Ετούτο το άρθρο με συγκίνησε, γιατί από τα νιάτα μου ένιωθα να με συναρπάζει η ενασχόληση με την αναζήτηση των θεμελίων των διαφόρων γλωσσών και των κόσμων που τις λαλούσανε.
Ακόμη από τότε που τα λίγα αγγλικά μου δεν με φτάνανε για να μελετήσω βιβλία που οι τίτλοι τους με παρακινούσαν να μπώ στον προβληματισμό των συγγραφέων. Ο Κλώντ Λεβί-Στρώς, με την "άγρια σκέψη" του, είναι στην βιβλιοθήκη μου από τότε, φυλλομετρημένο άπειρες φορές, και μισοτελιωμένο, άλλες τόσες. Τα χρόνια περάσανε, με την πολυδιάσπαση από τις διάφορες φάσεις της ζωής (επάγγελμα, μητρότητα, απώλειες προσφιλών και άλλα βασανιστικά συμβάντα του βίου), μα η συγκίνησή μου για τα θέματα αυτά, δεν μειώθηκε καθόλου. Ίσα-ίσα, βλέποντας σήμερα, με άλλη εμπειρία κι από άλλη σκοπιά τα θέματα αυτά, η σημερινή (αν και ευκαιριακή) προσέγγιση είναι πιο δυναμική, κι οι καρποί δικαιώνουν την αναζήτηση.
Όταν συνάντησα ετούτο το άρθρο, κι άρχισα να το μελετώ, αποφάσισα να σας το προσφέρω, γιατί συμβάλλει στο να ξεδιαλυθούν πολλά μυστήρια πράγματα που συμβαίνουν στις μέρες μας, και δυναμιτίζει πολλά από τα παγιωμένα και από τα νεωτερικά ψεύδη, που χρησιμοποιούνται για λόγους χειραγώγησης και εκμετάλλευσης.
Ο συγγραφέας του άρθρου, ο καθηγητής κ. Νίκος Τσούλιας, αξίζει τα ευχαριστήριά μου και την ευγνωμοσύνη μου, γιατί με την μελέτη του, δίνει πολλά περισσότερα από όσα θα έδινε η ανάγνωση ενός -έστω και ιδιαιτέρως- σημαντικού βιβλίου του Κλώντ Λεβί-Στρώς. Αντιγράφω λοιπόν, όσα γράφει ο κ. Τσούλιας:
Ακόμη από τότε που τα λίγα αγγλικά μου δεν με φτάνανε για να μελετήσω βιβλία που οι τίτλοι τους με παρακινούσαν να μπώ στον προβληματισμό των συγγραφέων. Ο Κλώντ Λεβί-Στρώς, με την "άγρια σκέψη" του, είναι στην βιβλιοθήκη μου από τότε, φυλλομετρημένο άπειρες φορές, και μισοτελιωμένο, άλλες τόσες. Τα χρόνια περάσανε, με την πολυδιάσπαση από τις διάφορες φάσεις της ζωής (επάγγελμα, μητρότητα, απώλειες προσφιλών και άλλα βασανιστικά συμβάντα του βίου), μα η συγκίνησή μου για τα θέματα αυτά, δεν μειώθηκε καθόλου. Ίσα-ίσα, βλέποντας σήμερα, με άλλη εμπειρία κι από άλλη σκοπιά τα θέματα αυτά, η σημερινή (αν και ευκαιριακή) προσέγγιση είναι πιο δυναμική, κι οι καρποί δικαιώνουν την αναζήτηση.
Όταν συνάντησα ετούτο το άρθρο, κι άρχισα να το μελετώ, αποφάσισα να σας το προσφέρω, γιατί συμβάλλει στο να ξεδιαλυθούν πολλά μυστήρια πράγματα που συμβαίνουν στις μέρες μας, και δυναμιτίζει πολλά από τα παγιωμένα και από τα νεωτερικά ψεύδη, που χρησιμοποιούνται για λόγους χειραγώγησης και εκμετάλλευσης.
Ο συγγραφέας του άρθρου, ο καθηγητής κ. Νίκος Τσούλιας, αξίζει τα ευχαριστήριά μου και την ευγνωμοσύνη μου, γιατί με την μελέτη του, δίνει πολλά περισσότερα από όσα θα έδινε η ανάγνωση ενός -έστω και ιδιαιτέρως- σημαντικού βιβλίου του Κλώντ Λεβί-Στρώς. Αντιγράφω λοιπόν, όσα γράφει ο κ. Τσούλιας:
Κλωντ Λεβί – Στρος: Μια αιρετική φωνή του πολιτισμού μας
Μπορούμε να δούμε έξω από ό,τι μας περιβάλλει και μας
εμπεριέχει; Μπορούμε να έχουμε βαθιά επίγνωση μιας ξένης κουλτούρας
αφήνοντας ανέγγιχτα τα δικά μας στερεότυπα; Μπορεί να είναι ο δυτικός
πολιτισμός καθοδηγητής του ανθρώπινου πνεύματος σε συνθήκες
παγκοσμιοποίησης; Είναι δυνατή η γνώση του συνολικού φαινομένου της ζωής
μέσω μιας ανθρωποκεντρικής αντίληψης; Είναι δυνατή η ανάπτυξη ενός
πολιτισμού των πολιτισμών;
Πρόκειται για ερωτήματα που τίθενται επιτακτικά μέσω
του έργου του Κλωντ Λεβί – Στρος (Κ. Λ.-Σ.) και, κατά τη γνώμη μου,
προάγουν τη σκέψη μας για να αναθεωρήσουμε εδραιωμένες και ταυτόχρονα
έωλες βεβαιότητες, για να αναστοχαστούμε επί κοσμοθεωρήσεων που μας
περιορίζουν και μας απομακρύνουν από μια κουλτούρα ανοιχτών οριζόντων.
Βασικό στοιχείο
στην επιστήμη είναι η ανάπτυξη μιας αντίληψης με ανοικτό κριτικό πνεύμα
που θα δίνει τη δυνατότητα στην ανθρώπινη σκέψη να αναθεωρεί διαρκώς τις
κατακτημένες γνώσεις αλλά και τα παγιωμένα επιστημονικά «παραδείγματα».
Ακριβώς αυτό υπηρετεί μεθοδολογικά η «αιρετική» σκέψη του Κ. Λ.-Σ., γιατί «η πλέον ριζική αμφιβολία είναι η μητέρα της γνώσης»[1].
Αλλάζει τη ματιά μας για τους πολιτισμούς και τον κόσμο, μελετώντας τη
συμπεριφορά ινδιάνικων φυλών της Βραζιλίας και συλλέγοντας ένα πλούσιο
εθνογραφικό υλικό, συνδεσμώνει τον μαρξισμό και το στρουκτουραλισμό για
να ερμηνεύσει μέσω των δομών των μύθων απρόσιτες περιοχές της ανθρώπινης
νόησης, ανασύρει τη μυθολογία από τις σκιές, τη συνδέει με την
ανθρωπολογία και την τέχνη και αυτή η συναίρεση οδηγεί σε μια ανθοφορία
της γνώσης, ανατρέπει σύγχρονους μύθους για πολιτισμικές διαβαθμίσεις
που υπηρετούν ιδεολογικές και πολιτικές σκοπιμότητες, «ασκεί κριτική στη
θεωρία του εξελικτισμού που τοποθετεί τo Δυτικό κόσμο στην κορυφή και
τους άλλους στην υπανάπτυξη και είναι από τους πρώτους που προωθούν την
ιδέα της ετερογένειας των πολιτισμών»[2].
Σήμερα, διαπιστώνουμε ότι αυτή η ετερογένεια είναι
απαραίτητη για την ανθρωπογνωσία μας. Ο ίδιος διατηρούσε πάντα μια
νοοτροπία ταπεινότητας – συστατικό στοιχείο κάθε κριτικής και
δημιουργικής σκέψης – τονίζοντας ότι «ο τρόπος που βλέπω τον εαυτό μου
είναι ένας αρχαιολόγος του σύμπαντος, που
προσπαθεί μάταια να αποκαταστήσει το εξωτικό με τη χρήση σωματιδίων και
θραυσμάτων». Με αυτά τα θραύσματα των πολιτισμικών διαφορετικοτήτων θα
ανατρέψει παγιωμένες λανθασμένες αντιλήψεις.
Ο Ε. Μορέν συναινεί ενισχύοντας αυτή την αντίληψη:
«Θεωρώ πως η μεγάλη ευρωπαϊκή οικουμενικότητα είναι αυτοκριτική, είναι η
οικουμενικότητα του Μontaigne (διάδοχός του είναι ο Κ. Λ.-Σ.), ο οποίος
έδειξε ότι οι πραγματικοί βάρβαροι ήταν οι κονκισταδόρες και όχι οι
κανίβαλοι Ινδιάνοι. Η πραγματική οικουμενικότητα είναι εκείνη που
σέβεται τις διαφορές: ο θησαυρός της είναι οι διαφορές, αλλά ο θησαυρός
των διαφορών είναι η ενότητα. Κι αυτό συχνά το ξεχνάμε. Όταν εφορμάμε
στις ιδιαιτερότητες, ξεχνάμε το οικουμενικό. Κι όταν ξεχνάμε τις
ιδιαιτερότητες, μένουμε στο αφηρημένο. Η κυρίαρχη σκέψη δεν μπορεί να
συλλάβει τη σχέση ανάμεσα στην ενότητα και τη διαφορετικότητα»[3].
Η ανάπτυξη της θεώρησης του «πολιτισμικού
σχετικισμού» και η απόρριψη του φυλετικού ντετερμινισμού τεκμηριώνουν
την ενότητα των ανθρώπινων πολιτισμών, αφού «η απεριόριστη ποικιλομορφία
είναι κανονικό και μη αναγώγιμο γνώρισμα των ανθρώπινων κοινωνιών, μη
επιδεχόμενη τελική υπαγωγή σε κανένα πάγιο εξελικτικό σχήμα»[4].
Με βάση τη φυσική ανθρωπολογία, ο Κ. Λ.-Σ. «αποδομεί οιαδήποτε έννοια
καθαρότητας των φυλετικών τύπων σε πρώτο βήμα, ενώ εν συνεχεία
τεκμηριώνει την ασυνέχεια ανάμεσα στον σωματότυπο ή την κληρονομικότητα
και τη μορφή του πολιτισμού»[5].
Η εξήγηση είναι απλή: οιαδήποτε συσχέτιση μεταξύ
φυλής και πολιτισμού είναι ασαφής, ενώ η ίδια η έννοια της «φυλής» είναι
βιολογικά ασύστατη, αφού η φυλή δεν αποτελεί μια βιολογική μονάδα[6],
στοιχείο που επιβεβαιώνεται από τις πρόσφατες εξελίξεις στη γενετική.
Και όχι μόνο αυτό, αντί να αναρωτηθούμε αν ο πολιτισμός εξαρτάται ή όχι
από τη φυλή, ανακαλύπτουμε ότι «η φυλή αποτελεί παράγοντα, μεταξύ άλλων,
του πολιτισμού»[7],
αφού «στα εκατομμύρια χρόνια που προηγήθηκαν, οι πρόγονοί μας
διαμορφώθηκαν από τη βιολογική και την πολιτισμική εξέλιξη οι οποίες
πορεύονταν μαζί»[8].
Η νεωτερικότητα – παρά το γεγονός ότι επικυριαρχείται
από τον ορθολογισμό και από διαφωτιστικά ρεύματα, που ανέτρεψαν
σκοταδιστικούς ανορθολογισμούς -, έχει αρχίσει να αποκτά κρούστες
χειραγώγησης του ανθρώπινου πνεύματος. Και είναι αυτό το στοιχείο που
ωθεί τον Κ. Λ.-Σ. να εναντιωθεί: «Αν έχω εξεγερθεί ενάντια σε κάτι, και
αισθάνομαι βαθιά μέσα μου ότι είναι βλαβερό, είναι αυτό το είδος άκριτου
ανθρωπισμού που απορρέει αφενός από την ιουδαιοχριστιανική παράδοση και
αφετέρου από την Αναγέννηση και τον καρτεσιανισμό, ενός ουμανισμού που
θεωρεί ότι ο άνθρωπος είναι απόλυτος κύριος της δημιουργίας». Ο άκριτος
καθολικός βιολογικός αναγωγισμός οδηγεί σε μια συγκρότηση
αντι-επιστημονικών απόψεων αναφερόμενων στην ανθρωπογνωσία και στην
κοινωνιολογία.
Όμως, η έννοια της βιολογικής εξέλιξης αντιστοιχεί σε
μια υπόθεση που διαθέτει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά πιθανότητας που
παρατηρούνται στο χώρο των φυσικών επιστημών, ενώ η έννοια της
κοινωνικής ή πολιτισμικής εξέλιξης παρέχει το πολύ μια ελκυστική αλλά
επικίνδυνα βολική μέθοδο παρουσίας των γεγονότων[9]
και εδώ η ροή των πραγμάτων είναι σύμφωνη με τη θεώρηση του Κ. Λ.-Σ.
Στις απαρχές της ανθρωπότητας, η βιολογική εξέλιξη μπορεί να επέλεξε
προπολιτισμικά χαρακτηριστικά, όπως την όρθια στάση, τη δεξιότητα των
χεριών, την κοινωνικότητα, τη συμβολική σκέψη, την ικανότητα άρθρωσης
και επικοινωνίας, αλλά από τη στιγμή που εμφανίζεται ο πολιτισμός, αυτός
πλέον παγιώνει τα γνωρίσματα και τα προάγει[10].
Όταν έχουμε μια ποιοτική ανέλιξη της οργάνωσης της ύλης (άβιας και
έμβιας), αναδύονται νέες δομές και λειτουργίες, προκύπτουν ξεχωριστές
ιδιότητες αρκετά διαφορετικές από εκείνες των προηγούμενων σταδίων.
Ο πολιτισμός, κατά τον Α. Kroeber, αποτελεί μια
ιδιαίτερη τάξη που διακρίνεται από τη ζωή, όπως η ζωή διακρίνεται από
την άψυχη ύλη και καθεμιά από αυτές τις τρεις τάξεις προϋποθέτει την
προηγούμενή της, αλλά το πέρασμα από την μια στην άλλη χαρακτηρίζεται
από μια σημαντική ασυνέχεια[11].
Η οποιαδήποτε παράβλεψη αυτού του «μεθοδολογικού εργαλείου» της
ασυνέχειας οδηγεί σε παραπλανήσεις και σε προκαταλήψεις (περίσσεψαν στην
περίπτωση εναντίον του Δαρβίνου). Άλλωστε, «ο κοινωνικός εξελικτισμός,
προγενέστερος του βιολογικού εξελικτισμού, αποτελεί πολύ συχνά την
ψευδο-επιστημονική επικάλυψη ενός παλιού φιλοσοφικού προβλήματος, για το
οποίο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η παρατήρηση και η επαγωγή θα
μπορέσουν να δώσουν κάποτε τη λύση»[12],
ενώ συχνά «κάποιοι μιλούν για την ιστορία του ανθρώπινου είδους, αλλά
ό,τι αυτοί εννοούν, και ό,τι έχουν μάθει ως προς αυτό, είναι η ιστορία
της πολιτικής δύναμης»[13].
Ο Κ. Λ.-Σ. επισημαίνει, πολύ ορθά, στη μεθοδολογία της έρευνας, ότι ο παρατηρητής τροποποιεί το αντικείμενο της παρατήρησης[14],
άποψη που είναι πλέον κρατούσα στην κβαντομηχανική και τροποποιεί
ευρύτερα τον τρόπο της επιστημονικής αναζήτησης με μια νέα ματιά στις
σχέσεις υποκειμενικότητας – αντικειμενικότητας, όπως στην Τέχνη, στην
οποία «το υποκειμενικό και το αντικειμενικό κίνητρο συνδέονται
αξεχώριστα, παίρνοντας το ένα τη μορφή του άλλου»[15].
Αλλά η επιστημονική στρέβλωση συχνά προκαλείται για να χρησιμοποιηθούν
πολιτικές επιλογές ή για να αποσιωπηθούν πράξεις βαρβαρότητας.
Ο Κ. Λ.-Σ. αποκαθηλώνει αυτή την υποκρισία: «Έχω την
αίσθηση ότι όλες οι τραγωδίες που έχουμε ζήσει, πρώτα με την
αποικιοκρατία, ύστερα με τον φασισμό και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, δεν
βρίσκονται σε αντίθεση ή αντίφαση με τον υποτιθέμενο ανθρωπισμό που
ασκούμε εδώ και αιώνες, αλλά σχεδόν αποτελούν τη φυσική του προέκταση.
Κι αυτό, επειδή ο άνθρωπος χάραξε με μια κίνηση τα όρια των δικαιωμάτων
ανάμεσα στον ίδιο και τα άλλα όντα, και στη συνέχεια αναθεώρησε αυτά τα
όρια στο εσωτερικό του ανθρωπίνου είδους, διαχωρίζοντας ορισμένες
κατηγορίες που θεωρούνταν πραγματικά ανθρώπινες από άλλες. Οι τελευταίες
υποβαθμίστηκαν έτσι με βάση το ίδιο μοντέλο που είχε χρησιμεύσει για να
διαχωριστούν τα ανθρώπινα από τα μη ανθρώπινα όντα. Πρόκειται για ένα
πραγματικό προπατορικό αμάρτημα που σπρώχνει την ανθρωπότητα προς την
αυτοκαταστροφή»[16].
Εδώ προκύπτουν θεμελιακά ερωτήματα: Μπορεί να κάνει
ένας πολιτισμός αυτοκριτική; Μπορεί να αναγνωρίσει καταστροφικές
λειτουργίες του και στη συνέχεια να τις ακυρώσει; Ο δυτικός πολιτισμός
αντί να ενσωματώσει στην κουλτούρα του τις βαθιές τομές στην
επιστημονική σκέψη που επέφεραν μεγάλοι στοχαστές του (Δαρβίνος, Φρόυντ,
Αϊνστάιν, Κ. Λ.-Σ.) και να γίνει πιο ταπεινός, παρακάμπτει την
«πραγματικότητα» για να υπηρετήσει την επικυριαρχία του και τη λεηλασία
του επί της φύσης και της κοινωνίας.
Ο Κ. Λ.-Σ. είναι οξύς: «Είναι αδύνατον για έναν
εθνολόγο να αγνοήσει τη συστηματική και τερατώδη καταστροφή που έχουμε
προκαλέσει οι Δυτικοί, εδώ και αιώνες, σε πολιτισμούς διαφορετικούς από
τον δικό μας. Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε αυτή την καταστροφή
ανθρώπινων κοινωνιών από την καταστροφή που θύματά της είναι σήμερα
ζωικά και φυτικά είδη, και όλα αυτά στο όνομα ενός ουμανισμού που
τοποθέτησε τον άνθρωπο στη θέση του βασιλιά και αφέντη του κόσμου. Ο
ορισμός που έδωσε στον άνθρωπο ο κλασικός ουμανισμός είναι πολύ στενός,
τον παρουσιάζει μόνο ως σκεπτόμενο ον αντί να τον θεωρήσει ένα ζωντανό
πλάσμα, και το αποτέλεσμα είναι ότι το σύνορο που τοποθετήσαμε ανάμεσα
στην ανθρωπότητα και την υπόλοιπη δημιουργία να βρίσκεται πολύ κοντά
στον άνθρωπο, ο οποίος έτσι γίνεται ευάλωτος στην καταστροφή».
Η διερεύνηση της «άγριας» σκέψης – που αντιλαμβάνεται
τον κόσμο εμπειρικά και έχει κυκλική πορεία – είναι για τον Κ. Λ.-Σ.
ερμηνευτικό στοιχείο για την κατανόηση της ανθρώπινης νόησης. «Η δίψα
για αντικειμενική γνώση», έγραψε, «είναι μια από τις πιο παραμελημένες
όψεις της σκέψης των λαών που αποκαλούμε πρωτόγονους» και μέσω αυτού του
τρόπου σκέψης αναδύεται η διαφορετικότητα σε άλλους πολιτισμούς και
μέσω της αλληλεξάρτησης των πολιτισμικών ταυτοτήτων επάγεται η ενότητα
του ανθρώπινου είδους». Αυτή είναι η παρακαταθήκη του, όπως εύστοχα την
καταγράφει η πνευματική του διάδοχος Φ. Εριτιέ: «Είμαστε όλοι
διαφορετικοί, ναι, αλλά μπορούμε να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας, γιατί οι
πνευματικές μας δομές λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο»[17].
Ο μύθος δεν αξιολογείται ως πρότερο στάδιο του Λόγου,
επανασχηματίζεται μέσω του Λόγου ως συστατικό του στοιχείο, ως η κοινή
μήτρα ανάδυσης της ανθρώπινης συνείδησης. Υπήρξε βασικό στοιχείο της
κοσμολογίας όλων των λαών και των «πολιτισμένων» (Αιγυπτίων, Ελλήνων,
Ρωμαίων, Ινδών), είναι, κατά τον Κ. Λ.-Σ., μια «παγκόσμια δομή σκέψης»,
ένα αρχέτυπο, μια βασική πηγή σύλληψης του κόσμου. Η μυθική σκέψη – με
αυτό τον μετασχηματισμό της – απελευθερώνει την ανθρώπινη νόηση, της
δίνει νέα ανατρεπτικά εργαλεία για τον επαναπροσδιορισμό του ανθρώπου
στη φύση, «διαφέρει από μια απλή διήγηση, καθώς συνοδεύεται από
τελετουργία, σε συγκεκριμένες στιγμές- είναι ιεροπραξία»[18].
Βρίσκει το υφάδι της γλώσσας που απελευθέρωσε τον άνθρωπο από τη ζωώδη
κατάσταση και τον εισήγαγε στον πολιτισμό, βρίσκει την απαρχή στο υφάδι
που «εδώ και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια μια ψελλίζουσα ανθρωπότητα
συνέλαβε και εξέφρασε τους πρώτους της μύθους»[19].
Με βάση τη θεώρηση του Κ. Λ.-Σ. αναζητούμε την ενιαία
ρίζα του ανθρώπου, «την κοινή ουσία του ανθρώπου, που βρίσκεται κάτω
από την ατελείωτη ποικιλία χιλιάδων εφήμερων ανθρώπινων κόσμων», γιατί
«αν προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τις απαρχές των διαφορών ανάμεσα στις
φυλές, καταδικάζουμε τον εαυτό μας σε άγνοια, οπότε η διαμάχη δεν αφορά
πλέον στην ποικιλομορφία των φυλών, αλλά στην ποικιλομορφία των
πολιτισμών»[20]
και «η αληθινή συνεισφορά των πολιτισμών δεν συνίσταται στον κατάλογο
των ιδιαίτερων εφευρέσεών τους, αλλά στη διαφοροποιητική απόκλιση που
προσφέρουν ο ένας στον άλλο»[21].
Η απομυθοποίηση του κόσμου από τον άνθρωπο
συνοδεύεται με την ανάπτυξη της αφαιρετικής σκέψης και της συμβολικής
αναπαράστασης, ενώ «ο μύθος ενεργεί πάνω στον ψυχισμό του πρωτόγονου
ανθρώπου όπως η μουσική στον ψυχισμό του πολιτισμένου, δηλαδή η
μυθολογία και η μουσική είναι μέρη του ίδιου συμβολικού κόσμου και το
κλειδί για αυτή τη σχοινοτενή θεώρηση του συμβολικού είναι για τον Κ.
Λ.-Σ. ο μύθος του Οιδίποδα»[22].
Η στρουκτουραλιστική αναζήτηση μπορεί να επεκταθεί
στις δομές της κοινωνίας και στη γραφή της ιστορίας; Η απάντηση είναι
σύνθετη με διφυείς απαντήσεις: «Στον χώρο του κοινωνικού υπάρχει το
χαώδες αλλά υπάρχει και το δομημένο, υπάρχει το απρόβλεπτο αλλά υπάρχει
και το προβλεπτό, υπάρχει το απροσδιόριστο αλλά και το προσδιορισμένο.
Βέβαια, ο στρουκτουραλισμός δεν είναι το μαγικό κλειδί που ανοίγει όλες
τις πόρτες. Ανοίγει όμως ορισμένες από αυτές»[23].
Επιπρόσθετα, η μεγάλη προσφορά του Κ. Λ.-Σ. είναι ότι η σκέψη του
καθίσταται αναγκαία στη μελέτη σύγχρονων ζητημάτων (οικολογική κρίση,
κοινωνιοβιολογία, επιγενετική, σχέση εξέλιξης και ανάπτυξης /
evolution-devolopent /evo-devo, βιοηθική, πολυπολιτισμικές κοινωνίες),
τα οποία συγκεντρώνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προκαλούν σοβαρές
εντάσεις.
Η πνευματική σκευή του μπορεί να δράσει ως εργαλείο
για τη γόνιμη συνύπαρξη πολιτισμών και λαών, αφού «ο παγκόσμιος
πολιτισμός δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο από τη συνεργασία
πολιτισμών σε παγκόσμια κλίμακα, όπου ο καθένας διαφυλάσσει την
πρωτοτυπία του»[24] με την ανάπτυξη όμως μιας «νέας ηθικής στάσης κατά την καντιανή έννοια»[25].
Άλλωστε, βασικό πρόταγμα είναι να δημιουργήσουμε τα δικά μας γεγονότα,
τους δικούς μας καιρούς και «μπορούμε να στηρίξουμε τις ελπίδες μας μόνο
σε μια αλλαγή της πορείας της ιστορίας, η οποία είναι ακόμα πιο δύσκολη
από την εξασφάλιση μιας προόδου στην πορεία των ιδεών»[26],
έχοντας ως βασική στόχευση την ιδέα ότι «η ισότητα και η αδελφότητα θα
βασιλέψουν μια μέρα μεταξύ των ανθρώπων, δίχως να εκτεθεί σε κίνδυνο η
διαφορετικότητά τους»[27].
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ΟΜΠΡΕΛΑ, τ. 89, 2010, σ. 23-28
* Ο Νίκος Τσούλιας είναι
καθηγητής σε λύκειο. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996
– 2003). Διδακτορικό στην Ειδική Αγωγή. Δύο βιβλία: “Σε πρώτο πρόσωπο”
και «Παιδείας εγκώμιον». Συνεργάστηκε με: «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986),
«ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996) και “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” (2010- σήμερα) καθώς και με
αρκετά περιοδικά. (https://anthologio.wordpress.com)
[1] Weber, M. (1972), Δοκίμια επί της θεωρίας των κοινωνικών επιστημών, Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, σ. 68
[4]
Φ. Τερζάκης, «Το ενιαίο της ανθρώπινης φύσης και η ατέρμονη
ποικιλομορφία του πολιτισμού», για το βιβλίο του F. Boas, «Η σκέψη του
πρωτόγονου ανθρώπου και η πρόοδος του πολιτισμού», «Ελευθεροτυπία» 27.11.09
[8] Thompson, P.(2002), Η δομή των θεωριών της βιολογίας, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, σ. 209
[13] Popper, Κ. (1971), The Open Society and Its Enemies, v. 2, New Jersey: Princeton University Press, p. 270
[16] Μητσός, Μ., Ένα πραγματικό προπατορικό αμάρτημα, από συνέντευξη του Λεβί- Στρος στη«Μοντ» (Ιαν. 1979), «Τα Νέα», 7.11.09
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου