Τρίτη 29 Αυγούστου 2017

Θέματα Παιδείας ή Φωνή βοώντος εν τη ερήμω...


Αποτέλεσμα εικόνας για εικόνες εμφυλες ταυτότητες 

Τώρα που ξανανοίγουν τα σχολεία, είναι καιρός να προβληματιστούμε και για τα μαθήματα που θα αρχίσουν. Για τα μαθήματα που θα διδάξουμε στα παιδιά μας. Για την ζωή τους, κι όχι για την αποχαύνωσή τους. Κι είναι καιρός να πάψουμε να καθοδηγούμε την σκέψη, τις επιλογές, τις απαντήσεις και τις επιθυμίες τους, σαν να είναι τα κρανία τους έρημα κι ακατοίκητα!

Ας σταματήσουμε επί τέλους, την μαζική απο-παίδευση της νεολαίας και την άγρα λοβοτομημένων υπηρετών, για χάρη των ισχυρών συνεταίρων και φίλων μας.

Στην προηγούμενη χρονιά η εκ-παίδευση των παιδιών μας, ανάμεσα στα άλλα, χαρακτηρίστηκε και από την ειδική τους ενημέρωση μέσω της "ημερίδας για την αποδόμηση των έμφυλων ταυτοτήτων". Έτσι τα παιδιά μας θα ξεκινάνε με την πεποίθηση ότι στην ζωή τους, ανά πάσα στιγμή, όλα μπορούν να τα αλλάζουν. Πάνε πια εκείνα που ξέρανε μέχρι τότε, κι εκείνα που ξέρανε οι παλιοί. Τα παιδιά μας μπορούνε ανά πάσα στιγμή, να καταργούνε τα στερεότυπα, και να είναι σήμερα αγόρια κι αύριο κορίτσια. Ή, ταυτοχρόνως, και τα δυο. Για τα άλλα θέματα, ούτε λόγος. Έτσι είναι οι σημερινές ελευθερίες: η μία ξεκομμένη από την άλλη!

Ο φιλόσοφος υπουργός μας, με τούτη την πρωτοβουλία του,  ίσως παρέλειψε να φανερώσει ή να αποκαλύψει, στα παιδιά και στους γονείς τους,, πως αυτό το "μάθημα" μάλλον δεν  θα εξυπηρετούσε και τόσο τα ίδια τα παιδιά, την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και των οριζόντων της σκέψης τους. Ίσως, γιατί ούτε ο ίδιος δεν το σκέφτηκε, ή δεν το φαντάστηκε. [Αν, πράγματι συνέβη αυτό, φαίνεται πως η εξουσία έχασε την φαντασία της. Ή, πως φαντάσματα, πια, έχουν την εξουσία].

Η ενημέρωση αυτή, που έγινε με το κύρος
  •  της αρμοδιότητας επί του αντικειμένου (του υπουργού επί της παιδείας) και 
  • των αποφάσεων της εξουσίας (κυβέρνησης) επί της εφαρμοζόμενης πολιτικής, 
αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση υπαρκτών, αλλά ανομολόγητων ή/και λανθανόντων στόχων. Ένας από αυτούς, προφανώς, μπορεί να θεωρηθεί η εύκολη ανεύρεση σεξουαλικών συντρόφων,  για τους κύκλους εκείνους των αρχόντων και λοιπών επιφανών, που πλήττουν θανάσιμα στην ζωή τους, κι επιθυμούν με διάφορες ουσίες, ή  με εύκολο κι αναντίρρητο -έστω και επ' αμοιβή- σεξ, να γεμίσουν  την ερημία τους, ή  να ικανώσουν την "πνευματική" τους παραλυσία. [Αυτήν, που είναι αναποτελεσματική και άκαρπη σε τομείς παραγωγικούς. Τομείς της ζωής και όψεις της ύπαρξης που υπερβαίνουν την ικανοποίηση των ατομικών ενστίκτων, των στιγμιαίων επιθυμιών, καθώς και την ατομική απόλαυση των προνομίων της εξουσίας. Ιδιαίτερα μάλιστα, των μωροφιλόδοξων εκείνων επιδιώξεων, που έχουν άρρωστοι άνθρωποι και κοντόφθαλμοι πολιτικοί, να διατάζουν άβουλους και συμμορφούμενους θεράποντες.]

Η παραπάνω πολιτική και εκ-παιδευτική πρωτοβουλία που απευθυνόμενη στην πρώϊμη νεότητα ευαγγελίζεται την  απόλυτη ελευθερία του ατόμου, αποτελεί μια απροκάλυπτη, πλανερή κι αντιεπιστημονική προπαγάνδα υπέρ της ελευθερίας του ενστίκτου.

Η  απελευθέρωση του ενστίκτου, είναι μια μόδα, που ο σύγχρονος κόσμος παρουσιάζει ως την κορωνίδα της ελευθερίας του ατόμου. Πόσο απατηλό είναι τούτο το όραμα, θα αποκαλυφθεί σαν ο καθένας μας αναλογιστεί πως η πρόοδος του πολιτισμού δεν στηρίχθηκε στην απελευθέρωση, όσο στην καλλιέργεια του ενστίκτου. Κανένα λιοντάρι δεν αφέθηκε να σουλατσάρει στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όσο κι αν ο πολιτισμός των ημερών μας εγκαινίασε τα σαλόνια της κτηνοβασίας, ή τους γάμους με άλογα κι άλλου είδους τετράποδα.

Θα μιλήσουμε για το απροκάλυπτο και το πλανερό αυτής της αντι-αισθητικής προπαγάνδας, και θα αφήσουμε στους ειδικούς επιστήμονες να εξετάσουν και να αναλύσουν τα σχετικά ερωτήματα που προκύπτουν. Και κυρίως να μας πούνε αν το ένστικτο μπορεί να αλλάζει στην φύση του, και μάλιστα ανάλογα με την μόδα ή τις απαιτήσεις του εμπορίου και της πολιτικής, ασχέτως άλλων και κυρίως ιδεολογικών προσανατολισμών αυτών.

Το ιδανικό της ελευθερίας,  που μπορεί να γεμίζει κάθε νεανική καρδιά, δεν μπορεί να αναφέρεται στην ελευθερία του εξουσιαστή να μας μετατρέπει σε μαριονέτες του. Γιατί αυτό είναι μια πρόσκληση σε εκούσια υποδούλωση. Αποτελεί χαμερπή εκμαυλισμό με αντάλλαγμα την σιωπή και την συμμόρφωσή μας, και τον εγκλεισμό μας μέσα σε μια παγίδα θανάτου. Ολοκληρωτικού κι εκούσιου ψυχικού και πνευματικού θανάτου. Κι αν δεν μιλάμε για άμεσο σωματικό θάνατο, είναι γιατί μας χαρίζουν την επ' ανταλλάγματι (επί μισθώ ή κατ' αποκοπήν αμοιβή) πρόσκαιρη απόλαυση του σαρκίου, έναντι της μελλοντικής ολοσχερούς και αναπότρεπτης αδυναμίας μας να αναιρέσουμε την πνευματική μας δολοφονία.

Το ιδανικό της ανεξαρτησίας, που μπορεί, κι αυτό να γεμίζει κάθε νεανική καρδιά, δεν μπορεί, ασφαλώς, να αναφέρεται στην "ανεξαρτησία μας από το μέλλον μας"!  Γιατί αυτό συνιστά εκχώρηση, παραχώρηση, της ελευθερίας μας. Της ελευθερίας για  να το αλλάξουμε, να το ορίσουμε και να αγωνιστούμε γι' αυτό. Συνιστά αποξένωσή μας από την ευθύνη των αποφάσεων που θα καθορίζουν την ζωή και την ευτυχία μας. Την ζωή και την ευδαιμονία μας.


Η ελευθερία του ανθρώπου αντανακλά την πνευματική κατάσταση, στην οποία έφθασε σκεφτόμενος και γνωρίζων. Η ελευθερία είναι -εν τοις πράγμασιν- πνευματική κατάκτηση, που νοηματοδοτεί την ζωή του ανθρώπου. Δεν είναι δικαίωμα, που μας το παραχωρούν οι άλλοι.  Η ελευθερία είναι αποφασιστική και διαρκής επιλογή. Όπως και η ανελευθερία.  Οι πολλές ταυτότητες  που δώσανε οι άρχοντες του κόσμου στην ελευθερία, είναι γιατί την κάνανε "εμπορεύσιμες κι ανταλλάξιμες" μερίδες. Στην άλλη μεριά της ζυγαριάς τους, ερήμην μας, έχει τοποθετηθεί η ποσότητα αληθούς ελευθερίας που δεχόμαστε να χάνουμε για κάθε μερίδα ελευθερίας που δεχόμαστε να μας αναγνωρίζεται. Γιατί, δεν πρέπει να μας διαφεύγει, πως  αυτός που μας αναγνωρίζει μόνο μια, ή μερικές όψεις της ελευθερίας μας, δεν μας αναγνωρίζει και όλες τις άλλες.

Ελευθερία είναι η απόλυτη αρμοδιότητα του προσώπου να αποφασίζει για τις επιλογές του, για την σκέψη, την δράση, τους φίλους και τα έργα του.

Αν στα νιάτα του ο άνθρωπος ταχθεί κάτω από την σημαία μιας διαφημιζόμενης "ελευθερίας", κι αποφασίζει να παλεύει για κάτι που η άγνοια ή ο ρομαντισμός του, ή η σοφιστεία του δημαγωγού, δεν του επιτρέπει να αντιληφθεί το λάθος, την πλάνη ή το ψέμμα, δεν πειράζει. Η νιότη πρέπει να "σπαταλήσει" τις δυνάμεις της για να μάθει. Αλοίμονο στις σπαταλημένες δυνάμεις που χάθηκαν, χωρίς ο άνθρωπος να γίνει καλύτερος. Για τον εαυτό του και για τους άλλους. Αλοίμονο, στη νιότη που δεν άφησε πίσω της διδάγματα. Που έφυγε "δωρεάν".

Κανείς, ποτέ, δεν πρόκειται να κατακρίνει τους νέους που αφοσιώθηκαν, που αγωνίστηκαν ή που χάσανε τις μάχες με το καινούργιο. Εκείνο, όμως, που είναι ασυγχώρητο σε μια κοινωνία, είναι όταν ντύνουμε τις νεανικές μας επιλογές, παρά τις περί του αντιθέτου ενδείξεις και αποδείξεις, με τον μανδύα του ιερού και του απαραβίαστου. Από φόβο, Από το φόβο της ήττας, κι από τον φόβο της αναθεώρησης των λαθών μας. Ή από την ισχυρογνωμοσύνη πως κατέχουμε το σωστό.

Ο φόβος είναι ίδιον των δειλών, για τούτο λένε, πάντα, πως πετύχανε. Η αναγνώριση και η συναίσθηση της ουσίας της ήττας είναι συνακόλουθο του αγώνα, από τον οποίο μαθαίνει κανείς, και γι' αυτό προοδεύει. Ενώ, η ισχυρογνωμοσύνη είναι ίδιον των ματαιόδοξων, των μωροφιλόδοξων, των εμμονικών, των αυταρχικών, που είναι αγύριστα κεφάλια και πηγαίνουνε τον κόσμο πίσω, πηγαίνουνε τον κόσμο στον χαμό και τον όλεθρο. 'Αλλοτε γιατί τους αρέσει, άλλοτε γιατί ευηθώς (ανοήτως) ή αυθαιρέτως, το πιστεύουν, κι άλλοτε -επικίνδυνα άρρωστα- απλώς, για να γίνει το δικό τους.

Μόνο η γενναία αναθεώρηση των εσφαλμένων ή ατυχών επιλογών που μας βοηθάει να διορθώσουμε τα λάθη, τα δικά μας αλλά και των άλλων, είναι αποτέλεσμα σοφίας. Μιλάμε για τα λάθη, που μας φρονημάτισαν κι έκαναν την δράση και τις αποφάσεις μας, προνοητικές και προπαρασκευαστικές των επόμενων βημάτων πολιτισμού και προόδου, κι έκτοτε μας καθοδηγούν στο να προλάβουμε ένα καινούργιο κακό. Όποιος δεν μαθαίνει από την ιστορία του, θα ξανακάνει τα ίδια λάθη.

Η στράτευση και οι αγώνες μας κάτω από οποιαδήποτε σημαία στα νιάτα μας, αν δεν μας έκανε  ωριμότερους, γενναιότερους, σοφώτερους και καλύτερους ανθρώπους, ήταν μια παιδική ασθένεια, από την οποία δεν ιαθήκαμε ποτέ και η οποία μας άφησε ανεξίτηλη αναπηρία.

Αν η πιο τραγική στιγμή της ζωής του ανθρώπου
  • είναι εκείνη που βγήκε από το κέλυφος του εαυτού του κι αντίκρυσε πόσο μικρός είναι μπροστά στον απέραντο κόσμο. 
η πιο κρίσιμη στιγμή στην ζωή του ανθρώπου
  • Είναι η στιγμή που στάθηκε μπροστά στο έργο των προηγούμενων ανθρώπων και πήρε θέση, αν θα δουλέψει για το καλό όλου του κόσμου, ή 
  • αν θα αγωνιστεί σαν να είναι μονάχος πάνω σε έναν κόσμο που ολοκληρωτικά του ανήκει.
Υπόμνημα: Το σημείωμα τούτο γράφτηκε με αφορμή την δήλωση του Μίκη μας (28/8)  πως «Η στράτευση και οι αγώνες μας κάτω από την Κόκκινη Σημαία αποτελεί την ιερότερη περίοδο της ζωής μας»

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

Ποιός ξέρει τον Κωστή Μπαστιά;

Αντιγράφω από την Συν-οδοιπορία με επίγνωση...:

«Ὁ Κωστής Μπαστιᾶς καί ὁ Παπουλᾶκος»


Ἀνακοίνωση τοῦ κ. Γιάννη Κ. Μπαστιᾶ, ἐκδότη καί συγγραφέα, μέ θέμα: «Ὁ Κωστής Μπαστιᾶς καί ὁ Παπουλᾶκος», στή Β΄ Ἐπιστημονική Ἡμερίδα ἀφιερωμένη στόν Παπουλᾶκο μέ τίτλο: «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος: ὁ σύγχρονος Ἀπόστολος τῆς Ρωμηοσύνης», ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε τό Σάββατο, 18 Μαΐου 2013, στό Μέγαρο τῆς Παλαιᾶς Βουλῆς.

Φαντάζομαι ὅτι πολλοί ἀπό σᾶς γνωρίζετε ἤδη ἀρκετά γιά τόν Χριστοφόρο Παναγιωτόπουλο, τόν Χριστοπανάγο, ἤ Παπουλᾶκο, τόν καλόγερο καί ἱεροκήρυκα ἀπό τ’ Ἄρμπουνα τῶν Καλαβρύτων, πού τήν ἐποχή τοῦ Ὄθωνος ξεσήκωσε τόν Μοριᾶ μέ τά κηρύγματα καί τά θαύματά του.

Σήμερα, στήν ἡμερίδα πού ὀργάνωσαν οἱ φορεῖς, οἱ ὁποῖοι πού ἀναγράφονται στήν πρόσκληση μέ τήν οὐσιαστική στήριξη τού: Ἰνστιτούτου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος» καί ὁ μαχητής τῆς Ὀρθοδοξίας Ἀρχιμανδρίτης Νεκτάριος π’’Ν. Πέττας, δρ. Φιλοσοφίας, ἐλπίζω ὅτι θά πληροφορηθεῖτε πολλά ἀκόμη. Ἐγώ δέν θά σᾶς μιλήσω γιά τήν ζωή καί τό ἔργο τοῦ Παπουλάκου, ἀλλά γιά ἕνα βιβλίο, τόν «Παπουλᾶκο» τοῦ πατέρα μου Κωστῆ Μπαστιᾶ1, μία ἀφήγηση βασισμένη σέ ἱστορικά στοιχεῖα καί ζωντανεμένη μέ τήν γλαφυρή πέννα τοῦ Μπαστιᾶ, πού ὁ ἴδιος τό ἀποκαλεῖ «μαρτυρία». Μαρτυρία ποιανοῦ; Τοῦ βιογραφουμένου Παπουλάκου μέσα ἀπό τό ἱστόρημα τοῦ Μπαστιᾶ, τοῦ πιό γλαφυροῦ πιθανόν ἀναγνώσματος γιά τόν ἱεροκήρυκα τοῦ Μοριᾶ, πού ἔχει συγκινήσει χιλιάδες πιστούς καί μή τά τελευταία 60 χρόνια; Ἤ τοῦ βιογράφου Μπαστιᾶ, πού αἰσθανόμενος τήν ἀνάγκη νά ἐπιστρέψει στήν Ὀρθοδοξία, ἀπ’ ὅπου εἶχε ἀπομακρυνθεῖ, μελετᾶ μεθοδικά τόν Παπουλᾶκο, τά κηρύγματά του, προσπαθώντας νά τά ἑρμηνεύσει, καί τήν ζωή του;

Ὁ Μπαστιᾶς εἶχε γεννηθεῖ στήν Ἑρμούπολη τό 1901, ὅπου καί μεγάλωσε. Ἀπό τόν ἀξιωματικό πατέρα του εἶχε ἀκούσει πολλές φορές ἱστορίες γιά τόν Παπουλᾶκο. Βλέπετε ὁ πατέρας του εἶχε γεννηθεῖ καί μεγαλώσει στήν Ἀλαγονία τῆς Μεσσηνίας, ἀπ’ ὅπου πέρασε ὁ Παπουλᾶκος καί μίλησε. Καί ὁ θρύλος τοῦ Παπουλάκου μεταδόθηκε ἀπό γενιά σέ γενιά, πού ἀκόμη καί σήμερα συνεχίζει ζωντανός σέ ὅλη τή Πελοπόννησο. Ἔτσι ὁ Μπαστιᾶς ἤξερε ἀπό μικρό παιδί γιά τόν Παπουλᾶκο.

Ἡ μνήμη αὐτή φαίνεται ὅτι ἔμεινε σέ νάρκη, καθώς ἀπό δεκατεσσάρων ἐτῶν ἄρχισε μέσα του ἡ ἀμφισβήτηση, ὅταν τό 1914 βρέθηκε στό Ναύπλιο, ὅπου ὁ πατέρας του εἶχε τοποθετηθεῖ γιά ἕνα χρόνο. Ἐκεῖ εἶδε τούς χωροφύλακες νά φέρνουν ἀπό τόν Βόλο τόν δημοτικιστή ἐκπαιδευτικό Ἀλέξανδρο Δελμοῦζο καί τήν ὁμάδα του, γιά νά δικαστοῦν. Ὁ κόσμος φώναζε, «Νά οἱ ἄθεοι! Νά οἱ ἄθεοι!». Ὁ μαθητής Μπαστιᾶς παρακολούθησε τήν δίκη τῶν «Ἀθεϊκῶν» καί τήν ἀπολογία τοῦ Δελμούζου, πού τόν ἐπηρέασε, εἰδικά σέ σύγκριση μέ τίς ἀνοησίες, πού ἔλεγε ὁ εἰσαγγελέας.

Στήν πνευματική διαμόρφωση τοῦ Μπαστιᾶ θά ἔπρεπε νά προσθέσουμε καί τήν φοίτηση σέ καθολικά σχολεῖα, ὅπου τόν ἔστειλε ἡ μητέρα του, γιά νά μάθει καλά Γαλλικά, παρά τίς ἀντιρρήσεις τοῦ πατέρα του, πού φοβόταν ὅτι «θά φραγκέψει τό παιδί», ὅπως ἔλεγε. Τά Γαλλικά ὅμως τοῦ ἄνοιξαν τήν πόρτα τῆς Εὐρωπαϊκῆς διανόησης, καθώς στό μεγάλο διαμετακομιστικό κέντρο, πού ἦταν ἡ Ἐρμούπολη, κάθε βδομάδα ἄραζε τό ποστάλι ἀπό τή Μασσαλία μέ γαλλικά βιβλία, ἐφημερίδες καί περιοδικά, τά ὁποῖα κυριολεκτικά ρουφοῦσε ὁ νεαρός Κωστῆς, ἐνημερωμένος πάντα γιά ὅλες τίς Εὐρωπαϊκές ἐξελίξεις στά γράμματα, στίς τέχνες καί στό σοσιαλισμό, πού γρήγορα ἀσπάστηκε.

Ὁ Μπαστιᾶς ἔγινε συγγραφέας, δημοτικιστής, δημοσιογράφος καί ἀριστερός, ἀπό πολύ νέος. Πολύ γρήγορα ὅμως μετακινήθηκε πολιτικά καί τό 1927, σέ ἡλικία 26 ἐτῶν, ἐκδίδει τό φιλολογικό περιοδικό Ἑλληνικά Γράμματα2 μέ στενούς συνεργάτες τόν σκηνοθέτη καί κριτικό Φῶτο Πολίτη3, τόν κριτικό καί ἀργότερα καθηγητή στό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Γιάννη Ἀποστολάκη, τό παλαιό ἴνδαλμά του, τόν ἐκπαιδευτικό Ἀλέξανδρο Δελμοῦζο, τόν μελετητή τοῦ Διαφωτισμοῦ καί γιά πολλά χρόνια καθηγητή στήν πανεπιστήμιο Sorbonne Paris I, Κ. Θ. Δημαρά, καί ἕνα μεγάλο τμῆμα τῆς διανόησης τῆς ἐποχῆς. Τό περιοδικό ὑποστήριζε στή δημοτική γλώσσα, τίς ἑλληνικές παραδόσεις, τό Γερμανικό ἰδεαλισμό, τόν ἐθνισμό ἀντί τοῦ ἄκρατου ἐθνικισμοῦ καί τόν ἀντικομουνισμό.

Στή δεκαετία τό ’30 θά ἀσχοληθεῖ μέ τόν Ἐθνικό Θέατρο ὡς γενικός γραμματέας, εἰσηγητής δραματολογίου καί τελικά γενικός διευθυντής καί μετά τήν Κατοχή θά φύγει γιά τήν Νέα Ὑόρκη ὡς ἀνταποκριτής Ἀθηναϊκῶν ἐφημερίδων.

Εἶναι περίεργο, ἀλλά στήν Νέα Ὑόρκη, ὅπου θά μείνει ὀκτώ χρόνια, ἀρχίζει τό ἐνδιαφέρον του γιά τήν Ὀρθοδοξία. Δέν γνωρίζω τί τό προκάλεσε, ἀλλά σίγουρα ἡ φιλία πού ἀναπτύχθηκε μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς καί μετέπειτα Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἀθηναγόρα,4 θά ἔπαιξε καθοριστικό ρόλο. Ὁ Ἀθηναγόρας βρῆκε στόν Μπαστιά ἕναν πολιτικό ἀναλυτή, πού γνώριζε καλά τήν πολιτική σκακιέρα καί στήν Ἑλλάδα καί παγκοσμίως. Συζητοῦσαν, καμιά φορά καί ὅλη τήν νύχτα γιά τόν Ἑλληνισμό τῆς Ἀμερικῆς, γιά τήν παιδεία του καί τόν φόβο, ὅτι θά ἔχανε μέ τά χρόνια καί τούς ἀλλόθρησκους γάμους τήν γλώσσα καί πιθανόν καί τήν θρησκεία του. Τοῦ ἔδινε νά διαβάσει γράμματα, πού τοῦ ἔγραφε ὁ πρόεδρος Χάρυ Τρούμαν καί ζητοῦσε τήν γνώμη του, τόν ρωτοῦσε τί στάση θά ἔπρεπε νά τηρήσει ἡ Ὀρθοδοξία σέ παγκόσμια γεγονότα, ὅπως στήν ἐγκύκλιο τοῦ Πάπα γιά τόν ἀφορισμό τῶν κομμουνιστῶν κ.ἄ..

Ὁ Μπαστιᾶς, ἀπό τήν δική του πλευρά, βρῆκε στήν ἐπιβλητική μορφή τοῦ Ἀθηναγόρα ἕναν ἱεράρχη, ὅμοιο τοῦ ὁποίου δέν εἶχε ξανασυναντήσει, σέ μία στιγμή ἐσωτερικῆς ἀναζήτησης, μακριά ἀπό τήν Ἑλλάδα. Μίλησαν γιά τήν Ἐκκλησία καί γιά τίς μεγάλες μορφές της. Μίλησαν γιά τόν Παπουλᾶκο καί γιά τήν ἀτυχία νά ἀποκοπεῖ ἡ Ἑλλάδα ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.

Ὁ Μπαστιᾶς ἔγραψε στόν φίλο του Φώτη Κόντογλου γιά τό ἐνδιαφέρον του γιά τόν Παπουλάκο, καί σύντομα ἄρχισε νά λαμβάνει δέματα μέ ὑλικό γιά τήν ζωή του. Ἐπικοινώνησε μέ πολλούς κληρικούς καί λαϊκούς στήν Ἑλλάδα καί συγκέντρωσε πλούσιο ὑλικό γιά τόν καλόγερο, πού εἶχε ἐρεθίσει τή φαντασία του. Αἰσθάνθηκε τήν ἀνάγκη νά διαδώσει τήν μορφή του καί στήν Ἑλλάδα καί στόν Ἑλληνισμό τῆς Ἀμερικῆς. Ἄρχισε νά σχεδιάζει ἕνα ἀφήγημα, πού τελικά ἔγινε τό πιό δημοφιλές βιβλίο του. Τόν Ἰούλιο τοῦ 1951 ἄρχισε νά δημοσιεύεται σέ συνέχειες στήν ἐφημερίδα Ἡ Βραδυνή. Τό Σεπτέμβριο ἄρχισε ἡ δημοσίευση στόν ἡμερήσιο Ἐθνικό Κήρυκα τῆς Νέας Ὑόρκης. Καί τό Δεκέμβριο ἐκδόθηκε σέ βιβλίο καί ἐστάλη στήν Ἀθήνα.

Ἡ ὑποδοχή ἀπό τούς κριτικούς ἦταν ἐπαινετική, ἀλλά ὑπῆρχαν καί φωνές, πού τό καταδίκασαν, κυρίως ἀπό τήν ἀριστερά στά πρῶτα ἐκεῖνα χρόνια μετά τόν Ἐμφύλιο. Ἄλλοι μίλησαν γιά τόν «Παπουλᾶκο» ὡς «μαρτυρία», κατανοώντας τί ἔλεγε ὁ Μπαστιᾶς, ἄλλοι φιλολογικά γιά ἕνα λογοτεχνικό ἔργο, ἀποφεύγοντας νά μιλήσουν γιά τόν ἴδιο τόν Παπουλᾶκο καί γι’ αὐτό πού ἦταν, ἱεροκήρυκας, ὅσιος ἤ ἀκόμα καί ἅγιος καί ἄλλοι προσέφυγαν σέ ὕβρεις.

Ὁ Κόντογλου ἔγραψε στήν Κιβωτό: «Τό βιβλίο εἶναι γεμάτο ἀπό ἀγάπη καί πόνο γιά τήν Ὀρθοδοξία. Ὅσα λέγει γιά τόν καιρό τοῦ Παπουλάκου, πού κινδύνευε ἡ Ὀρθοδοξία ἀπό τούς ἑτερόδοξους, [εἶναι] σάν νά τά λέγει καί γιά τή σημερινή κατάσταση»5.

Ὁ ἱστορικός της νεοελληνικῆς λογοτεχνίας Κ.Θ. Δημαρᾶς, πού ὑπῆρξε ὁ σημαντικότερος μελετητής τοῦ νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ, δηλαδή τῶν ἰδεῶν ὑπέρ τῶν ὁποίων μαχόταν ὁ Παπουλᾶκος, σέ κριτική του στό Βῆμα θά τόν ἀποκαλέσει «ὁ παράξενος ἐκεῖνος ρασοφόρος [πού ξεσήκωσε] τήν Ἑλλάδα σέ δυνατά κύματα φανατισμοῦ καί μισαλλοδοξίας»6. Ἐνῶ ὁ φίλος του Καζαντζάκη καί πεζογράφος Παντελῆς Πρεβελάκης, πού ἤξερε καλά τόν Μπαστιά, θά τοῦ γράψει μέ ἀπορία στή Νέα Ὑόρκη: «Ριζική ἀλλαγή πρέπει νάχει γίνη μέσα σου ἀπό τόν καιρό πού ἔχω νά σέ ἰδῶ. Δέν μέ πείθουν γι’ αὐτό τά νοήματα μόνα του βιβλίου, ἀλλά καί τό ὕφος σου. Μακάριοι οἱ πιστοί!!»7. 


(....)


 Ἔτσι, σέ μία δεκαετία, 1952-1962, ὁ Μπαστιᾶς κυκλοφόρησε τρία σημαντικά ἔργα ὀρθόδοξης σκέψης καί τά πλαισίωσε μέ ἑκατοντάδες ἄρθρα, ὅπως ἡ ἑβδομαδιαία στήλη του στήν Βραδυνή, «Ὀρθόδοξος Πνευματικότης», διηγήματα ἀπό ἕνα λογοτεχνικό ἀνάγνωσμα, πού δέν πρόφτασε νά ὁλοκληρώσει, Τό Συναξάρι τοῦ παπᾶ-Πλανᾶ, καί δραματικά σχεδιάσματα, πού παίχτηκαν στό ραδιόφωνο, ὅπως ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων καί Ὁ Ἀναστημένος Χριστός κι οἱ Ἀνανάστητοι Ἄνθρωποι. Καί ὅλα αὐτά ἄρχισαν μέ μία ἔρευνα γιά τόν Παπουλᾶκο, πού ξεκίνησε ἀπό κάποιες παιδικές ἀναμνήσεις διηγήσεων τοῦ πατέρα τοῦ Μπαστιᾶ καί δικοῦ μου παπποῦ, ἀπό τήν Ἀλαγονία τοῦ Ταϋγέτου.

Σημειώσεις:

1) Βλ. «Κωστῆς Μπαστιᾶς Βικιπαίδεια», κείμενο Γιάννη Μπαστιᾶ, στό Google.
2) Βλ. «Ἑλληνικά Γράμματα (περιοδικό) Βικιπαίδεια», κείμενο Γιάννη Μπαστιᾶ, στό Google.
3) Βλ. «Φῶτος Πολίτης Βικιπαίδεια», κείμενο Γιάννη Μπαστιᾶ, στό Google.
4) Γιάννης Κ. Μπαστιᾶς, Κωστῆς Μπαστιᾶς –Δημοσιογραφία, Θέατρο, Λογοτεχνία (βιογραφία), κεφ. 32, «Ὁ Ἀμερικῆς Ἀθηναγόρας», ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2005.
5) Φώτης Κόντογλου, «Ὁ Παπουλᾶκος», περ. Κιβωτός, Μάιος 1952.
6) Κ. Θ. Δημαρᾶς, «Ὁ “Παπουλᾶκος” τοῦ Κωστῆ Μπαστιᾶ», ἐφημ. Τό Βῆμα, 20 Ἰουνίου 1952.
7) Ἀνέκδοτη ἐπιστολή τοῦ Παντελῆ Πρεβελάκη (17 Ἰουλίου 1952), πού βρίσκεται στό Ἀρχεῖο Κωστῆ Μπαστιᾶ
.
 
Υπόμνημα: Ετούτο το σημείωμα γράφτηκε, σε αντίθεση και με αφορμή την δήλωση του Μίκη Θεοδωράκη, του Μίκη μας, πως "«Η στράτευση και οι αγώνες μας κάτω από την Κόκκινη Σημαία αποτελεί την ιερότερη περίοδο της ζωής μας", αλλά και σε συνδυασμό με την θεματική εβδομάδα στα σχολεία "περί αποδόμησης των έμφυλων ταυτοτήτων", που διέταξε το υπουργείο παιδείας κατά την προηγούμενη σχολική χρονιά. Γιατί, φαίνεται, πως η αριστερή μας πολιτεία και η διανόηση έχουνε, πάντοτε, σαν σημαντική τους προτεραιότητα να μας παρουσιάζουν ποιά μονομανία απασχολεί κάθε μέρα το αριστερό μυαλό τους, και, κυρίως,  να μας επιβάλλουν τις ατομικιστικές και διασπαστικές απόψεις τους. Άκαιρα και παράταιρα πράγματα, δηλαδή, για το αύριο, όλων μας...
.

Τετάρτη 23 Αυγούστου 2017

Στο πέταγμα ενός Αγγέλου


Image result for εικόνες 'αγγελος
Αγαπημένη μου Μάνα-Ζωή,
Πώς να σε λέω Ζωή,
ύστερα από τούτο το κακό που σε χτύπησε κατάστηθα;
και
Πώς να σου αλαφρώσω το βάρος
που σκοτεινιάζει τα μάτια και χάνεται ο κόσμος;
Μα θα σε λέω Ζωή,
Ζωή μου,
γιατί είσαι Μάνα,
κι οι μάνες δεν έχουν δικαίωμα στην οπισθοχώρηση,
ακόμη κι όταν λυγίζουν,
γιατί έχουνε χρέος παρουσίας,
και τήρηση άληστης
της μνήμης του φευγάτου,
που αδειανή την αγκαλιά μας αφήκε.

Για σκέψου! ετούτο μοναχό του πορεύεται,
κι εκείνα  το συνοδοιπόρο τους χάσανε,
και την συντροφιά τους,

Ετούτο στη μνήμη της αδειανής αγκαλιάς μας θα ζεί
εκεί που μαζί οι καρδιές μας χτυπούσανε,
κι εκείνα στην ποδιά μας
θα παρηγορούν και θα κρύβουνε
το δάκρυ τους και τη μοναξιά τους.

Η Μάνα Ζωή μου,
δεν χάνει την αποστολή της,
όπου και να πάει.
Ζωντανή αγρυπνάει και παραστέκει
και σαν πεθαμένη
 ζωογονεί με τη μνήμη της
μια καρδιά παιδική, ανήμπορη ή κλονισμένη.
Γιατί μας άφησε ο Θεός, στη θέση τη δική Του.

[Λένε, πως
Σα δεν ήθελε να παραστέκει μονάχος
όλα τα παιδιά του κόσμου,
άφησε στην καθεμιά μας
να προσέχει τα δικά της].
Κι εμείς, Μάνες,
κάτου από ένα Σταυρό,
της αγωνίας για το αύριο,
ή της αρρώστειας και του χάρου,
κάθε μέρα αγρυπνούμε, πονάμε,
και με τούτο το αίμα,
της αγωνίας και του πόνου,
ζούμε και συντηρούμε τα παιδιά μας.
Πρέπει λοιπόν νά 'μαστε παρούσες,
κάτου από το Σταυρό.
Για να ποτίζουμε το ξύλο ν' ανθίζει,
και να παρακαλάμε 
για τα παιδιά τα δικά μας,
και του κόσμου ολόκληρου,
τον Παράδεισο,
του ουρανού και του κόσμου,
-το έλεος του Κυρίου-,
 ν' απλώνεται και ν' ανοίγει.

Κοινή είναι η ανθρώπινη πορεία,
και για όλους μας
οι κόλποι του Σωτήρα
μόνη παράκληση και παραμυθία.
Καλή δύναμη και καλή υπομονή,
στο Σταυρό της, η καθεμία.
Καλή δύναμη, νά 'χουμε,
όσο μας μέλλει κι εμάς,
ν' αγρυπνούμε.
 
Σημείωση: Ετούτο ήτανε ένα γράμμα για την Ζωή. Μα είναι κι ένα γράμμα για κάθε πονεμένη Μάνα. Σαν τέτοια μέρα, είναι μόνο για σένα Εύα. Για σένα, που δεν βρίσκεται γιατρειά, να ησυχάσει τα σωθικά σου. Μόνο κράτα στην αγκαλιά σου τα μικρά, των παιδιών σου τα παιδιά, για να νιώσει κι εκείνο που άγγελος έγινε, άκαιρα, πως ακόμα μεγαλώνεις παιδιά, κι είναι κι εκείνο μαζί, στην ίδια αγκαλιά, μια που παιδί ήταν σαν έφυγε, κι αγέραστος θα μείνει στις καρδιές μας.

Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

Στον απόηχο του Δεκαπενταύγουστου


Αποτέλεσμα εικόνας για εικονα παναγια σουμελα 

Ετούτη είναι μια ιστορία "πολιτική". Μια ιστορία πνευματικής και ψυχικής ισορροπίας. Για να προβληματιστούμε αν θα προσεταιριζόμαστε την Παναγία στις εκζητήσεις μας, σαν να να είναι δεδομένο ότι θα ικανοποιεί τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες μας, ή αν θα μάθουμε πως εμείς πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της ταπείνωσης και, κυρίως, της σωφροσύνης, που σάρκωσε η Παναγία. Αυτή που αξιώθηκε να λάβει μεγάλες και τέτοιες τιμές, που άλλος άνθρωπος ποτέ του δεν έλαβε, και παρόλα αυτά εξακολούθησε να είναι ταπεινή.
 
Διαβάζω πως ο υφυπουργός Εξωτερικών, από την Παναγία Σουμελά, όπου βρισκόταν, δήλωσε ότι "Η Παναγία ήταν πάντα σύμβολο και πηγή θάρρους σε όλους τους αγώνες μας" και "Εύχομαι να μας καθοδηγεί στην προσπάθειά μας για το πέρασμα από την κρίση στην αναγέννηση".

Είναι αλήθεια, ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ορθόδοξοι στην λογική τους. Μερικοί είναι διαμαρτυρόμενοι (στην λογική τους) και σου λένε το μαύρο άσπρο. Άλλοι είναι ακραίοι, και φτάνουν σε σημείο, η άκρα λογική τους να γίνεται άκρος παραλογισμός.

Πιστεύω πως δεν χρειάζεται να είναι κανείςς υπουργός εξωτερικών της χώρας για να δηλώνει πως "η Παναγία ήταν πάντα σύμβολο". Γιατί η Παναγία δεν ήταν ένα απλό σύμβολο για τους Έλληνες. Ήταν αυτή που σάρκωσε την ταπείνωση του ανθρώπου και την συναίσθηση της θνητότητάς του. Είναι και κάτι άλλο, πολύ περισσότερο, γι' αυτούς που την θεωρούν Θεομήτορα και Θεοτόκο και Παναγία Μητέρα του Υιού και Λόγου του Θεού.

Άψυχο σύμβολο μπορεί είναι γι' αυτούς που την αποστρέφονται. Γιατί συμβολίζει ό,τι αυτοί δεν θέλουν, αρνούνται ή δεν μπορούν να δεχθούν. Γι΄αυτούς, συμβολίζει, την ανοησία των θρησκευομένων, το κόκκινο πανί περί αγνότητος και αφοσιώσεως στον Θεό. Συμβολίζει το ακατανόητο της εκούσιας προσφοράς και υποταγής σε κάτι που υπερβαίνει τον άνθρωπο. Άλλοι βλέπουν στην Παναγία το μέσον με το οποίο εξαπατούνται οι αθώοι και οι εύπιστοι περί της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού κ.ο.κ.

Η Παναγία μπορεί να είναι η πνευματική μας αφετηρία και το "τέλος", πηγή ελπίδας και παρηγορίας για όσους δέχονται και πιστεύουν στην συμβολή της. Για όσους ελπίζουν, επαφίενται στην χάρη Της ή την επικαλούνται.

Αυτό όμως δεν συμβαίνει με τους πολιτικούς μας, γιατί δεν έχουν και πολλή εκτίμηση στο πρόσωπο της Παναγίας, στον ρόλο Της, και σε ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει, για τον χριστιανικό κόσμο και για την ορθόδοξη Πίστη. Άσχετα από τα επετειακά και γιορταστικά φληναφήματά τους.

Εξ άλλου, οι προερχόμενοι από την αριστερά κυβερνητικοί, γνωρίζουν πολύ καλά, ότι καμμία θρησκευτική πίστη δεν υπερασπίστηκαν στα χρόνια που πάλεψαν για την επικράτηση του κομμουνισμού. Κι οι νεώτεροι από αυτούς,
  • δεν μιλάνε για Ελλάδα, με παράδοση και ιστορία, 
  • αλλά μιλάνε για μια νέα Ευρώπη, χωρίς Ελλάδα (θέλουνε να είμαστε "μια Ευρώπη"), 
  • χωρίς Ελληνική ιστορία (αφού, νεωτερίζοντας, σιγά-σιγά με τα συγγράμματα και τα νομοθετήματά τους την ευτελίζουν και την αλλοιώνουν), και 
  • χωρίς εθνική παράδοση (αφού σταθερά επιμένουν στην απο-χριστιανοποίησή μας, και στον εκ βάθρων εθνομηδενιστικό εκμοντερνισμό μας).
Έχουνε βέβαια την μεγάλη δυσκολία πως δεν μπορούν να εξαφανίσουν τον ελληνικό πολιτισμό. Γι' αυτό, τον απαρνούνται! Τον εκχωρούν! Ή δείχνονται αταίριαστοι, συνήθως εχθρικοί, άσχετοι, αγνοούντες, ή διαπράττουν νοητικά ή μεθοδολογικά ατοπήματα. Παραλείπουν αφαιρούν, ξεχνούν, παραβλέπουν ή προσπερνούν.

Εκτός εάν βολεύει διαφορετικά. Εάν, δηλαδή, οι πολιτικές συγκυρίες επιβάλλουν να ειπωθούν τα αντίθετα! Οι διάφοροι κυβερνητικοί, ευκαιριακά επικαλούνται, την Παναγία και την χριστιανική πίστη, τις χριστιανικές γιορτές και τις λατρευτικές εκδηλώσεις, ως πολιτικά υπέρ αυτών επιχειρήματα, χωρίς καμμιά εσωτερική σύνδεση και σημασία γι' αυτούς τους ίδιους. Κι αυτό είναι που συμβαίνει συχνότατα από την μια στιγμή στην άλλη, από το ένα υπουργείο στο άλλο.

Οι πολιτικοί, κι όχι μόνο οι κυβερνητικοί, επιθυμούν να βρούν και να δείξουν κάποια κοινά σημεία με τους πολίτες, για να τους προσελκύσουν προς το μέρος τους και για να κερδίσουν την εύνοιά τους. Ακόμη και για να διασκεδάσουν την εδραιωμένη πεποίθηση του κόσμου πως "οι πολιτικοί δεν λειτουργούν με βάση ένα σύστημα αξιών και αρχών. Αλλά πως λειτουργούν με ένα σύστημα ατομικών τους επιδιώξεων. Και πως, για να εκπληρωθούν αυτές τους οι επιδιώξεις, θα κάνουνε ό,τι μπορούνε, ασχέτως λογικής, αλήθειας, ή συνέπειας". Άσχετα κι από το αν τα επιχειρήματά τους είναι ψεύτικα. Αν εμείς τα δεχτούμε, πολύ περισσότερο αν τα πιστέψουμε, τότε αυτοί θα έχουν επιτύχει ανενόχλητοι όσα επιδιώκουν για ίδιον, πολιτικό - και όχι μόνο πολιτικό- όφελος.

Έχουμε δει πολιτικούς να λοιδωρούν όσους Έλληνες έχουνε θρησκευτική πίστη. Και το χειρότερο: έχουμε δει πολιτικούς να εργάζονται αόκνως για την προστασία αλλοθρήσκων και ετεροδόξων στην χώρα, και να μαίνονται εναντίον των ορθοδόξων (σαν που είναι και οι περισσότεροι Έλληνες). Κι ακόμη, να εργάζονται εντατικά, μεθοδικά κι ακούραστα για την αποδόμηση της παιδαγωγικής διαδικασίας στο βαθμό που εμπεριέχει διδασκαλία για την πίστη μας και την θρησκευτική μας συνείδηση και να τάσσονται υπέρ της διδασκαλίας όλων των άλλων θρησκευμάτων, δοξασιών και δογμάτων. Δηλαδή, κάτι σαν (κυβερνητικός) ψυχικός και διανοητικός διχασμός. Λογική και μεθοδολογική φρεναπάτη των εκάστοτε κυβερνώντων που προβάλλουν την θρησκευτική ελευθερία κάποιων και καταδιώκουν την θρησκευτική ελευθερία των ορθοδόξων Ελλήνων. Σαν να μην φροντίζουν, να μην κυβερνούν την χώρα αυτή, αλλά μια άλλη.

Κύριε υφυπουργέ,

δεν ξέρω αν γνωρίζετε για κείνον τον ληστή που είδε τον μοναχό, μ' ένα μονάχα σταυροκόπημα, να "κοπάζει" το αφρισμένο ποτάμι και να το περνάει "αβρόχοις ποσίν". Σαν ο ληστής ένoιωσε εξαπορών που δεν του γινότανε τρόπος να περάσει κι αυτός μ' ένα σταυροκόπημα, έλαβε την απάντηση "πως ο γέροντας πέρασε μ' ένα σταυροκόπημα, γιατί και σε όλη την υπόλοιπη ζωή του μέχρι τότε, προσευχότανε πολύ, κι έτσι έχει την ευλογία, την οικονομία και την χάρη που φάνηκε να έχει, καθώς διάβηκε το ποτάμι χωρίς δυσκολία".

Η Παναγία Μητέρα, που μας αγαπά όλους σαν παιδιά Της, θα μπορούσε να είναι πηγή ελπίδας και θάρρους για όλους μας, και να μας δώσει την δύναμη να πιστέψουμε κι εμείς, πως τα αδύνατα για τους ανθρώπους "δυνατά εστί παρά τώ Θεώ", αλλά εμείς είμαστε πολύ μακριά από αυτήν την αντίληψη. Είμαστε εκεί, όπου "ο άνθρωπος είναι δυνατός, κι όταν έχει δίκιο τα καταφέρνει", όπως επανειλημμένως έχει ειπεί κι ο πρωθυπουργός μας. "Είμαστε", λέει, "η ελπίδα του κόσμου και θα τα καταφέρουμε". Σαν να συμβαίνει πάντοτε αυτό. Σαν να μην έχουν υπάρξει οικτρές αποτυχίες, παρόλη την ανάγκη και την πίστη στην επιτυχία.

Είναι πια, "καιρός του ποιήσαι". Τελειώσαν τα ψέμματα. Πρέπει να αρχίσουμε να λέμε αλήθειες. Ο καθένας να λέει την δική του, κι η Παναγία θα πρεσβεύει για όλους (Πολλά γαρ ισχύει δέησις μητρός προς ευμένειαν δεσπότου, λέει η ιστορία και η υμνολογία).

Είναι επίσης καιρός, να μην φτύνουμε εκεί, από όπου τρώμε. Να μην είμαστε αγνώμονες, καιροσκόποι, σοφιστές, δημαγωγοί. Να μην είμαστε επιφανειακοί και προσχηματικοί στην πίστη και στην δράση μας. Να μιλάμε για κείνο που πιστεύουμε, ό,τι και νά ΄ναι αυτό, και να προσπαθούμε γι΄αυτό, με την μεθοδολογία που του αρμόζει, χωρίς να το ντύνουμε με παράταιρα ενδύματα και ψεύτικα στολίδια.

Γιατί το ψέμμα έχει κοντά ποδάρια και δεν πάει μακριά. Κι η δημιουργία δεν στηρίζεται στο ψέμμα και στην εξαπάτηση. Όλα τα έωλα καταπίπτουν κι αποδεικνύεται το πρόσκαιρο και ασταθές, το ατελέσφορο, το δημαγωγικό και το ευκαιριακό. Μ' όσα ψέμματα κι αν το ντύσουμε.

Σάββατο 12 Αυγούστου 2017

Μια βόμβα στα θεμέλια του δυτικού πολιτισμού: Κλώντ Λεβί-Στρώς

Levi-StraussΕτούτο το άρθρο με συγκίνησε, γιατί από τα νιάτα μου ένιωθα να με συναρπάζει η ενασχόληση με την αναζήτηση των θεμελίων των διαφόρων γλωσσών και των κόσμων που τις λαλούσανε.

Ακόμη από τότε που τα λίγα αγγλικά μου δεν με φτάνανε για να μελετήσω βιβλία που οι τίτλοι τους με παρακινούσαν να μπώ στον προβληματισμό των συγγραφέων. Ο Κλώντ Λεβί-Στρώς, με την "άγρια σκέψη" του, είναι στην βιβλιοθήκη μου από τότε, φυλλομετρημένο άπειρες φορές, και  μισοτελιωμένο, άλλες τόσες. Τα χρόνια περάσανε, με την πολυδιάσπαση από τις διάφορες φάσεις της ζωής (επάγγελμα, μητρότητα, απώλειες προσφιλών και άλλα βασανιστικά συμβάντα του βίου), μα η συγκίνησή μου για τα θέματα αυτά, δεν μειώθηκε καθόλου. Ίσα-ίσα, βλέποντας σήμερα, με άλλη εμπειρία κι από άλλη σκοπιά τα θέματα αυτά, η σημερινή (αν και ευκαιριακή) προσέγγιση είναι πιο δυναμική, κι οι καρποί δικαιώνουν την αναζήτηση.

Όταν συνάντησα ετούτο το άρθρο, κι άρχισα να το μελετώ, αποφάσισα να σας το προσφέρω, γιατί συμβάλλει στο να ξεδιαλυθούν πολλά μυστήρια πράγματα που συμβαίνουν στις μέρες μας, και δυναμιτίζει πολλά από τα παγιωμένα και από τα νεωτερικά ψεύδη, που χρησιμοποιούνται για λόγους χειραγώγησης και εκμετάλλευσης.

Ο συγγραφέας του άρθρου, ο καθηγητής κ. Νίκος Τσούλιας, αξίζει τα ευχαριστήριά μου και την ευγνωμοσύνη μου, γιατί με την μελέτη του, δίνει πολλά περισσότερα από όσα θα έδινε η ανάγνωση ενός -έστω και ιδιαιτέρως- σημαντικού βιβλίου του Κλώντ Λεβί-Στρώς. Αντιγράφω λοιπόν, όσα γράφει ο κ. Τσούλιας:

Κλωντ Λεβί – Στρος: Μια αιρετική φωνή του πολιτισμού μας

Μπορούμε να δούμε έξω από ό,τι μας περιβάλλει και μας εμπεριέχει; Μπορούμε να έχουμε βαθιά επίγνωση μιας ξένης κουλτούρας αφήνοντας ανέγγιχτα τα δικά μας στερεότυπα; Μπορεί να είναι ο δυτικός πολιτισμός καθοδηγητής του ανθρώπινου πνεύματος σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης; Είναι δυνατή η γνώση του συνολικού φαινομένου της ζωής μέσω μιας ανθρωποκεντρικής αντίληψης; Είναι δυνατή η ανάπτυξη ενός πολιτισμού των πολιτισμών;

Πρόκειται για ερωτήματα που τίθενται επιτακτικά μέσω του έργου του Κλωντ Λεβί – Στρος (Κ. Λ.-Σ.) και, κατά τη γνώμη μου, προάγουν τη σκέψη μας για να αναθεωρήσουμε εδραιωμένες και ταυτόχρονα έωλες βεβαιότητες, για να αναστοχαστούμε επί κοσμοθεωρήσεων που μας περιορίζουν και μας απομακρύνουν από μια κουλτούρα ανοιχτών οριζόντων.

Βασικό στοιχείο στην επιστήμη είναι η ανάπτυξη μιας αντίληψης με ανοικτό κριτικό πνεύμα που θα δίνει τη δυνατότητα στην ανθρώπινη σκέψη να αναθεωρεί διαρκώς τις κατακτημένες γνώσεις αλλά και τα παγιωμένα επιστημονικά «παραδείγματα».

Ακριβώς αυτό υπηρετεί μεθοδολογικά η «αιρετική» σκέψη του Κ. Λ.-Σ., γιατί «η πλέον ριζική αμφιβολία είναι η μητέρα της γνώσης»[1]. Αλλάζει τη ματιά μας για τους πολιτισμούς και τον κόσμο, μελετώντας τη συμπεριφορά ινδιάνικων φυλών της Βραζιλίας και συλλέγοντας ένα πλούσιο εθνογραφικό υλικό, συνδεσμώνει τον μαρξισμό και το στρουκτουραλισμό για να ερμηνεύσει μέσω των δομών των μύθων απρόσιτες περιοχές της ανθρώπινης νόησης, ανασύρει τη μυθολογία από τις σκιές, τη συνδέει με την ανθρωπολογία και την τέχνη και αυτή η συναίρεση οδηγεί σε μια ανθοφορία της γνώσης, ανατρέπει σύγχρονους μύθους για πολιτισμικές διαβαθμίσεις που υπηρετούν ιδεολογικές και πολιτικές σκοπιμότητες, «ασκεί κριτική στη θεωρία του εξελικτισμού που τοποθετεί τo Δυτικό κόσμο στην κορυφή και τους άλλους στην υπανάπτυξη και είναι από τους πρώτους που προωθούν την ιδέα της ετερογένειας των πολιτισμών»[2].

Σήμερα, διαπιστώνουμε ότι αυτή η ετερογένεια είναι απαραίτητη για την ανθρωπογνωσία μας. Ο ίδιος διατηρούσε πάντα μια νοοτροπία ταπεινότητας – συστατικό στοιχείο κάθε κριτικής και δημιουργικής σκέψης – τονίζοντας ότι «ο τρόπος που βλέπω τον εαυτό μου είναι ένας αρχαιολόγος του σύμπαντος, που προσπαθεί μάταια να αποκαταστήσει το εξωτικό με τη χρήση σωματιδίων και θραυσμάτων». Με αυτά τα θραύσματα των πολιτισμικών διαφορετικοτήτων θα ανατρέψει παγιωμένες λανθασμένες αντιλήψεις.

Ο Ε. Μορέν συναινεί ενισχύοντας αυτή την αντίληψη: «Θεωρώ πως η μεγάλη ευρωπαϊκή οικουμενικότητα είναι αυτοκριτική, είναι η οικουμενικότητα του Μontaigne (διάδοχός του είναι ο Κ. Λ.-Σ.), ο οποίος έδειξε ότι οι πραγματικοί βάρβαροι ήταν οι κονκισταδόρες και όχι οι κανίβαλοι Ινδιάνοι. Η πραγματική οικουμενικότητα είναι εκείνη που σέβεται τις διαφορές: ο θησαυρός της είναι οι διαφορές, αλλά ο θησαυρός των διαφορών είναι η ενότητα. Κι αυτό συχνά το ξεχνάμε. Όταν εφορμάμε στις ιδιαιτερότητες, ξεχνάμε το οικουμενικό. Κι όταν ξεχνάμε τις ιδιαιτερότητες, μένουμε στο αφηρημένο. Η κυρίαρχη σκέψη δεν μπορεί να συλλάβει τη σχέση ανάμεσα στην ενότητα και τη διαφορετικότητα»[3].

Η ανάπτυξη της θεώρησης του «πολιτισμικού σχετικισμού» και η απόρριψη του φυλετικού ντετερμινισμού τεκμηριώνουν την ενότητα των ανθρώπινων πολιτισμών, αφού «η απεριόριστη ποικιλομορφία είναι κανονικό και μη αναγώγιμο γνώρισμα των ανθρώπινων κοινωνιών, μη επιδεχόμενη τελική υπαγωγή σε κανένα πάγιο εξελικτικό σχήμα»[4]. Με βάση τη φυσική ανθρωπολογία, ο Κ. Λ.-Σ. «αποδομεί οιαδήποτε έννοια καθαρότητας των φυλετικών τύπων σε πρώτο βήμα, ενώ εν συνεχεία τεκμηριώνει την ασυνέχεια ανάμεσα στον σωματότυπο ή την κληρονομικότητα και τη μορφή του πολιτισμού»[5].

Η εξήγηση είναι απλή: οιαδήποτε συσχέτιση μεταξύ φυλής και πολιτισμού είναι ασαφής, ενώ η ίδια η έννοια της «φυλής» είναι βιολογικά ασύστατη, αφού η φυλή δεν αποτελεί μια βιολογική μονάδα[6], στοιχείο που επιβεβαιώνεται από τις πρόσφατες εξελίξεις στη γενετική. Και όχι μόνο αυτό, αντί να αναρωτηθούμε αν ο πολιτισμός εξαρτάται ή όχι από τη φυλή, ανακαλύπτουμε ότι «η φυλή αποτελεί παράγοντα, μεταξύ άλλων, του πολιτισμού»[7], αφού «στα εκατομμύρια χρόνια που προηγήθηκαν, οι πρόγονοί μας διαμορφώθηκαν από τη βιολογική και την πολιτισμική εξέλιξη οι οποίες πορεύονταν μαζί»[8].

Η νεωτερικότητα – παρά το γεγονός ότι επικυριαρχείται από τον ορθολογισμό και από διαφωτιστικά ρεύματα, που ανέτρεψαν σκοταδιστικούς ανορθολογισμούς -, έχει αρχίσει να αποκτά κρούστες χειραγώγησης του ανθρώπινου πνεύματος. Και είναι αυτό το στοιχείο που ωθεί τον Κ. Λ.-Σ. να εναντιωθεί: «Αν έχω εξεγερθεί ενάντια σε κάτι, και αισθάνομαι βαθιά μέσα μου ότι είναι βλαβερό, είναι αυτό το είδος άκριτου ανθρωπισμού που απορρέει αφενός από την ιουδαιοχριστιανική παράδοση και αφετέρου από την Αναγέννηση και τον καρτεσιανισμό, ενός ουμανισμού που θεωρεί ότι ο άνθρωπος είναι απόλυτος κύριος της δημιουργίας». Ο άκριτος καθολικός βιολογικός αναγωγισμός οδηγεί σε μια συγκρότηση αντι-επιστημονικών απόψεων αναφερόμενων στην ανθρωπογνωσία και στην κοινωνιολογία.

Όμως, η έννοια της βιολογικής εξέλιξης αντιστοιχεί σε μια υπόθεση που διαθέτει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά πιθανότητας που παρατηρούνται στο χώρο των φυσικών επιστημών, ενώ η έννοια της κοινωνικής ή πολιτισμικής εξέλιξης παρέχει το πολύ μια ελκυστική αλλά επικίνδυνα βολική μέθοδο παρουσίας των γεγονότων[9] και εδώ η ροή των πραγμάτων είναι σύμφωνη με τη θεώρηση του Κ. Λ.-Σ. Στις απαρχές της ανθρωπότητας, η βιολογική εξέλιξη μπορεί να επέλεξε προπολιτισμικά χαρακτηριστικά, όπως την όρθια στάση, τη δεξιότητα των χεριών, την κοινωνικότητα, τη συμβολική σκέψη, την ικανότητα άρθρωσης και επικοινωνίας, αλλά από τη στιγμή που εμφανίζεται ο πολιτισμός, αυτός πλέον παγιώνει τα γνωρίσματα και τα προάγει[10]. Όταν έχουμε μια ποιοτική ανέλιξη της οργάνωσης της ύλης (άβιας και έμβιας), αναδύονται νέες δομές και λειτουργίες, προκύπτουν ξεχωριστές ιδιότητες αρκετά διαφορετικές από εκείνες των προηγούμενων σταδίων.

Ο πολιτισμός, κατά τον Α. Kroeber, αποτελεί μια ιδιαίτερη τάξη που διακρίνεται από τη ζωή, όπως η ζωή διακρίνεται από την άψυχη ύλη και καθεμιά από αυτές τις τρεις τάξεις προϋποθέτει την προηγούμενή της, αλλά το πέρασμα από την μια στην άλλη χαρακτηρίζεται από μια σημαντική ασυνέχεια[11]. Η οποιαδήποτε παράβλεψη αυτού του «μεθοδολογικού εργαλείου» της ασυνέχειας οδηγεί σε παραπλανήσεις και σε προκαταλήψεις (περίσσεψαν στην περίπτωση εναντίον του Δαρβίνου). Άλλωστε, «ο κοινωνικός εξελικτισμός, προγενέστερος του βιολογικού εξελικτισμού, αποτελεί πολύ συχνά την ψευδο-επιστημονική επικάλυψη ενός παλιού φιλοσοφικού προβλήματος, για το οποίο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η παρατήρηση και η επαγωγή θα μπορέσουν να δώσουν κάποτε τη λύση»[12], ενώ συχνά «κάποιοι μιλούν για την ιστορία του ανθρώπινου είδους, αλλά ό,τι αυτοί εννοούν, και ό,τι έχουν μάθει ως προς αυτό, είναι η ιστορία της πολιτικής δύναμης»[13].

Ο Κ. Λ.-Σ. επισημαίνει, πολύ ορθά, στη μεθοδολογία της έρευνας, ότι ο παρατηρητής τροποποιεί το αντικείμενο της παρατήρησης[14], άποψη που είναι πλέον κρατούσα στην κβαντομηχανική και τροποποιεί ευρύτερα τον τρόπο της επιστημονικής αναζήτησης με μια νέα ματιά στις σχέσεις υποκειμενικότητας – αντικειμενικότητας, όπως στην Τέχνη, στην οποία «το υποκειμενικό και το αντικειμενικό κίνητρο συνδέονται αξεχώριστα, παίρνοντας το ένα τη μορφή του άλλου»[15]. Αλλά η επιστημονική στρέβλωση συχνά προκαλείται για να χρησιμοποιηθούν πολιτικές επιλογές ή για να αποσιωπηθούν πράξεις βαρβαρότητας.

Ο Κ. Λ.-Σ. αποκαθηλώνει αυτή την υποκρισία: «Έχω την αίσθηση ότι όλες οι τραγωδίες που έχουμε ζήσει, πρώτα με την αποικιοκρατία, ύστερα με τον φασισμό και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, δεν βρίσκονται σε αντίθεση ή αντίφαση με τον υποτιθέμενο ανθρωπισμό που ασκούμε εδώ και αιώνες, αλλά σχεδόν αποτελούν τη φυσική του προέκταση. Κι αυτό, επειδή ο άνθρωπος χάραξε με μια κίνηση τα όρια των δικαιωμάτων ανάμεσα στον ίδιο και τα άλλα όντα, και στη συνέχεια αναθεώρησε αυτά τα όρια στο εσωτερικό του ανθρωπίνου είδους, διαχωρίζοντας ορισμένες κατηγορίες που θεωρούνταν πραγματικά ανθρώπινες από άλλες. Οι τελευταίες υποβαθμίστηκαν έτσι με βάση το ίδιο μοντέλο που είχε χρησιμεύσει για να διαχωριστούν τα ανθρώπινα από τα μη ανθρώπινα όντα. Πρόκειται για ένα πραγματικό προπατορικό αμάρτημα που σπρώχνει την ανθρωπότητα προς την αυτοκαταστροφή»[16].

Εδώ προκύπτουν θεμελιακά ερωτήματα: Μπορεί να κάνει ένας πολιτισμός αυτοκριτική; Μπορεί να αναγνωρίσει καταστροφικές λειτουργίες του και στη συνέχεια να τις ακυρώσει; Ο δυτικός πολιτισμός αντί να ενσωματώσει στην κουλτούρα του τις βαθιές τομές στην επιστημονική σκέψη που επέφεραν μεγάλοι στοχαστές του (Δαρβίνος, Φρόυντ, Αϊνστάιν, Κ. Λ.-Σ.) και να γίνει πιο ταπεινός, παρακάμπτει την «πραγματικότητα» για να υπηρετήσει την επικυριαρχία του και τη λεηλασία του επί της φύσης και της κοινωνίας.

Ο Κ. Λ.-Σ. είναι οξύς: «Είναι αδύνατον για έναν εθνολόγο να αγνοήσει τη συστηματική και τερατώδη καταστροφή που έχουμε προκαλέσει οι Δυτικοί, εδώ και αιώνες, σε πολιτισμούς διαφορετικούς από τον δικό μας. Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε αυτή την καταστροφή ανθρώπινων κοινωνιών από την καταστροφή που θύματά της είναι σήμερα ζωικά και φυτικά είδη, και όλα αυτά στο όνομα ενός ουμανισμού που τοποθέτησε τον άνθρωπο στη θέση του βασιλιά και αφέντη του κόσμου. Ο ορισμός που έδωσε στον άνθρωπο ο κλασικός ουμανισμός είναι πολύ στενός, τον παρουσιάζει μόνο ως σκεπτόμενο ον αντί να τον θεωρήσει ένα ζωντανό πλάσμα, και το αποτέλεσμα είναι ότι το σύνορο που τοποθετήσαμε ανάμεσα στην ανθρωπότητα και την υπόλοιπη δημιουργία να βρίσκεται πολύ κοντά στον άνθρωπο, ο οποίος έτσι γίνεται ευάλωτος στην καταστροφή».

Η διερεύνηση της «άγριας» σκέψης – που αντιλαμβάνεται τον κόσμο εμπειρικά και έχει κυκλική πορεία – είναι για τον Κ. Λ.-Σ. ερμηνευτικό στοιχείο για την κατανόηση της ανθρώπινης νόησης. «Η δίψα για αντικειμενική γνώση», έγραψε, «είναι μια από τις πιο παραμελημένες όψεις της σκέψης των λαών που αποκαλούμε πρωτόγονους» και μέσω αυτού του τρόπου σκέψης αναδύεται η διαφορετικότητα σε άλλους πολιτισμούς και μέσω της αλληλεξάρτησης των πολιτισμικών ταυτοτήτων επάγεται η ενότητα του ανθρώπινου είδους». Αυτή είναι η παρακαταθήκη του, όπως εύστοχα την καταγράφει η πνευματική του διάδοχος Φ. Εριτιέ: «Είμαστε όλοι διαφορετικοί, ναι, αλλά μπορούμε να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας, γιατί οι πνευματικές μας δομές λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο»[17].

Ο μύθος δεν αξιολογείται ως πρότερο στάδιο του Λόγου, επανασχηματίζεται μέσω του Λόγου ως συστατικό του στοιχείο, ως η κοινή μήτρα ανάδυσης της ανθρώπινης συνείδησης. Υπήρξε βασικό στοιχείο της κοσμολογίας όλων των λαών και των «πολιτισμένων» (Αιγυπτίων, Ελλήνων, Ρωμαίων, Ινδών), είναι, κατά τον Κ. Λ.-Σ., μια «παγκόσμια δομή σκέψης», ένα αρχέτυπο, μια βασική πηγή σύλληψης του κόσμου. Η μυθική σκέψη – με αυτό τον μετασχηματισμό της – απελευθερώνει την ανθρώπινη νόηση, της δίνει νέα ανατρεπτικά εργαλεία για τον επαναπροσδιορισμό του ανθρώπου στη φύση, «διαφέρει από μια απλή διήγηση, καθώς συνοδεύεται από τελετουργία, σε συγκεκριμένες στιγμές- είναι ιεροπραξία»[18]. Βρίσκει το υφάδι της γλώσσας που απελευθέρωσε τον άνθρωπο από τη ζωώδη κατάσταση και τον εισήγαγε στον πολιτισμό, βρίσκει την απαρχή στο υφάδι που «εδώ και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια μια ψελλίζουσα ανθρωπότητα συνέλαβε και εξέφρασε τους πρώτους της μύθους»[19].

Με βάση τη θεώρηση του Κ. Λ.-Σ. αναζητούμε την ενιαία ρίζα του ανθρώπου, «την κοινή ουσία του ανθρώπου, που βρίσκεται κάτω από την ατελείωτη ποικιλία χιλιάδων εφήμερων ανθρώπινων κόσμων», γιατί «αν προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τις απαρχές των διαφορών ανάμεσα στις φυλές, καταδικάζουμε τον εαυτό μας σε άγνοια, οπότε η διαμάχη δεν αφορά πλέον στην ποικιλομορφία των φυλών, αλλά στην ποικιλομορφία των πολιτισμών»[20] και «η αληθινή συνεισφορά των πολιτισμών δεν συνίσταται στον κατάλογο των ιδιαίτερων εφευρέσεών τους, αλλά στη διαφοροποιητική απόκλιση που προσφέρουν ο ένας στον άλλο»[21].

Η απομυθοποίηση του κόσμου από τον άνθρωπο συνοδεύεται με την ανάπτυξη της αφαιρετικής σκέψης και της συμβολικής αναπαράστασης, ενώ «ο μύθος ενεργεί πάνω στον ψυχισμό του πρωτόγονου ανθρώπου όπως η μουσική στον ψυχισμό του πολιτισμένου, δηλαδή η μυθολογία και η μουσική είναι μέρη του ίδιου συμβολικού κόσμου και το κλειδί για αυτή τη σχοινοτενή θεώρηση του συμβολικού είναι για τον Κ. Λ.-Σ. ο μύθος του Οιδίποδα»[22].

Η στρουκτουραλιστική αναζήτηση μπορεί να επεκταθεί στις δομές της κοινωνίας και στη γραφή της ιστορίας; Η απάντηση είναι σύνθετη με διφυείς απαντήσεις: «Στον χώρο του κοινωνικού υπάρχει το χαώδες αλλά υπάρχει και το δομημένο, υπάρχει το απρόβλεπτο αλλά υπάρχει και το προβλεπτό, υπάρχει το απροσδιόριστο αλλά και το προσδιορισμένο. Βέβαια, ο στρουκτουραλισμός δεν είναι το μαγικό κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες. Ανοίγει όμως ορισμένες από αυτές»[23]. Επιπρόσθετα, η μεγάλη προσφορά του Κ. Λ.-Σ. είναι ότι η σκέψη του καθίσταται αναγκαία στη μελέτη σύγχρονων ζητημάτων (οικολογική κρίση, κοινωνιοβιολογία, επιγενετική, σχέση εξέλιξης και ανάπτυξης / evolution-devolopent /evo-devo, βιοηθική, πολυπολιτισμικές κοινωνίες), τα οποία συγκεντρώνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προκαλούν σοβαρές εντάσεις.

Η πνευματική σκευή του μπορεί να δράσει ως εργαλείο για τη γόνιμη συνύπαρξη πολιτισμών και λαών, αφού «ο παγκόσμιος πολιτισμός δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο από τη συνεργασία πολιτισμών σε παγκόσμια κλίμακα, όπου ο καθένας διαφυλάσσει την πρωτοτυπία του»[24] με την ανάπτυξη όμως μιας «νέας ηθικής στάσης κατά την καντιανή έννοια»[25]. Άλλωστε, βασικό πρόταγμα είναι να δημιουργήσουμε τα δικά μας γεγονότα, τους δικούς μας καιρούς και «μπορούμε να στηρίξουμε τις ελπίδες μας μόνο σε μια αλλαγή της πορείας της ιστορίας, η οποία είναι ακόμα πιο δύσκολη από την εξασφάλιση μιας προόδου στην πορεία των ιδεών»[26], έχοντας ως βασική στόχευση την ιδέα ότι «η ισότητα και η αδελφότητα θα βασιλέψουν μια μέρα μεταξύ των ανθρώπων, δίχως να εκτεθεί σε κίνδυνο η διαφορετικότητά τους»[27].
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ΟΜΠΡΕΛΑ, τ. 89, 2010, σ. 23-28 
* Ο Νίκος Τσούλιας είναι καθηγητής σε λύκειο. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996 – 2003). Διδακτορικό στην Ειδική Αγωγή. Δύο βιβλία: “Σε πρώτο πρόσωπο” και «Παιδείας εγκώμιον».  Συνεργάστηκε με: «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986), «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996) και “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” (2010- σήμερα) καθώς και με αρκετά περιοδικά. (https://anthologio.wordpress.com)


[1] Weber, M. (1972), Δοκίμια επί της θεωρίας των κοινωνικών επιστημών, Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, σ. 68
[2] Πιμπλής, Μ., «Δεν αγαπώ αυτόν τον κόσμο», «Τα Νέα», 4.11.09
[3] Από συνέντευξη του Ε. Μορέν στη «Λιμπερασιόν» αναδημοσιευθείσα στα «Νέα» 3.12.09
[4] Φ. Τερζάκης, «Το ενιαίο της ανθρώπινης φύσης και η ατέρμονη ποικιλομορφία του πολιτισμού», για το βιβλίο του F. Boas, «Η σκέψη του πρωτόγονου ανθρώπου και η πρόοδος του πολιτισμού», «Ελευθεροτυπία» 27.11.09
[5] Ο.π.
[6]Levi-Strauss, C. (2003), Εξ αποστάσεως, Αθήνα: Αρσενίδης, σ. 37
[7] Levi-Strauss, C. (2008), Φυλή και Ιστορία, Φυλή και πολιτισμός, Αθήνα: Πατάκης, σ. 120
[8] Thompson, P.(2002), Η δομή των θεωριών της βιολογίας, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, σ. 209
[9] Levi-Strauss, C. (2008), Φυλή και Ιστορία, Φυλή και πολιτισμός, Αθήνα: Πατάκης, σ. 43
[10] Levi-Strauss, C. (2003), Εξ αποστάσεως, Αθήνα: Αρσενίδης, σ. 50
[11] Levi-Strauss, C. (2003), Εξ αποστάσεως, Αθήνα: Αρσενίδης, σ. 64
[12] Levi-Strauss, C. (2008), Φυλή και Ιστορία, Φυλή και πολιτισμός, Αθήνα: Πατάκης, σ. 44
[13] Popper, Κ. (1971), The Open Society and Its Enemies, v. 2, New Jersey: Princeton University Press, p. 270
[14] Μοδινός, Μ., Οριστικό αντίο στους Τροπικούς, «Τα Νέα», 2.1.10.
[15] Μαν, Τ. (1992), Δόκτωρ Φάουστους, Αθήνα: Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, σ. 218
[16] Μητσός, Μ., Ένα πραγματικό προπατορικό αμάρτημα, από συνέντευξη του Λεβί- Στρος στη«Μοντ» (Ιαν. 1979), «Τα Νέα», 7.11.09
[17] Birnbaum, J., Ο κύριος του παιχνιδιού, Συνέντευξη της Φ. Εριτιέ, «Το Βήμα», 8.11.09
[18] Στουπάκη, Α., Το τελευταίο «ιερό τέρας» του στρουκτουραλισμού, «Καθημερινή», 29.6.09
[19] Levi-Strauss, C. (2003), Εξ αποστάσεως, Αθήνα: Αρσενίδης, σ. 191
[20]Levi-Strauss, C. (2003), Εξ αποστάσεως, Αθήνα: Αρσενίδης, σ. 24
[21] Levi-Strauss, C. (2008), Φυλή και Ιστορία, Φυλή και πολιτισμός, Αθήνα: Πατάκης, σ. 88
[22] Πανουργιά, Ν., Ο Κλοντ και ο Οιδίποδας, «Το Βήμα», 8.11.ο9
[23] Μουζέλη, Ν., Το απρόβλεπτο και το προβλεπτό , «Το Βήμα», 8.11.ο9
[24] Levi-Strauss, C. (2008), Φυλή και Ιστορία, Φυλή και πολιτισμός, Αθήνα: Πατάκης, σ. 89
[25] Μοδινός, Μ., Οριστικό αντίο στους Τροπικούς, «Τα Νέα», 2.1.10.
[26] Levi-Strauss, C. (2008), Φυλή και Ιστορία, Φυλή και πολιτισμός, Αθήνα: Πατάκης, σ. 138
[27] Levi-Strauss, C. (2003), Εξ αποστάσεως, Αθήνα: Αρσενίδης, σ. 58

Πέμπτη 3 Αυγούστου 2017

Καποδίστριας: Μια ανοιχτή εθνική πληγή

Αποτέλεσμα εικόνας για εικόνες καποδίστριας 

Ο αγαπημένος μου εξάδελφος, χτύπησε πάλι. Με ένα παλαιό άρθρο, δημοσιευμένο στο Βήμα. Λές και το κάνει επίτηδες. Σαν να θέλει να ξύσει κακοφορμισμένες πληγές. Μ' ετούτα και μ' εκείνα, κάθε τόσο μου υπενθυμίζει  εθνικές συμφορές και λάθη, Ένα πρόστιμο θα του άξιζε, όπως στον  Φρύνιχο, τον τραγικό ποιητή της αρχαιότητας. Αυτόν, που τον θυμόμαστε και για το πρόστιμο ύψους χιλίων δραχμών, που του επέβαλαν οι Αθηναίοι,  ως τιμωρία του, εξαιτίας της παράστασης του έργου του «Μιλήτου Άλωσις». [Η Μίλητος καταστράφηκε ολοσχερώς όταν υποτάχτηκε στους Πέρσες, τον έκτο χρόνο (494 π.Χ.) από την έναρξη της εξέγερσης των Ιωνικών πόλεων ενάντια στην περσική κυριαρχία]. Το έργο αυτό, τελικά, απαγορεύτηκε, γιατί θεωρήθηκε ότι προξενούσε μεγάλη λύπη στους Αθηναίους. Ίσως, και να τους τρόμαζε η ιδέα πως θα μπορούσε κάποτε να συμβεί και σ' αυτούς το ίδιο κακό.

Εδώ όμως, δεν μπορεί να μας απογορευτεί να μιλάμε και να σκεφτόμαστε για τον Καποδίστρια. Γιατί εμείς, και πάλι, θα μιλάμε. Δεν έχουμε πια, τίποτε που να μπορεί να μας τρομάξει. Γιατί έχουμε ήδη παραφρονήσει από τα ανελέητα χτυπήματα που έρχονται όχι μόνο απ' έξω, αλλά κυρίως από μέσα! Από αυτούς που δεν ξέρουν τί κάνουν, και τί να κάνουν!

Εμείς, λοιπόν, θα τιμούμε τον πολιτικό άνδρα, θα μελετούμε το έργο του, την ιστορία και την πολιτική επικαιρότητα, θα κρίνουμε τις περιστάσεις και τα πρόσωπα, θα συγκρίνουμε αυτούς που έχουμε με εκείνους που θέλουμε, και θα προσπαθούμε να απομακρυνόμαστε από το χάσμα που προκαλεί ο εκάστοτε εκλογικός κουρνιαχτός ανάμεσα στην λογική στάθμιση, την ψυχραιμία στις αντιδράσεις, την σώφρονα επιλογή και την απόρριψη των ακατάλληλων.

Ο Καποδίστριας λοιπόν! άλλοι τον θυμούνται, τον τιμούν και τον δοξάζουν, κι εμείς φτύσαμε στον κόρφο μας πριν πιάσουμε το μαχαίρι να του πάρουμε το κεφάλι. Ας είναι. Λένε, λοιπόν, οι ξένοι, για τούτον τον περιούσιο Έλληνα, τα παρακάτω:

Αντιγράφω το κείμενο του Ελβετού Πρέσβη, και το παραθέτω,
  • για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, εκείνων που πέτυχε ο Καποδίστριας, ο μεγάλος πολιτικός, και 
  • για εκείνα που γίνονται σήμερα στην πατρίδα μας από τους πολιτικούς νάνους. Αλλά, 
  • Και για την ευγνωμοσύνη των Ελβετών 
  • σε σύγκριση με την εγκληματική συμπεριφορά των εξωνημένων ελλήνων που τον δολοφόνησαν και των αμνημόνων ελλήνων που τον αγνοούν...

[Το άρθρο, δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2014, αναφέρεται στον Ιωάννη Καποδίστρια, στην δράση του αλλά και στην ευγνωμοσύνη που του έχουν οι Ελβετοί. Γραμμένο από τον  πρέσβη της Ελβετίας στην Αθήνα κ. Lorenzo Amberg, αποτελεί κείμενο της ομιλίας του πρέσβη στην Αναγνωστική Εταιρεία Κέρκυρας (στις 23 Σεπτεμβρίου 2011), προς τιμήν του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας].

Το ακόλουθο κείμενο αφορά κάποιες πτυχές της ζωής αυτού του μεγάλου πολιτικού άντρα που υπήρξε ο Ιωάννης Καποδίστριας· ειδικά το ρόλο που διαδραμάτισε στη θεσμική αναδιοργάνωση της Ελβετίας, καθώς και στην ενδυνάμωση του καθεστώτος της μόνιμης ουδετερότητας. Δεν το γράφω ως ιστορικός, αφού δεν έχω αυτή την ιδιότητα, αλλά ως ευγνώμων πολίτης, όπως επίσης και ως διπλωματικός εκπρόσωπος της σύγχρονης Ελβετίας, η οποία, χωρίς εκείνον, αναμφίβολα, δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα.

Πρώτη αποστολή του Καποδίστρια στην Ελβετία από τον Σεπτέμβριο 1813 ως τον Νοέμβριο του 1814.

Ο Καποδίστριας εισέρχεται στην ελβετική ιστορία σε μια κρίσιμη στιγμή, ενώ επικρατεί το συγκεντρωτικό κράτος, το οποίο θέλησε να δημιουργήσει η Γαλλία, κατόπιν της εισβολής της το 1798 στην Ελβετία, και καταλήγει σε μια κατάσταση χάους, πραξικοπημάτων και αναρχίας το 1802. Ο Ναπολέων, έχοντας αποσύρει τα στρατεύματά του, επιβάλλει τότε στους Ελβετούς το καθεστώς της ομοσπονδίας. Επιστρέφει στα καντόνια τις εξουσίες τους και καταργεί την κεντρική κυβέρνηση. 

Πρόκειται για μια «διαμεσολάβηση» ανάμεσα στα αριστοκρατικά και στα προοδευτικά καντόνια, αλλά πρόκειται πρωτίστως για «επιβολή». Το κάθε καντόνι έχει το δικό του σύνταγμα, αλλά αυτά τα συντάγματα είναι περίπου όμοια και δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις ιστορικές, θρησκευτικές και γλωσσολογικές ιδιαιτερότητες του κάθε καντονιού. Η Ελβετία, μεταξύ του 1802 και του 1813 γίνεται ακόμα πιο εξαρτημένη από τη Γαλλία από ό,τι στο παρελθόν. Είναι υποχρεωμένη να διαθέσει 16.000 στρατιώτες στον στρατό του Ναπολέοντα, προκειμένου να λάβουν μέρος στους διάφορους πολέμους, με αποτέλεσμα σημαντικές ανθρώπινες απώλειες, κυρίως κατά την Ρωσική εκστρατεία.

Το 1813, 130.000 Ρώσοι και Αυστριακοί στρατιώτες εισβάλλουν στην Ελβετία, προκειμένου να πολεμήσουν τα γαλλικά στρατεύματα στα σύνορά της. Η τάξη του ελβετικού κράτους, την οποία έχει επιβάλει η Γαλλία καταρρέει άμεσα. Η ομοσπονδιακή Βουλή, το Κοινοβούλιο που απαρτίζεται από δύο βουλευτές από το κάθε καντόνι, αλλά χωρίς πραγματικές αρμοδιότητες, καταργεί το σύνταγμα, το λεγόμενο «Σύνταγμα της διαιτησίας».

Οι νικήτριες Δυνάμεις, η Αγγλία, η Ρωσία, η Πρωσία και η Αυστρία, όπως γνωρίζουμε, ξεκινούν την αναδιοργάνωση της Ευρώπης, αποκαθιστώντας κυρίως την παλιά τάξη πραγμάτων. Ποια θα είναι η θέση της Ελβετίας, η οποία βρίσκεται γεωγραφικά στο κέντρο της Ευρώπης; Μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, η Ρωσία είναι εκείνη που εκδηλώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την Ελβετία. Ο Καποδίστριας λαμβάνει εντολή από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α' να «σώσει (την Ελβετία) από το γαλλικό δεσποτισμό» και να τη συνδράμει ώστε «να ξαναβρεί τον εαυτό της και να λάβει μέρος [...] στο μεγάλο έργο της ευρωπαϊκής αναδόμησης» (Bouvier-Bron, σελ. 19).

Ο Καποδίστριας λοιπόν φτάνει στην Ελβετία τον Νοέμβριο του 1813 και θα παραμείνει εκεί ως τον Σεπτέμβριο του 1814. Φέρει τον τίτλο του έκτακτου απεσταλμένου και εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του Ρώσου Τσάρου. Συνεργάτες του είναι ο Αυστριακός διπλωμάτης, Lebzeltern, αργότερα ο Schraut, επίσης ένας Άγγλος, ο Cunning και άλλοι. Κανείς τους όμως δεν θα παραμείνει στην Ελβετία καθ' όλη αυτή την περίοδο, και όπως επισημαίνει και η κ. Michele Bouvier-Bron, ο Καποδίστριας «αδιαμφισβήτητα άσκησε την πλέον καθοριστική επιρροή» μεταξύ των απεσταλμένων των Μεγάλων Δυνάμεων.

Τον Σεπτέμβριο του 1813, η Ελβετία είναι κατακερματισμένη. Η χώρα σπαράσσεται από πολιτικούς διχασμούς, από διαμάχες επιρροών, από εδαφικές διεκδικήσεις. Πρόκειται για μια πολύ οδυνηρή μεταβατική περίοδο, και η κατάσταση είναι τόσο σοβαρή, ώστε η χώρα να βρίσκεται στο μεταίχμιο ενός εμφυλίου πολέμου. Ο Κερκυραίος, ο οποίος, απαντώντας στον τσάρο, δηλώνει ότι γνωρίζει την Ελβετία μόνο από τα βιβλία και πως δεν μιλά γερμανικά, βουτάει στα βαθιά νερά και αναπτύσσει μια αξιοθαύμαστη δραστηριότητα. Σε λίγο καιρό, γίνεται γνώστης των ελβετικών πραγμάτων. Επισκέπτεται όλους τους παράγοντες, όλα τα καντόνια, συντάσσει σχέδια αποφάσεων και συνταγμάτων, συμβουλεύεται, κατευνάζει τα πάθη, αναζητά συμβιβασμούς, και την ίδια στιγμή αναφέρει πιστά και λεπτομερώς στους ανωτέρους του όλα όσα συμβαίνουν στην Ελβετία. Μόνο μια φορά χρησιμοποιεί, μαζί με τους συναδέλφους του, την απειλή: Τον Αύγουστο του 1814, όταν η ομοσπονδιακή Βουλή ή το Κοινοβούλιο, το οποίο εδρεύει στη Ζυρίχη, δεν έχει καταλήξει στο κείμενο του νέου ελβετικού Συντάγματος, οι ξένοι διπλωμάτες απειλούν να διαλύσουν τις σχέσεις τους με τη Βουλή και να εγκαταλείψουν τη χώρα στους διχασμούς της. Τρεις μέρες αργότερα υιοθετείται το Σχέδιο του Συντάγματος.

Στο τέλος αυτού του μαραθωνίου, όχι μόνο η Ελβετία, αλλά και το κάθε καντόνι έχει το δικό του Σύνταγμα. Η πολιτική ειρήνη έχει αποκατασταθεί, όπως επίσης και μια κάποια ισορροπία μεταξύ των καντονιών, τα οποία έχουν όλα τα ίσα δικαιώματα. Η Ελβετία αναγνωρίζεται από τους Συμμάχους (σημειώνουμε ότι ορισμένα μικρά κρατίδια εξαφανίστηκαν την εποχή εκείνη, όπως η Γένοβα ή η Βενετία).

Ασφαλώς, δεν πρόκειται ακόμα για την Ελβετία που διαμορφώθηκε αργότερα το 1830 και το 1848. Το ομοσπονδιακό κράτος είναι ακόμα αδύναμο, η ύπαρξή του σε εμβρυϊκό στάδιο. Ωστόσο, έχουν τεθεί οι βάσεις. Εκεί όπου ο Ναπολέων απέτυχε με τη βία, ο Καποδίστριας τα κατάφερε με τον διάλογο, τη δύναμη της πειθούς και την επιμονή του. Αυτός ο ιδιοφυής διπλωμάτης, όχι μόνο κατανόησε από πολύ νωρίς την πολυπλοκότητα της ελβετικής πραγματικότητας στις παραμικρές της λεπτομέρειες, αλλά εντέλει κατάφερε να πείσει τους συνομιλητές του ότι η λύση που τους πρότεινε ήταν για το συμφέρον τους. Αργότερα, μετά την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης το 1821, σε μια επιστολή του σε Κερκυραίο θα γράψει τα εξής: «Η αναγέννηση και η πραγματική ανεξαρτησία ενός λαού δεν μπορούν παρά να είναι έργο του ιδίου. Μια εξωτερική βοήθεια μπορεί ενδεχομένως να τις διευκολύνει, όχι όμως και να τις δημιουργήσει.» (Chronos). Αναμφίβολα, ο Καποδίστριας είχε ήδη υιοθετήσει αυτήν την άποψη όταν οργάνωνε τα ζητήματα της Ελβετίας. Το απόσπασμα αυτό επιβεβαιώνει επίσης ότι ο Καποδίστριας δεν έπαψε ποτέ να είναι ένας Έλληνας πατριώτης, έτοιμος να υπηρετήσει τον απελευθερωμένο του λαό και να αναδιοργανώσει το Κράτος του, όπως και θα το κάνει από το 1829 ως το 1831.

Κατά τους μήνες των διαπραγματεύσεων, σχολιάζει με ενάργεια: «Στις δημοκρατίες, συζητάμε πολύ, παίρνουμε αποφάσεις με δυσκολία, και ενεργούμε με μεγάλη βραδύτητα.» Είναι μια ορθή ματιά και όσον αφορά στη λειτουργία της Ελβετίας, αυτό ισχύει απολύτως, ακόμα και στις μέρες μας: οι συζητήσεις διεξάγονται έτσι ώστε να ακούγεται η φωνή όλων των κομμάτων, και η δυσκολία λήψης αποφάσεων προέρχεται από την αναγκαιότητα εξεύρεσης συμβιβασμών, και η βραδύτητα των ενεργειών αποτελεί το τίμημα της απουσίας μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας. Η τελευταία ενισχύεται ωστόσο σε περίπτωση κινδύνου, για παράδειγμα σε περίπτωση εξωτερικής απειλής.

Διαβάζοντας τις επιστολές και τις αναφορές του, φαίνεται ότι, παρά τον τεράστιο φόρτο της δουλειάς, παρ' όλες τις συκοφαντίες εναντίον του, κατά τα διάφορα στάδια των διαπραγματεύσεων, από τους μεν και τους δε, ο Καποδίστριας δένεται με την Ελβετία. Στο τέλος της αποστολής του, τον Σεπτέμβριο του 1814, γράφει στον πατέρα του τα εξής:
«Τα ζητήματα της Ελβετίας ολοκληρώθηκαν. Η Βουλή επικύρωσε τελικά το ομοσπονδιακό Σύνταγμα [...]. Ολοκληρώθηκε μια εξαιρετικά πολύπλοκη διαπραγμάτευση, με ατέλειωτες δυσκολίες και ταξίδια και γραπτά και δοκιμασίες και συντάγματα και σχέδια - αλλά δεν πειράζει. Αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι με γέμισαν με στοργή και ειλικρινή εγκαρδιότητα. Η εμπιστοσύνη που μου έδειξαν με αποζημίωσε σε μεγάλο βαθμό για όλες μου τις προσπάθειες. Αν, στο μέλλον, θέλουν να είναι ευτυχισμένοι και να χαίρονται την ανεξαρτησία τους, εκτιμώ ότι δεν θα έχω χάσει ούτε το χρόνο, ούτε τον κόπο μου.» (Bouvier-Bron, σελ. 271).

Και να τι είπε για τη διαπραγματευτική ευφυΐα του Καποδίστρια εκείνος που υπήρξε για κάποιο διάστημα γραμματέας του, ο Elie-Ami Betant από τη Γενεύη, στη βιογραφία του
Καποδίστρια το 1839: «Γεννημένος σε μια ευάλωτη και διαιρεμένη δημοκρατία, εξοικειωμένος [...] με τη γλώσσα των λαϊκών παθών, ο Καποδίστριας είχε απόλυτη άνεση απέναντι στις διαμάχες των κομμάτων που ανατάραζαν την Ελβετία, την εποχή εκείνη. Κατάφερε να κερδίσει την εκτίμησή τους, γιατί δεν χρησιμοποίησε ούτε διπροσωπία, ούτε ακαμψία απέναντί τους, και εισχώρησε με ειλικρίνεια στα εσωτερικά τους ζητήματα [...]» (Betant, σελ. 25).

Κατά την πρώτη του αποστολή στην Ελβετία, ο Καποδίστριας κατάφερε επίσης να δημιουργήσει φιλικούς δεσμούς με πολλές προσωπικότητες της δημόσιας ζωής, όπως τον Fellenberg, τον περίφημο ιδρυτή και διευθυντή της σχολής του Hofwyl, τον φιλελεύθερο βουλευτή από το καντόνι του Vaud, τον Henri Monod, όπως επίσης και τον Charles Pictet de Rochemond. Οι σχέσεις αυτές θα ενισχυθούν και, όπως ξέρετε, ο Καποδίστριας, μην μπορώντας να επιστρέψει στα Επτάνησα, εξαιτίας των Άγγλων που είχαν καταλάβει τα νησιά, θα εγκατασταθεί προσωρινά, αλλά για αρκετά χρόνια στην Ελβετία, και συγκεκριμένα στη Γενεύη, η οποία θα γίνει ένα από τα κέντρα του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού. Αυτό όμως αποτελεί θέμα για μια άλλη διάλεξη!

Ο Καποδίστριας, με τον τρόπο αυτόν συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία ενός βιώσιμου και σχετικά ανεξάρτητου κράτους. Το 1814, όλα τα ξένα στρατεύματα εγκατέλειψαν τη χώρα και η Ελβετία βρέθηκε πλέον υπό την παρακολούθηση των συμμαχικών Δυνάμεων, αλλά όχι υπό την κηδεμονία τους. Η Ρωσία μερίμνησε ώστε να περιοριστεί όχι μόνο η επιρροή της Γαλλίας, αλλά και της Αυστρίας. Καμία Μεγάλη Δύναμη δεν είχε κυρίαρχη επιρροή στην Ελβετία. Η Ρωσία χρησιμοποιεί πλέον τη δύναμή της, αποκλειστικά για να καταστήσει όλο και πιο ανεξάρτητη, ακόμα πιο ουδέτερη την Ελβετία. Αυτό προκύπτει στο Συνέδριο της Βιέννης, όπου παρευρίσκεται ο Καποδίστριας, αμέσως μετά το τέλος της αποστολής του στην Ελβετία.

Εκπρόσωπος της Ρωσίας στο Συνέδριο της Βιέννης, Σεπτέμβριος 1814 - Ιούνιος 1815
 
Σε ομοσπονδιακό επίπεδο, η Ελβετία εκπροσωπείται στο Συνέδριο της Βιέννης από μια αντιπροσωπεία τριών συντηρητικών πολιτικών, μελών της Βουλής (κοινοβουλίου), αντιπροσωπεία η οποία εδρεύει την περίοδο εκείνη στη Ζυρίχη. Το κεντρικό πρόσωπο όμως είναι αναμφίβολα ο πολιτικός από τη Γενεύη, Charles Pictet de Rochemont, ο οποίος ήταν εντεταλμένος της Δημοκρατίας της Γενεύης. Η Γενεύη είναι τότε σύμμαχος της Ομοσπονδίας, αλλά όχι ακόμα μέλος της, καθώς δεν αποτελεί ακόμα καντόνι. Ο Pictet de Rochemont συνοδεύεται από τον Francois d'lvernois. Σκοπός του Pictet είναι να προσαρτήσει τη Γενεύη στην Ομοσπονδία ως καντόνι εξομαλύνοντας το έδαφος της Δημοκρατίας, έτσι ώστε να διαμορφωθεί σε μια ενότητα και να συνδεθεί με το ελβετικό έδαφος. Η στρατηγική του Pictet είναι η εξής: η ασφάλεια της Γενεύης δεν μπορεί να εξασφαλιστεί παρά μόνο εάν η τελευταία γίνει μέλος της Ομοσπονδίας. Η δε ασφάλεια της Ομοσπονδίας εξαρτάται επίσης από τη στρατιωτική ασφάλεια των συνόρων του καντονιού της Γενεύης. Ας ρίξουμε μια ματιά στο χάρτη, και θα συνειδητοποιήσουμε πόσο δύσκολο εγχείρημα είναι αυτό, εφόσον προϋποθέτει ότι ζητείται από τη Γαλλία, η οποία εκείνον τον καιρό βρίσκεται σε διαδικασία αποκατάστασης του παλαιού καθεστώτος, να γίνει σύμμαχος των Μεγάλων Δυνάμεων και να συμμορφωθεί με τις εδαφικές παραχωρήσεις.
Καθ' όλη τη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης, ο Καποδίστριας αποδεικνύεται πιστός σύμμαχος των Ελβετών και συγκεκριμένα του Pictet de Rochemont, όπως επιβεβαιώνεται από την ογκώδη διπλωματική τους αλληλογραφία. Βρισκόμαστε ενώπιον μιας μοναδικής συνεργασίας μεταξύ των δύο αντρών, οι οποίοι συναντώνται πολύ συχνά, νωρίς το πρωί. Ο Pictet ενημερώνεται για τις τελευταίες εξελίξεις των διαπραγματεύσεων. Ορισμένες φορές, ο Καποδίστριας του ζητά να του υποβάλει σχέδια και αιτήματα που αφορούν την Ελβετία, προκειμένου να τα διαβιβάσει, εξ' ονόματός του, στους τότε αξιωματούχους υπουργούς στη Βιέννη. Οι δύο άντρες μοιράζονται στιγμές ικανοποίησης, αλλά και απογοήτευσης: ο τροχός της διπλωματικής τύχης γυρίζει αδιάκοπα. Μπορούμε να βεβαιώσουμε, χωρίς να ανατρέξουμε σε λεπτομέρειες, συμφωνώντας με τον Pictet και τον συνάδελφό του d'lvernois, ότι ο Καποδίστριας υπήρξε ο πιο πιστός δικηγόρος, ακούραστος και πλέον αποτελεσματικός μεσολαβητής των συμφερόντων της Γενεύης και της Ελβετίας στη Βιέννη.

Κατά την επιστροφή του από τη Βιέννη, τον Απρίλιο του 1815, ο Pictet γράφει στην αναφορά της ολοκλήρωσης της αποστολής στο μεγάλο Συμβούλιο της Γενεύης:
«(...) μεταξύ εκείνων που ενδιαφέρθηκαν για τα επιτεύγματά μας, κανείς δεν το έπραξε με περισσότερη συνέχεια, καλή διάθεση, ευφυΐα και αποτελεσματικότητα από τον κόμη Καποδίστρια. Κατά τις ενενήντα δύο συνεδριάσεις (=συναντήσεις) που είχα μαζί του, ήταν πάντα ίδιος και απαράλλαχτος, ο καλύτερος οδηγός, ο καλύτερος σύμβουλος και προικισμένος με μια υπομονή, η οποία δεν κάμφθηκε ποτέ, παρ' όλο που τα ζητήματα της Ελβετίας του έδωσαν αφορμή να τα αποστραφεί και παρ' όλο που ανέλαβε κατά κύριο λόγο τη μεγάλη διαπραγμάτευση με την Πολωνία και την Σαξονία, κάτι που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αδιαφορία του απέναντι στα συμφέροντα της ασήμαντης Γενεύης.» (Cramer, I, XXIII).

Όπως γνωρίζουμε, ο Pictet κατάφερε, στην πρώτη Διάσκεψη των Παρισίων και κυρίως στο Συνέδριο της Βιέννης να « εξομαλυνθούν » τα σύνορα του καντονιού της Γενεύης και να συνδεθεί το έδαφός της με εκείνο του κανονιού του Vaud. Ο κανονισμός αυτός επέτρεψε την ενοποίηση της Γενεύης με την Ομοσπονδία. Σε ελβετικό επίπεδο, επιτεύχθηκαν κι άλλες εδαφικές εξομαλύνσεις και τα σύνορα που καθιερώθηκαν στη Βιέννη το 1815 παρέμειναν τα ίδια ως τις μέρες μας. Όσο για την περιοχή του Vaud, από όπου κατάγεται και ο οικοδιδάσκαλος του Αλεξάνδρου Α',Cesar Laharpe, ο οποίος συμμετείχε επίσης στο Συνέδριο της Βιέννης, ο Καποδίστριας επέμεινε επιτυχώς ώστε αυτή η περιοχή, η οποία ήταν υπό την κατοχή του καντονιού της Βέρνης ως το 1798, να γίνει ένα κυρίαρχο καντόνι και μέλος της Ομοσπονδίας. Οι κάτοικοι του Βο, όπως και της Γενεύης οφείλουν στον Καποδίστρια ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη.

Η αναγνώριση της ουδετερότητας

Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης, πραγματοποιείται η επιστροφή του Ναπολέοντα από τη νήσο Έλβα. Οι Σύμμαχοι προετοιμάζουν στρατιωτική επίθεση και ζητούν από την Ελβετία να επιτρέψει στα συμμαχικά στρατεύματα να περάσουν μέσα από το καντόνι του Valais και της Βασιλείας προς τη Γαλλία. Τα ελβετικά στρατεύματα συντάσσονται με τα συμμαχικά στρατεύματα στο Franche-Compte και συμμετέχουν στην πολιορκία του γαλλικού φρουρίου του Huningue, στην απέναντι πλευρά της Βασιλείας. Με τη συνθηκολόγηση αυτού του φρουρίου, τον Αύγουστο του 1815, ολοκληρώνεται η τελευταία στρατιωτική ενέργεια με ελβετική συμμετοχή στο εξωτερικό. Ακολουθεί τότε η Δεύτερη Διάσκεψη των Παρισίων (μία πρώτη Διάσκεψη, η οποία δεν ευοδώθηκε είχε συγκεντρώσει τους Συμμάχους στο Παρίσι, λίγο πριν από το Συνέδριο της Βιέννης). Αυτή η Διάσκεψη των Παρισίων υιοθετεί, στις 20 Νοεμβρίου 1815, την περίφημη «Διακήρυξη των Δυνάμεων για την αναγνώριση και την εγγύηση της μόνιμης ουδετερότητας της Ελβετίας και του απαραβίαστου του εδάφους της.» 

Πρόκειται για μια «ρητή και γνήσια αναγνώριση της μόνιμης ουδετερότητας της Ελβετίας», καθώς και για μία εγγύηση «της ακεραιότητας και του απαράβατου των εδαφών της σύμφωνα με τα νέα σύνορά της.» Η ουδετερότητα της Ελβετίας αποτελεί όφελος, τόσο για τους Ελβετούς, οι οποίοι από το 1515 προσβλέπουν στην ουδετερότητα, όσο και για τους Συμμάχους. Αυτό απορρέει από τις οδηγίες της ομοσπονδιακής Βουλής προς τον κ. Pictet de Rochemont, αναφορικά με τη δεύτερη Διάσκεψη των Παρισίων, όπου και διαβάζουμε: «Αυτό που πρωτίστως θα πρέπει να εξασφαλίσει η Ελβετία (...) είναι η εγκαθίδρυση της ουδετερότητάς της, βάση της πολιτικής της ανεξαρτησίας και της στρατιωτικής της κυριαρχίας. Οι συμμαχικές Δυνάμεις θεωρούν τα παραπάνω αναγκαίες προϋποθέσεις για τη μελλοντική ειρήνη της Ευρώπης [...]. Προκειμένου η Ελβετία να είναι ουδέτερη, θα πρέπει να εξασφαλίσει τη δύναμη της αντίστασης που προϋποθέτει η γεωγραφική της θέση και ο πληθυσμός της. Θα πρέπει να διαθέτει τα μέσα να αμυνθεί απέναντι σε επιθέσεις και να προστατευθεί έναντι οποιασδήποτε κυριαρχικής επιρροής της Γαλλίας, ή άλλου όμορου κράτους. Η Αγγλία, η Ρωσία και η Πρωσία επιθυμούν να δουν την Ελβετία σ' αυτήν τη θέση, και δεν έχουμε αμφιβολία πως και η Αυστρία το επιθυμεί ομοίως (...) (Cramer, II, σελ. 19).

Σ' αυτήν τη Δεύτερη Διάσκεψη των Παρισίων επίσης, ο Pictet de Rochemont συμβουλεύεται σχεδόν καθημερινά τον Καποδίστρια. Ο Pictet γράφει τα εξής, τον Οκτώβριο του 1815:
«Πώς θα μπορέσουμε ποτέ να ανταποδώσουμε αυτά που οφείλουμε σ' αυτόν τον υπέροχο Καποδίστρια; Έχει τόσο ευγενικά αισθήματα που θα άξιζε να είναι δικός μας. Είναι ο φοίνικας της διπλωματίας. Χωρίς αυτόν, το Συνέδριο της Βιέννης και οι λοιπές διαβουλεύσεις θα ήταν αξιοθρήνητα (...)» (Cramer, II, 171). Είναι φανερό εδώ ότι ο Pictet βρίσκεται σε μια φάση όπου αμφιβάλλει για την επιτυχία του. Σε διάστημα λιγότερο από ένα μήνα, στις 20 Νοεμβρίου, η Διάσκεψη των Παρισίων υιοθετεί την περίφημη αναγνώριση της ουδετερότητας της Ελβετίας. Και το αξιοσημείωτο είναι ότι το κείμενο αυτής της διακήρυξης έχει συνταχθεί από τον Pictet, κατόπιν αιτήματος του Καποδίστρια, ο οποίος το παρέδωσε χωρίς να αλλάξει λέξη στους Ανώτατους Εκπροσώπους των Συμμάχων. Αυτό αποτελεί, θα μπορούσαμε να πούμε, και τη μεγάλη επιτυχία του «ντουέτου» Καποδίστρια - Pictet.
Επισημαίνουμε ότι αν πράγματι ο Pictet είναι ο πλέον σεβαστός άντρας από τη Δημοκρατία της Γενεύης, παρ' όλα αυτά αποκαλεί επανειλημμένα τον Καποδίστρια «οδηγό» του, όπως και «πυξίδα» του, δηλώνει ότι χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσε να επιτύχει το στόχο του, και ας μην ξεχνάμε ότι μιλά για έναν άντρα, ο οποίος είναι 20 χρόνια νεότερός του! Το 1815, ο Pictet είναι 60 ετών και ο Καποδίστριας μόλις 39.

Ο Pictet πεθαίνει το 1824. Η ταφή του γίνεται την πρώτη Ιανουαρίου του 1825 στο νεκροταφείο του Plainpalais στη Γενεύη. «Πίσω από το φέρετρό του, σε θέση συγγενούς, περπατούσε ο «πιστός οδηγός» του στα Συνέδρια της Βιέννης και των Παρισίων. Ο Καποδίστριας, ο οποίος έτυχε, την εποχή εκείνη, να διαμένει στη Γενεύη, είχε ζητήσει την άδειά του να τον συνοδεύσει στην τελευταία του κατοικία.» (Edmond Pictet, σελ. 435).

Οι αρετές του Καποδίστρια αναγνωρίζονται πολύ σύντομα στην Ελβετία. Το 1839, ο παλιός του γραμματέας, ο μεγάλος ελληνιστής και φιλέλληνας από τη Γενεύη, Elie-Ami Betant, στον οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω, γράφει στη βιογραφία του: «Η στάση του Καποδίστρια στην Ελβετία τον τιμά ιδιαιτέρως. Αρχικά, η αποστολή την οποία ανέλαβε είχε προκαλέσει τη μοχθηρία εκ μέρους των διαφόρων κομμάτων, των οποίων θίγονταν τα συμφέροντα. Σιγά σιγά όμως οι υψηλές του αρετές εκτιμήθηκαν περισσότερο και σήμερα, ομόφωνα, οι Ελβετοί λυπούνται για την απώλειά του. Το όνομά του ακούγεται με σεβασμό από άντρες όλων των απόψεων.» (Betant, σελ. 28).
Ο Καποδίστριας ανακηρύσσεται επίτιμος δημότης της Γενεύης το 1815 και, ένα χρόνο αργότερα, του καντονιού του Vaud. Η Γενεύη, από την πλευρά της έδωσε το όνομά του σε μία από τις ωραιότερες όχθες της και μια αναμνηστική πλακέτα αναρτήθηκε στο σπίτι όπου διέμενε κατά το έτος 1820. Δεν γνωρίζω όμως κάποια παρόμοια επίσημη χειρονομία σε επίπεδο Ομοσπονδίας της εποχής εκείνης. Ανεγέρθηκε ωστόσο ένα άγαλμα του Καποδίστρια, κατόπιν ρωσικής πρωτοβουλίας, στα εγκαίνια του οποίου παρευρέθηκε η κ. Calmy-Rey, επικεφαλής του ομοσπονδιακού Υπουργείου Εξωτερικών, δίπλα στον Ρώσο ομόλογό της, τον κ. Serguei Lavrov. Αυτά έλαβαν χώρα τον Σεπτέμβριο του 2009, στις ακτές της λίμνης Λεμάν, στη μικρή πόλη Ouchy, κοντά στη Λωζάννη.

Η κληρονομιά του Καποδίστρια στην Ελβετία παραμένει επίκαιρη

Μια νέα τάξη πραγμάτων ξεκινά το 1814 και 1815, χάρη στη θέληση των νικητών Συμμάχων έναντι του Ναπολέοντα και συγκεκριμένα χάρη στη Ρωσία, αλλά κυρίως χάρη στη διπλωματική και ανθρώπινη ιδιοφυία του Καποδίστρια. Τα στοιχεία αυτής της νέας κατάστασης είναι τα εξής:
  • Η δημιουργία μιας εσωτερικής μόνιμης ειρήνης, βασισμένης σε παραχωρήσεις και σε αμοιβαίους συμβιβασμούς
  • Η υιοθέτηση ενός Συντάγματος (στα γερμανικά Bundesvertrag, δηλαδή ομοσπονδιακής Συμφωνίας), προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους το 1848
  • Η ανεξαρτησία και η διεθνής αναγνώριση της ουδετερότητας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ελβετίας, με την προϋπόθεση, από ελβετικής πλευράς, της δημιουργίας ενός ομοσπονδιακού στρατού, καθαρά αμυντικού, η μη ένταξη σε αμυντικές συμμαχίες, και η τήρηση μιας απόλυτης ουδετερότητας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.
  • Ο φεντεραλισμός και η ουδετερότητα, γεννημένοι κάτω από έναν ιστορικό και γεωπολιτικό ευρωπαϊκό αστερισμό, έγιναν στη συνέχεια αναπόσπαστο μέρος του ελβετικού πολιτικού συστήματος, ακόμα και της ίδιας της ταυτότητας της χώρας μου. Η εσωτερική και εξωτερική ειρήνη υπήρξαν αναγκαίες για την οικονομική και εμπορική ανάπτυξη της Ελβετίας, η οποία, για άλλα 100 χρόνια, υπήρξε μια φτωχή χώρα. Η ανάπτυξη των θεσμικών οργάνων της, η συνεχής αναζήτηση μιας ισορροπίας ανάμεσα στις ομοσπονδιακές αρμοδιότητες και εκείνες των καντονιών, η εφαρμογή της αρχής της αλληλεγγύης μεταξύ εύπορων και φτωχότερων καντονιών, οι πολιτικές διαβουλεύσεις μεταξύ τους, βασισμένες στην άμεση δημοκρατία, όλα αυτά θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν, σύμφωνα με ορισμένους παρατηρητές, ως πρότυπο για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση. Αλλά αυτό δεν είναι το θέμα μας σήμερα εδώ. Η ελβετική δημοκρατία αποτελεί έναν εξαιρετικά πολύπλοκο μηχανισμό, ένα «οργανωμένο χάος», όπως έχει χαρακτηριστεί ενίοτε. Ωστόσο, η λειτουργία της δεν είναι αυτόματη, και δεν είναι κεκτημένη μια για πάντα: Λειτουργεί μόνο όσο οι πολίτες της θέλουν να λειτουργεί.
  • Όσο για την ουδετερότητα, μπορούμε να πούμε ότι τηρήθηκε κατά τη διάρκει όλων των συγκρούσεων - και δυστυχώς η Ευρώπη υπήρξε πλούσια στον τομέα αυτό από τα μέσα του 19ου ως τα μέσα του 20ου αιώνα. Συγκεκριμένα, η Ελβετία δεν μετείχε στους δύο παγκόσμιους πολέμους, οι οποίοι διαδραματίζονταν στα σύνορά μας. Αλλά το να μην συμμετέχεις στις συγκρούσεις δεν σημαίνει ότι παραμένεις αδιάφορος. Ξεκινώντας από τη μάχη του Solferino, το 1863, την οποία παρακολούθησε και περιέγραψε ο μελλοντικός ιδρυτής της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού, Henri Dunant, η Ελβετία προσέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στα θύματα, για παράδειγμα συντρέχοντας τους πληγωμένους στρατιώτες από όλα τα στρατόπεδα, στέλνοντας ανθρωπιστική βοήθεια ή οργανώνοντας κέντρα αναζήτησης αγνοουμένων. Είναι η αρχή μιας μεγάλης ανθρωπιστικής παράδοσης, η οποία συνεχίζεται ως και σήμερα.
Η θέση αυτής της «ενεργούς ουδετερότητας» έδωσε στην ελβετική διπλωματία την ευκαιρία να προσφέρει τη συνδρομή της. Αναφέρομαι για παράδειγμα στη διατήρηση, ως τρίτη πλευρά, ενός ελάχιστου βαθμού προξενικών ή πολιτικών σχέσεων μεταξύ εμπόλεμων μερών, ή σε περίπτωση ρήξης διπλωματικών σχέσεων μεταξύ δύο χωρών. Αυτό συνέβη για παράδειγμα το 2008, όταν η Βέρνη έλαβε αίτημα εκ μέρους της Ρωσίας και της Γεωργίας, προκειμένου η Ελβετία να εκπροσωπήσει τα αντίστοιχα συμφέροντά τους. Παρ' όλο που μια σύγκρουση στην Ευρώπη μοιάζει σήμερα εξαιρετικά απίθανη, ωστόσο ο ελβετικός λαός παραμένει ιδιαίτερα προσηλωμένος στην αρχή της ουδετερότητας, κατά 80 ή 90%. Όταν η Ελβετία, με δημοψήφισμα, έγινε μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, η κυβέρνηση συνόδευσε το αίτημα της ένταξής της με μια επιστολή όπου υπήρχε η εξής διευκρίνιση: Η ένταξη αυτή, εκ μέρους της Ελβετίας δεν σημαίνει, σε καμία περίπτωση, την εγκατάλειψη της ουδετερότητάς της.

Ουσιαστικά, η Ελβετία συμμετέχει σήμερα σε ψηφίσματα κυρώσεων, τα οποία αποφασίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Ηνωμένα Έθνη, σε αποστολές διατήρησης της ειρήνης, όπως στο Κόσσοβο, όχι όμως και σε στρατιωτικές ενέργειες. Το καθεστώς της ουδετερότητας εξηγεί επίσης την επιλογή της Γενεύης, ως έδρα πολλών διεθνών οργανισμών, όπως αυτών των Ηνωμένων Εθνών, του διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και πολλών άλλων.

Αν είναι ορθό ότι η δομή του ομόσπονδου κράτους και η πρακτική της ουδετερότητας έχουν αλλάξει τα τελευταία περίπου 200 χρόνια, ωστόσο ο μεγάλος Κερκυραίος, χάρη στη διπλωματική του ιδιοφυΐα και το δέσιμό του με την Ελβετία διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο για να καθιερωθούν αυτοί οι δύο πυλώνες της κρατικής μας ταυτότητας. Η ευγνωμοσύνη μας προς τον Καποδίστρια δημιουργεί έναν πολύ ισχυρό δεσμό ανάμεσα στην Ελβετία και στην Κέρκυρα, την πόλη καταγωγής του, όπου γεννήθηκε και όπου αναπαύεται.

Βιβλιογραφία:
-         Betant E.-A., Correspondant du comte J. Capodistrias, President de la Grece, Geneve-Paris 1839, vol. I
-         Bouvier-Bron Michelle, Archives Jean Capodistrias, tome IV. La mission de Capodistrias en Suisse (1813-1814), Corfou 1984
-         Chronos (site russe : http/www.hrono.info/biograf/bio_k/kapodistria.pkp)
-         Cramer Lucien, Correspondance diplomatique de Pictet de Rochemont et de Frangois d'lvernois, Paris, Vienne, Turin 1814-1816, 2 vol. Geneve-Paris 1914
-         Κούκος Ανδρέας, «Η ευρωπαϊκή πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια» Ιστορία, τεύχος 505, Ιούλιος 2010, σ. 19-26
-         Koukkou Helen E., John Kapodistrias, A Greek Europhile Diplomat, Athens 1994
-         Κούκκου Ελένη Ε., Παύλωφ-Βάλμα Ευδοκία, Ιωάννης Α. Καποδίστριας, Ανέκδοτη Αλληλογραφία με τους Philippe-Emmanuel de Fellenberg, Rudolf-Abraham de Schifferli, 1814-1827, Αθήνα, 1999
-         Pictet Edmond, Biographie, travaux et correspondance de C. Pictet de Rochemont (1755-1824), Geneve 1892
-         Reymond-Exchaquet A.-M., «Un grand Vaudois... oublie ? Capo d'lstria» in Desmos, Amiti0s greco-suisses, bulletin no. 17, decembre 1999, pp. 9-13.
Ο Lorenzo Amberg, είναι Πρέσβης της Ελβετίας στην Ελλάδα