλου Δ. Νατσιού, όπου επισημαίνει πως η γλώσσα μας μεθοδευμένα φτωχαίνει, πράγμα που οδηγεί και την σκέψη μας σε αδιέξοδο.
Κι αυτό έχει ως συνέπεια, η ζωή μας να καταβαραθρώνεται, επειδή, μη σκεπτόμενοι, συμβαίνει
- να αδυνατούμε να αμυνθούμε αιφνιδιαζόμενοι και παραλύοντες από τις πολύπλευρες επιθέσεις που δεχόμαστε (συμφερόντων, ηθών, αρπαγής οικονομικών πόρων, παράδοσης, διεκδίκησης εδαφών, ιδιοποίηση ιστορίας),
- να αδυνατούμε να διαπραγματευθούμε με τους υποβλέποντες την ουσία και το νόημα της ζωής μας (εταίρους, δανειστές, πολιτικούς, χρηματιστές, τραπεζίτες), αλλά, το χειρότερο είναι, πως
- αδυνατούμε και να προσφύγουμε στην λογική και τις δυνάμεις μας, για να αντιμετωπίσουμε τις επιθέσεις των εχθρών μας και για να οργανώσουμε την προστασία μας, με συνέπεια
- να εξανδραποδιζόμαστε, από ασκεψία, από αμέλεια και αμεριμνησία ή από ευήθεια!
Στό άρθρο του, γράφει ο ακούραστος και άγρυπνος δάσκαλος, για τον παλιμπαιδισμό και την αλεξία (την πενία στην διατύπωση του λόγου, στην έκφραση και, συνεπώς, στην σκέψη), που καλλιεργείται έξυπνα, μεθοδευμένα και καταλυτικά. Ανάμεσα σε πολλά, γράφει ο Δάσκαλος:
"Γιατί να μας ενδιαφέρουν οι επόμενες γενιές; Τι έκαναν ποτέ αυτές για μας;" Γ. Μαξ (κωμικός)
(...) "Το ρήμα είναι το βασικό μέρος του λόγου. Άλλωστε και η λέξη «ρήμα» σημαίνει λόγος. ( « ...παν ρήμα αργόν ο εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι» διαβάζουμε στα κατά Ματθαίον,12, 36). Γι’ αυτό και η αποπτώχευση του λεξιλογίου έχει αρχίσει από τα ρήματα. Υπάρχει μάλιστα κι ένα ρήμα, ρήμα –τσίχλα θα το ονομάζαμε, το συχνόχρηστο «κάνω». Πάρα πολλές λέξεις –σημασίες της ελληνικής έχουν υποκατασταθεί στην χρήση τους από το ρήμα «κάνω».
Να σημειώσω , σκωπτικώς και περιπαικτικώς, ότι το ρήμα «κάνω» το έχει μέσα του ο άνθρωπος εκ γενετής τρόπον τινά (κάνει μαμ και νάνι). Προφανώς ο λαός μας με την χρήση του «κάνω» επιστρέφει στις «ρίζες του, στην νηπιακή ηλικία και σκέψη, ένα είδος παλιμπαιδισμού.
[Αυτό επιμαρτυρείται και από τις πολιτικές του επιλογές. Ψηφίζει πρωθυπουργό νεανία κομμουνιστή-κουμμουνισμός, ίσον, ένας άταφος νεκρός, τυμπανιαίας αποφοράς, που κανείς στην Ελλάδα δεν τολμάει να θάψει ελπίζοντας ίσως στο θαύμα την νεκροφάνειας, κατά τον Γ. Καλλιόρη. Βεβαίως, πλην της αγραβάτωτης εμφάνισης, (....) τα άδεια στομάχια και άντερα ανήκουν σ’ όλους τους χώρους].
Επανερχόμεθα στο ρήμα «κάνω» και τα ...καμώματά του. Καταγράφω κάποιες περιπτώσεις. (Το αντικατασταθέν ρήμα σημειώνεται εντός παρενθέσεως).
Έκανε (πραγματοποίησε) δρομολόγια
Κάνει (εκτελεί) ανασκαφές
Έκανε (υπέβαλε) μήνυση
Έκανε (προέβη σε) δηλώσεις
Έκανε (συγκρότησε) επιτροπή
Έκανε (κατήρτισε) πρόγραμμα
Έκανε (διετέλεσε) υπουργός
Κάνει (υπηρετεί) την θητεία του
Έκαναν (προέβαλαν) άμυνα
Κάνει (φοιτά σε) φροντιστήριο
Έκανε (υπεβλήθη σε) εγχείριση
Έκανε (προξένησε) ζημιές
Κάνει (παριστά) τον τρελό
Έκανε (ενήργησε) επιθεώρηση
Έκανε (διεξήγαγε) διαπραγματεύσεις
Έκανε (διέπραξε) έγκλημα
Έκανε (άσκησε) προσφυγή
Έκαναν (κήρυξαν) απεργία
Έκανε (συγκάλεσε) σύσκεψη
Κάνει (διδάσκεται) αγγλικά
Κάνει (παραδίδει) γαλλικά
Έκανε (πέτυχε) παγκόσμιο ρεκόρ
Έκανε (οργάνωσε) εκδήλωση
Έκανε (έχτισε) σπίτι
Έκανε (εμφάνισε) ρυτίδες.
Και ένα τελευταίο:
Έκανε (κορόιδεψε τον λαό) διάγγελμα στην Ιθάκη.
Ο κατάλογος είναι ενδεικτικός και μπορεί ο καθείς να επισυνάψει, «να κάνει» τις προσθέσεις του και όσα «κατά διάνοιαν έχει».
Όπως έγραψε σε κείμενό του, το 1985, ο Γ. Μπαμπινιώτης: «Χρειάζεται αλήθεια, να σημειώσουμε πως η λεξιλογική αυτή ισοπέδωση είναι, κατά κανόνα, μεταφορά στην γλώσσα μας των πολυεθνικών λέξεων do και faire, που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική μέσα από άθλιες ως πρόχειρες κακοπληρωμένες μεταφράσεις, από ξενικές μιμήσεις και πονηρές διαφημίσεις». («Δημόσιος διάλογος για την γλώσσα», συλλογικός τόμος, εκδ. ΔΟΜΟΣ, σελ. 27).
Και ας προσέξουμε, αυτό το «θαυματουργό» ρήμα «κάνω», δεν καταργεί μόνο τα εντός παρενθέσεως ρήματα των ανωτέρων παραδειγμάτων, αλλά και εκείνα των οποίων παράγωγο είναι το αντικείμενο.
Έτσι με τα «κάνω άμυνα», «κάνω διαπραγματεύσεις», «κάνω προσφυγή» κλπ, δεν καταργούνται μόνο τα ρήματα, προβάλλω, διεξάγω, ασκώ αλλά και το αμύνομαι, διαπραγματεύομαι, προσφεύγω.
Αν νομίζουν κάποιοι, ότι αυτά είναι ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ...υπερβολικά, τους παραπέμπω στον Όργουελ, στην περιγραφή της μελλοντικής γλώσσας της «Νέας Ομιλίας», από το 1948 ακόμη (Άλλαξε την σειρά των αριθμών 4 και 8 και ονόμασε το έργο του «1984»).
«Στον αυτοματισμό και την αχρήστευση της σκέψης, βοηθούσε και το γεγονός, ότι υπήρχε πολύ μικρή εκλογή στις λέξεις. Το λεξιλόγιο της "Νέας Ομιλίας" σε σύγκριση με το δικό μας, ήταν πολύ μικρό, και αναζητούσαν διαρκώς καινούργιους τρόπους να το λιγοστεύσουν πιο πολύ. Η "Νέα Ομιλία" διέφερε πραγματικά από όλες τις άλλες γλώσσες σε τούτο: Κάθε χρόνο γινόταν πιο φτωχή αντί να εμπλουτίζεται. Κάθε αφαίρεση που της έκαναν, ήταν κέρδος, γιατί όσο λιγότερη ευχέρεια έχει κανείς να διαλέγει ανάμεσα σε λέξεις , τόσο μικρότερος είναι ο πειρασμός να σκεφθεί. Έλπιζαν να δημιουργήσουν τελικά μία ομιλία που θα έβγαινε από το λαρύγγι χωρίς καμμιά συμμετοχή του εγκεφάλου». (μεταφρ. Ν. Μπάρτης, εκδ. Κάκτος, 1978, σελ. 305-6)...".Πηγή
Γι' αυτά μιλούσε κι ο Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μωριά, "Προς τους Νέους" το 1838, και γι' άλλα πολλά και παρόμοια (δείτε όλον τον λόγο του εδώ), γιατί πέρα από τους μικρούς μαθητές, την ίδια ανάγκη -πλουτισμού των εκφραστικών, των στοχαστικών και γνωστικών τους μέσων- έχουνε και οι φοιτητές των πανεπιστημίων μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου