Παίχτης; όχι, δεν ήτανε! Ποτέ του δεν έπαιξε, σαν κάποιους που κάθονται στο τραπέζι της τσόχας και ξημεροβραδιάζονται κερδίζοντας και χάνοντας το βιός τους. Ή μετρώντας την αντοχή τους στης τύχης τα καμώματα. Χάνοντας την λατρεμένη του γυναίκα, είχε ιδεί την τύχη του, αλλά δεν είχε ακόμη μετρήσει τις δημιουργικές του δυνάμεις. Είχε και δυο παιδιά.
Ήτανε οικογενειάρχης άνθρωπος! Ήτανε επιχειρηματίας! Ήτανε πια Πατέρας μιας μεγάλης οικογένειας που κρεμότανε ολόκληρη απ' το μυαλό και τις αποφάσεις του. Κι επιχειρηματίας με ανοιχτούς λογαριασμούς στην δημιουργία και στην παραγωγή. Δεν μπορούσε να παίξει στην τύχη ό,τι με περισσή φροντίδα και σκέψη έχτιζε. Στο στόμα του καθημερινή η προσευχή και η δοξολογία.
Τα χειμωνιάτικα βράδια στο παραγώνι, μας αφηγήθηκε τα μεγαλύτερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Εκείνη η Γωνιά, ήτανε το Σχολείο μας! Ήτανε «το παιχνίδι του». Το κτίσιμο της ψυχής μας. Έτσι ένα βράδυ συναντήσαμε και τον Παίκτη!
Τον Παίκτη του Ντοστογιέφσκι, που έπεφτε από τον παράδεισο της νίκης, στην κόλαση της απελπισίας της ήττας. Κόκκινο-μαύρο. Σε μια στιγμή όλα χάνονταν ή όλα κερδίζονταν. Σε μια στιγμή. Σάλτο μορτάλε η κάθε ριξιά. Μαζί και τα ερωτήματα της ζωής, οι άνθρωποι και η άβυσσος της ψυχής τους.
Κι ο γλυκός μου ο μπαμπάς, που σε μια στιγμή είδε τη ζωή του να γκρεμίζεται καθώς έχανε την μάνα των παιδιών του, δεν ήθελε ποτέ του πια τέτοιες στιγμές. Ανθρώπινος ο θάνατος, μα δεν είναι στο χέρι μας τέτοια απώλεια. Ας μην την προκαλούμε. Και σαν βρέθηκε νοικοκύρης ξανά, με την μάνα μου στο πλευρό του, συχωρεμένοι κι οι δυό πια, φτιάξανε μια γλυκειά οικογένεια, και μάλιστα με «ιεραρχία»! Πότε μπήκε αυτή η ιεραρχία, δεν το κατάλαβα. Μόνο το έζησα. Όλα τα πράγματα είχανε τάξη, σειρά, πρόγραμμα, εργασία και προ πάντων χαρά. Γιατί τα μικρά παιδάκια πάντα είναι χαρούμενα και πάντα θέλουνε να παίζουνε και να κάνουνε σκανταλιές! Τα μεγάλα μου αδέρφια όμως ήταν εκεί! Κένταυροι στην διαπαιδαγώγηση και την παρακολούθησή μας. Τί όμορφα! Τώρα που μεγάλωσα ξέρω, και συμπεραίνω από αυτά που ξέρω, πως βρήκανε μια μάνα που τ' αγάπησε, κι εγώ, κι όλοι εμείς οι μικρότεροι, βρήκαμε στα πρόσωπά τους, διπλούς γονείς! Ακούραστους γονείς! Στα μέτρα μας και στις αντοχές μας!
[Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι οι γονείς δεν έχουνε πάντα τις αντοχές που απαιτεί η ανατροφή κι η διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους. Κι ακόμη κατάλαβα πως τα μεγαλύτερα παιδιά βρίσκουνε μεγάλο πράγμα να μεγαλώνουνε τους μικρότερους, γιατί αποκτάνε μεγαλύτερη δύναμη και υπευθυνότητα. Θυμάμαι πόσο απογοητεύτηκαν τα παιδιά μου σαν κάποτε ατύχησε μια πιθανή εγκυμοσύνη μου. Είχανε βάλει πρόγραμμα σε όλα, κάνανε διανομή ρόλων και καθηκόντων, γίνανε προσεκτικοί απέναντί μου, και τόσα άλλα! Χαθήκανε μεμιάς τα όνειρα που κάνανε για την νέα δομή της οικογένειας και για την διαπαιδαγώγηση του αναμενόμενου μέλους, σαν μάθανε πως δεν θα ρχόταν τελικά το μωρό που περιμέναμε!]
Μια παραμονή πρωτοχρονιάς, λοιπόν, που σ''όλα τα καφενεία του χωριού είχε στηθεί η τσόχα για το γούρι της πρωτοχρονιάς, πιέστηκε ο μπαμπάς από τους φίλους του ν' αλλάξει την συνήθεια και να παίξει. Ήταν απόβραδο, γιατί εκείνα τα χρόνια δεν ξενυχτούσαμε. Ο μπαμπάς δεν καθότανε άνετα μπροστά στο τραπέζι του παιγνίου, και το διαβολεμένο το παίγνιο τού'φερε νωρίς-νωρίς ένα πενηντάρικο κέρδος. Ένα πενηντάρικο, από εκείνα με όλες τις αποχρώσεις του μπλέ. Το πιο μικρό μας χαρτονόμισμα, τότε. Το κράτησε από την γωνία, σαν κάτι βρώμικο. Σε λίγο, προφασίστηκε -για να διακόψει- πως ήταν η ώρα δείπνου (με περιμένει η Αρετή και τα παιδιά) κι έφυγε. Σαν είδε το εμπορικό να είναι ακόμη ανοικτό, μπήκε μέσα και πήρε δυο ζευγάρια κάλτσες μπλέ, με το «βρώμικο» για να μην κρατάει πάνω του «τέτοια αποκτήματα». Κι ήρθε στο σπίτι κρατώντας το πακετάκι έξω και μακριά από τις τσέπες και τα ρούχα του! Τις ήθελε μπλέ για να ξεχωρίζουν από τις μαύρες που φορούσε συνήθως. Αυτές, τις μπλέ, δεν τις φόρεσε ποτέ!
Από τα μισόλογα, η μάνα μας κατάλαβε πως έπαιξε, μετάνοιωσε και λυπήθηκε πολύ επειδή κέρδισε στην τύχη τον κόπο κάποιου που είχε δουλέψει στα ξένα για μια ολόκληρη μέρα! Λυπήθηκε και δεν εύρισκε χαρά στην νίκη του, γιατί δεν έκανε τίποτε γι αυτήν.
Εκείνος, αποφάσισε, εκείνη, την μόνη φορά που έπαιξε, πως όχι αύριο, αλλά σήμερα όλα θα τελειώσουν. Και τέλειωσε τις δοσοληψίες με το παίγνιο, μια και καλή.
Δεν θεωρούσε την πρόκληση του παιγνίου δελεαστική και δεν της προσέδινε αφηρημένες ιδιότητες, εν όψει των ειδικών και συγκεκριμένων συνεπειών που είχε και τις οποίες ως αξίες και ως μεθοδολογία απέρριπτε.
Μετά από αυτά, εκείνο που μας εμφύσησε είναι να μην αφήνουμε στην τύχη την επιτυχία και την πρόοδό μας, αλλά να εργαζόμαστε γι' αυτήν με πίστη, με επιμονή και με συνέπεια στις αρχές και στις αξίες μας.
Κι αν για έναν τέτοιο λόγο θα είχαμε χάσει την ευκαιρία να ξέρουμε τον Παίκτη του Ντοστογιέφσκι, αυτό μπορεί να ήταν κακό για την λογοτεχνία, και για την εγκληματολογία (που ψάχνει να βρεί τα ελατήρια των ρίσκων και της επικινδυνότητας των ανθρωπίνων δράσεων), αλλά μπορεί να είχαμε λιγώτερες εγκληματικές πράξεις και να μην χρειαζόταν τόση ανθρώπινη πνευματική δύναμη και δράση για την έρευνά τους και την καταδίκη τους. Ποιός ξέρει;
Σας εύχομαι, σε σας και την οικογένειά σας, καλή χρονιά με υγεία, ευτυχία και τα παιδιά κοντά σας (αν είναι, για το καλό τους).
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας εύχομαι, επίσης, να έχετε, πάντα, αυτήν την διάθεση, για να μοιράζεστε μαζί μας, τις γνώσεις σας (ιδιοτελής ο σκοπός των ευχών;Σίγουρα όχι, απλά ο τόπος μας έχει ανάγκη, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, μορφωμένους ανθρώπους).