Εδώ και αρκετές μέρες (ή μήπως μπήκαμε στο δεύτερο μήνα;) το φώς του δρόμου μπροστά στο σπίτι μου είναι σβηστό, κι ο δήμος της Αθήνας, δέν έχει μάτια ούτε ευαισθησία γι' αυτό. Μια νύχτα μόνο τρεμόπαιξε, αλλά ξανάσβησε. Κι από τότε το βαθύ σκοτάδι, μέσα στο καταχείμωνο, δεν επιτρέπει την κυκλοφορία (με δεδομένες και τις άλλες συνθήκες της ζωής στην πόλη...) αργά το απόγευμα. Κι ο δρόμος νεκρώνεται. Ψυχή δεν αναπνέει στον δρόμο. Σαν να είναι πολεμικό κι αδιάγνωστο το νυχτερινό τοπίο. Φαντάζομαι πως το ίδιο θα συμβαίνει και σε άλλες γειτονιές της πόλης.
Όμως, ο δήμαρχος οργάνωσε, χριστουγεννιάτικα, ένα πανηγύρι στο Σύνταγμα. Μια ρόδα, που σκιάζει σε μέγεθος, ακόμη και το εθνικό μας Κοινοβούλιο. Ένα τσίρκο, ένα fun park, για ξεφάντωμα. Μια επιχείρηση, που λογάριασε τα Χριστούγεννα ως εξαιρετική περίοδο άγρας πελατών, πρωτίστως λόγω της εύκολης και πυκνότερης προσέλευσης του κόσμου στην περιοχή, με την ευκαιρία των Χριστουγεννιάτικων εορτών και... αγορών(;). Όλοι μας θα την βλέπαμε αυτήν την ρόδα. Όλα τα παιδιά θα θέλανε να ξεφαντώσουνε για λίγο, πάνω σε τούτο το προκλητικό και φανταχτερό πράγμα.
Το έργο, στήθηκε όπως-όπως, και φιγουράριζε μπροστά στα μάτια των υποψήφιων γι' αφαίμαξη θυμάτων, ή των υποψήφιων αληθών θυμάτων της αληθώς έωλης κατασκευής.
Τόση είναι η φαντασμαγορία της ρόδας, που επεσκίασε την έλλειψη της Χριστουγεννιάτικης διακόσμησης στην κεντρικώτερη πλατεία της πόλης, και την αποσιώπηση του Χριστουγεννιάτικου μηνύματος, που συνήθως -μέχρι σήμερα- εκπέμπεται με τον Χριστουγεννιάτικο στολισμό της. Ο δήμαρχος, μας υπέβαλε στο υπερθέαμα, για να σκεπάσει, να αποσιωπήσει και να παρακάμψει παραπλανητικά την Χριστουγεννιάτικη εθιμική μας παράδοση.
Όμως αυτό θα μπορούσε να είναι ένα φρούτο εισαγωγής! Ήδη σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, από ένα δήθεν -κακώς εννούμενο- σεβασμό στους αλλόθρησκους πληθυσμούς, εξαλείφουν τις δημόσιες εκφράσεις περί χριστιανικών εορτών, περί χριστουγεννιάτικων εθίμων, περί χριστουγεννιάτικων εδεσμάτων και γλυκισμάτων (τα είπανε χειμωνιάτικες λιχουδιές!), περί θρησκευτικών τελετών και τα τοιαύτα, εγκαταλείπουν τις πολιτισμικές μας καταβολές, την ιστορία και την ευρωπαϊκή μας θρησκευτικότητα, «για να μην κακοκαρδίσουμε τους αλλόθρησκους πληθυσμούς» που εισέβαλαν στην Ευρώπη, ή που οι οικονομικοί άρχοντες της Ευρώπης προσκάλεσαν για την εξυπηρέτηση των βιομηχανικών τους αναγκών, με την συνέργεια των ευρωπαίων πολιτικών ηγετών, που είναι και οι εντολοδόχοι τους. Κι έτσι δεν βάλαμε μια φάτνη για να ζεστάνουμε τον Χριστό που ξαναγεννήθηκε μες στην παγωνιά και την ερημία. Μια φάτνη στην καρδιά μας, στην ζωή μας.
Φρούτο εισαγωγής; όχι ακριβώς! Είναι, κυρίως, ο καρπός της αγωγής στην οποία υποβληθήκαμε βαθμιαία και παθητικά, σαν ναρκωμένοι, σαν απελπισμένοι για κάτι αλλιώτικο, κάτι λογικό, προφανές, επιθυμητό και καλώς γνωστό ή επιθυμητό αλλά άγνωστο, μετρητό ή μετρημένο, άμεσης ικανοποίησης, γιατί η ευωχία από την πολλή κατανάλωση μας έκανε άπληστους στην αλλαγή. Έτσι, όπως και η πολλή ελευθερία από κάθε δέσμευση και υποχρέωση, αποδέσμευσε και την λογική μας και την συνέπειά μας, και την αυτοκριτική μας και την παραγωγικότητά μας, και την πολιτική μας υπευθυνότητα. Και διαλέξαμε τον πολιτικό πλειοδότη στο ψέμμα και την ανεδαφικότητα των προφανώς απραγματοποίητων υποσχέσεων.
Κι η διαφορετικότητα (στην οποία μας καλούσανε αυτοί που ξέρανε τί θέλανε για τον εαυτό τους), μας έγινε τρόπος σκέψης και ζωής. Και δεν θέλουμε πια, την ιστορία και την παράδοσή μας. Τώρα θέλουμε ό,τι θέλανε οι άλλοι.
Σήμερα όμως το ξέρουμε καλά τί θέλανε οι άλλοι. Για εμάς: Αυτό που θέλανε ήτανε να ζούμε κατά πώς μας επιβάλλουν αυτοί. Δηλαδή: Να ζούμε έξω από τα νερά μας, χωρίς ελπίδα, φτωχοί, διαρκώς δανειζόμενοι -και σ' αυτούς χρεωμένοι-, άθρησκοι, εκβιαζόμενοι, αδύναμοι και καταληστευόμενοι, χωρίς αύριο και χωρίς προσωπική και εθνική προοπτική. Και με υποταγμένη την εξουσία που μας εκπροσωπεί. Κι έτσι, μόνοι, έωλοι, ευάλωτοι και χειραγωγήσιμοι, δεν έχουμε πια άλλον τρόπο από την υποταγή και την οπαδοποίησή μας σε ξένα προστάγματα και είδωλα. Τέτοια κατάντια.
Κι έτσι, εμείς εδώ, στήνουμε ρόδες που δεν κυλάνε.... για να σκοτώσουμε την ακινησία του μυαλού και των αισθημάτων μας. Ίσως, από μι' αταίριαστη -λόγω ανέχειας- γαλαντομία, ή από εθισμό στην ατασθαλία, για να βάλουνε στην τσέπη τους κάτι, κάποιοι επιτήδειοι φίλοι μας...
Κι έτσι λυπημένη, θυμάμαι που διάβασα μια απελπισμένη ευχή, και την κάνω για τον εαυτό μου και για όσους την χρειάζονται:
«Κάνε λοιπόν, Κύριε, νά 'χει κανείς ένα φίλο,
δώσ' του ένα σκυλί
ή ένα φανάρι του δρόμου,
γιατί χειμώνιασε, Κύριε, κι όσο πάει και σκοτεινιάζει...» *
* Σημείωση: Από το «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα» του Τ. Λειβαδίτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου