ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥΣ ΣΤΟΝ ΑΡΕΙΟ ΠΑΓΟ
1. Ὁ ἀπ. Παῦλος στὴν Ἀθήνα
Ἡ Ἀθήνα ἀναφέρεται στὴν Καινὴ Διαθήκη μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἀπ. Παύλου. Ὁ ἀπ. Παῦλος φεύγει ἀπὸ τὴν Βέροια, μετὰ τὰ ἐπεισόδια ποὺ προξένησαν οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, μὲ τὴ συνοδεία Βεροιαίων γιὰ τὴν Ἀθήνα. Ἀκολούθησε τὴ θαλάσσια ὁδὸ καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα ταξίδι 45 ἡμερῶν φθάνει στὴν Ἀθήνα. Δύο ἦταν τὰ λιμάνια στὰ ὁποῖα ὁ ἀπ. Παῦλος θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε καταπλεύσει. Τὸ ἕνα ἦταν τὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ καὶ τὸ ἄλλο τοῦ Φαλήρου. Κατὰ πᾶσα πιθανότητα ὁ ἀπ. Παῦλος ἀποβιβάστηκε στὸ λιμάνι τοῦ Φαλήρου, τὸ ὁποῖο ἦταν τὸ πρῶτο ποὺ συναντοῦσε καὶ ἦταν δύο χιλιόμετρα πιὸ κοντὰ στὴν Ἀθήνα. Τὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν περισσότερο στρατιωτικὸ λιμάνι, ἐνῶ στὸ λιμάνι τοῦ Φαλήρου ἀγκυροβολοῦσαν κυρίως τὰ ἐπιβατικὰ καὶ ἐμπορικὰ πλοῖα. Ἡ ἀποβάθρα τοῦ λιμανιοῦ βρισκόταν στὸ σημεῖο ποὺ εἶναι σήμερα τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στὴ λεωφόρο Ποσειδῶνος στὸ Παλαιὸ Φάληρο, κοντὰ στὸ τέρμα τῆς λεωφόρου Συγγροῦ.
Ἡ Ἀθήνα τὴν ἐποχὴ ποὺ τὴν ἐπισκέπτεται ὁ ἀπ. Παῦλος, δὲν εἶχε τὴν αἴγλη τοῦ 5ου καί 4ου αἰῶνα. Παρὰ ταῦτα, ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀσκεῖ γοητεία σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ νὰ χαίρει τοῦ σεβασμοῦ τους. Ἡ πόλη τῆς φιλοσοφίας, τῆς τέχνης, τῆς δημοκρατίας καί ἡ πόλη τῶν θεῶν, ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση καὶ στὸν ἀπ. Παῦλο. Ἦταν ἡ πόλη ὅπου ἔβλεπες περισσότερα ἀγάλματα θεῶν παρὰ ἀνθρώπους. Σὲ ἕναν Ἑβραῖο μονοθεϊστή, ὅπως ἦταν ὁ ἀπ. Παῦλος, αὐτὸ δημιουργοῦσε ἀναστάτωση καὶ ὅπως διαβάζουμε στὶς Πράξεις «παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντος κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν»[1]. (Πράξεις 17, 16).
Ἕνας βωμὸς θὰ τραβήξει ἰδιαίτερα τὴν προσοχὴ τοῦ ἀπ. Παύλου. Εἶναι ὁ βωμὸς «ἐν ᾦ ἐπεγέγραπτο ἀγνώστῳ θεῷ»[2] καὶ τὸν ὁποῖο θὰ χρησιμοποιήσει ἀργότερα στὴν ὁμιλία του στὸν Ἄρειο Πάγο, γιὰ νὰ τοὺς μιλήσει γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἔχουμε πολλὲς μαρτυρίες γιὰ τὴν ὕπαρξη βωμοῦ ἀφιερωμένου σὲ ἄγνωστους θεοὺς σὲ διάφορες πόλεις, ἐκτός τῆς Ἀθήνας, ὅπως στὴν Ὀλυμπία (Παυσανία Περιήγηση 5, 14, 8) καὶ στὴν Πέργαμο.
Ὁ Φιλόστρατος ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἀπολλώνιος ὁ Τυανεὺς ἐπαινεῖ τοὺς Ἀθηναίους γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ ἀποδίδουν στοὺς ἀγνώστους θεοὺς: «σωφρονέστερον γὰρ τὸ περὶ πάντων θεῶν λέγειν καὶ ταῦτα Ἀθήνησιν, οὗ καὶ ἀγνώστων δαιμόνων βωμοὶ ἵδρυνται». (Φιλόστρατος, Βίος Ἀπολλωνίου, 6, 3).
Ὁ Ἱερώνυμος ἀναφέρει μία περιγραφὴ ποὺ ὑπῆρχε στὸ δρόμο πρὸς τὸ Φάληρο, δρόμο ἀπὸ τὸν ὁποῖο πέρασε ὁ ἀπ. Παῦλος. Ἡ ἐπιγραφὴ ἦταν ἀφιερωμένη «Στούς θεοὺς τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀφρικῆς, στοὺς ἀγνώστους καὶ ξένους Θεοὺς» (diis Asiae et Europae et Africae, diis ignotis et peregrines, In Tit. 1, 12). Ἐπίσης ὁ Παυσανίας εἶδε μετὰ τὸ Φάληρο βωμοὺς «θεῶν τε ὀνομαζομένων ἀγνώστων καί ἡρώων καί παίδων τῶν Θησέως καί Φαλήρου». (Παυσανία Περιήγηση 1, 1, 4).
Ἔχει ὑποστηριχτεῖ ἡ ἄποψη (Γ. Α. Γαλίτης) ὅτι τέτοιος βωμὸς πρέπει νὰ ὑπῆρχε στὸ μέσον τῆς διαδρομῆς ἀπὸ τὸ Φάληρο στὴν Ἀθήνα, στὴ σημερινὴ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, ὅπου ὑπῆρχε πηγάδι στὸ ὁποῖο σταματοῦσαν οἱ ὁδοιπόροι γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν. Στὸν τόπο ἐκεῖνο ὑπῆρχαν «σεβάσματα», ἱερὸ καὶ βωμοί, ἡ δὲ σημερινή Εκκλησία εἶναι πιθανὸν κτισμένη στὴ θέση ἀρχαίου ναοῦ.
Ὁ ἀπ. Παῦλος κατὰ τὴ συνήθειά του ἐπισκέφτηκε τὴ συναγωγή, ὅπου «διελέγετο» μὲ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς προσήλυτους στὴν Ἰουδαϊκὴ πίστη. Ἐπίσης ὁ ἀπ. Παῦλος «διελέγετο», (δηλ. συζητοῦσε), καὶ στὴν ἀγορά ἡ ὁποία βρισκόταν βόρεια τῆς Ἀκρόπολης καὶ ἦταν τὸ κέντρο τῆς ἀθηναϊκῆς ζωῆς. Ἡ ἀγορὰ ἦταν τὸ μέρος ὅπου συναντιόντουσαν οἱ Ἀθηναῖοι κατὰ τὴν προσφιλή τους συνήθεια νὰ συζητήσουν πάσης φύσεως θέματα. Οἱ ἐπικούρειοι καὶ οἱ στωϊκοί, τό φιλοσοφικὸ κατεστημένο τῆς ἐποχῆς, ἔδειξαν ἰδιαίτερη περιέργεια «καί τινές ἒλεγον· τί ἂν θέλει ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν, οἱ δέ· ξένων δαιμονίων δοκεῖ καταγγελεύς εἶναι, ὃτι τόν Ἰησοῦν καί τήν ἀνάστασιν εὐηγγελίζετο»[3]. (Πράξεις 17, 18). Τὸ θέμα χρειαζόταν περαιτέρω διερεύνηση, γι᾿ αὐτὸ καὶ κάλεσαν τὸν ἀπ. Παῦλο μπροστὰ στὸ συμβούλιο τοῦ Ἀρείου Πάγου γιὰ νὰ τοὺς ἐκθέσει λεπτομερῶς ὅσα ἐδίδασκε.
2. Στωϊκοὶ καὶ Ἐπικούρειοι
α. Στωϊκή Φιλοσοφία
Ἱδρυτὴς τῆς Σχολῆς αὐτῆς ἦταν ὁ Ζήνων ὁ Κιτιεύς, πού ἔζησε γύρω στὸ 300 π.Χ. Οἱ Στωϊκοὶ ἀσχολήθηκαν κυρίως μὲ ζητήματα ἠθικὰ καὶ μὲ τὸ πρόβλημα τῆς εὐτυχίας. Ὑποστήριζαν ὅτι ἡ εὐτυχία ἐπιτυγχάνεται μὲ «τό κατά φύσιν ζῆν».
Οἱ Στωϊκοὶ ἦσαν «πανθεϊστές», δηλ. ταύτιζαν τὴν φύση μὲ τὸν Θεὸ, (συνέχεαν τὰ κτιστὰ ὄντα μὲ τὸν «ἄκτιστο» Θεό), καί θεωροῦσαν τὸ Σύμπαν ἔμψυχο. Κατὰ τὴν διδασκαλία τους ὅλον τὸν κόσμο συνέχει καὶ ζωογονεῖ τὸ «ἀρχέγονο πῦρ», πού εἶναι ὁ λόγος τοῦ Παντὸς. Ἑπομένως στὴ φύση καὶ στὰ φυσικὰ φαινόμενα ὑπάρχει ὁ λόγος, δηλ. ἡ νομοτέλεια. Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς μπορεῖ νὰ κατανοήσει τὸν κόσμο μὲ τὴν λογική του, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ζῶον λόγον ἒχων». Ὁ ἀνθρώπινος λόγος εἶναι μοίρα, (δηλ. τμῆμα), τοῦ θείου Λόγου. Μὲ τὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς, ὁ ἄνθρωπος καθαίρεται ἀπὸ τὰ πάθη, καὶ ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ σώματος, ὅπως δίδασκε ὁ Στωϊκὸς Ποσειδώνιος. Ἔτσι ἡ ψυχὴ κατορθώνει νὰ ἐπανέλθει στὴν αἰώνια πατρίδα της.
Σήμερα δὲν μπορεῖ νὰ ἐκτιμήσει τὴν ἐπίδραση τῆς Στωϊκῆς διδασκαλίας, πάνω σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Ἡ Στοὰ δὲν ἦταν κάτι τὸ ἑνιαῖο. Ὑπῆρξε ἡ παλαιότερη, ἡ μέση καί ἡ νεώτερη Στοά, ἡ Ἑλληνική καί ἡ Ρωμαϊκή. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πανθεϊσμό, ἡ Στοὰ κατηγορεῖται καὶ γιὰ μοιρολαρεία, πού ἔφθανε ὡς τὴν ἀπελπισία. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ εἴμαστε ἄδικοι, κρίνοντας μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα. Ὁπωσδήποτε, ἡ Ἠθική της ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ τὴν φιλοσοφία της. Οἱ Ἐκκλησιαστικοὶ Πατέρες βρῆκαν πολλὲς ὁμοιότητες μὲ τὸν Χριστιανισμὸ, (βλ. Ἱερώνυμος, In Is.c.11). Πολλὲς ἰδέες ποὺ ἀργότερα θεωρήθηκαν ὡς Πλατωνικὴ κληρονομιά, ἦσαν δανεισμένες ἀπὸ τοὺς Στωϊκοὺς καὶ ὕστερα τὶς παρέλαβαν οἱ Νεοπλατωνικοί. Ὡς ποὺ μποροῦσε νὰ φθάσει ἡ θρησκευτικὴ ἔξαρση τῆς Στοᾶς τὸ βλέπουμε στὸν περίφημο Ὕμνο ποὺ ἔγραψε ὁ Κλεάνθης([4]) πρὸς τὸν Δία. Ὁ Κλεάνθης, ποὺ ἔζησε γύρω στὰ 300 π.Χ., ὑπῆρξε ἀρχικὰ ἀθλητής, κατόπιν πωλητὴς καρπουζιῶν καὶ τέλος ἱερεὺς σὲ μία Στωϊκὴ αἵρεση. Τὸ ἐν λόγῳ ποίημά του, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, θυμίζει Ψαλμοὺς τοῦ Δαυΐδ ἢ Χριστιανικὴ ὑμνολογία.
Τὴν μεταγενέστερη Στωϊκὴ φιλοσοφία, στὴν ἐποχὴ τοῦ Παύλου, μποροῦμε νὰ συνοψίσουμε, (σύμφωνα μὲ τὸν Καταλανὸ καθηγητὴ Eusebi Ayensa Prat), περίπου ὡς ἑξῆς:
Ὁ Στωϊκὸς μιλάει γιὰ τὸν Θεὸ, μ᾿ αὐτὸ ὅμως ἐννοεῖ τὸ «παγκόσμιο πνεῦμα» πού κυβερνᾶ τὰ πάντα, τὸν παγκόσμιο νόμο, ἢ μιὰ μυστηριώδη κρυφὴ δύναμη, ποὺ δίνει σὲ κάθε ὕπαρξη τὴν μορφή, τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἱκανότητα νὰ δράσει.
Ὁ Στωϊκὸς μιλάει γιὰ τὴν Ψυχὴ, ἀλλὰ μ᾿ αὐτὸ ὅμως ἐννοεῖ μιὰ πνευματικὴ ἀπρὸ-σωπη ρευστὴ ὕλη, ποὺ διαλύεται μαζὶ μὲ τὸ σῶμα καὶ χάνεται μέσα στὸ Σύμπαν καὶ ποὺ ἀποτελεῖ μέρος του. Στὴν ψυχὴ ἀναγνώριζαν κάποια βραχύτερη ἢ μακρότερη ἐπιβίωση, ὄχι ὅμως ἀθανασία.
Ὁ Στωϊκὸς μιλάει γιὰ τὴν θεία Πρόνοια, ἀλλὰ μ᾿ αὐτὸ ὅμως ἐννοεῖ τὴν μοίρα, τήν ἀλύγιστη εἱμαρμένη.
Ὁ Στωϊκὸς μιλάει γιὰ προσευχὴ, ἀλλὰ μ᾿ αὐτὸ τί ζητᾶ ἀπὸ τοὺς Θεούς; Ἐπέμβαση στοὺς φυσικοὺς νόμους; Ἀλλὰ αὐτό, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Στοᾶς εἶναι ἀδύνατο, χωρισμένο ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀρετὴ καὶ ψυχικὴ εὐτυχία; Αὐτὸ ὅμως ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἴδιο»: «Ἄκουε τὴν φωνὴ τῆς συνειδήσεώς σου», ἔλεγαν, «Ἴσως πίσω ἀπὸ αὐτὴν ὑπάρχει μία ἀνώτερη ὕπαρξις. Κανεὶς δὲν τὸ ξέρει».
Ὁ Στωϊκός ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ ἔθεσε στὴν ἠθικὴ γιὰ πρώτη φορὰ τὴν ἔννοια «συνείδησις». Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ ἀπόφθεγμα τοῦ Μενάνδρου: «Γιὰ κάθε θνητόν, ὁ Θεὸς του εἶναι ἡ συνείδησίς του».
β. Φιλοσοφία τῶν Ἐπικουρείων
Ἱδρυτὴς τῆς Σχολῆς αὐτῆς ὑπῆρξε ὁ Ἐπίκουρος (341-270 π.Χ.), ὁ ὁποῖος δίδασκε ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἡδονὴ. Βεβαίως πίστευε ὅτι οἱ ὑλικὲς ἡδονὲς δίδουν εὐχαρίστηση, ἀλλὰ εἶναι συνδεδεμένες καὶ μὲ πόνο. Ἐν τούτοις «μείζονες» εἶναι οἱ ἡδονὲς τῆς ψυχῆς, (βλ. Διογ. Λαέρτ. Χ, 6 132).
Κατὰ τὸν Ἐπίκουρο «ἡ ψυχὴ εἶναι λεπτὸς ἀέρας» πού διαλύεται μετὰ τὸν θάνατο. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ φοβόμαστε τὸν θάνατο, ἀφοῦ μᾶς εἰσάγει στὴν ἀνυπαρξία. Ἡ φιλοσοφία τοῦ Ἐπικούρου, ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν θεωρία τοῦ Δημοκρίτου περὶ ἀτόμων, ἀλλὰ εἶναι περισσότερο ὑλιστική.
Ὁ Ἐπίκουρος ἐπηρέασε τὸν Λατίνο Λουκρήτιο καὶ ἔπειτα τοὺς ὑλιστὲς τῆς νεωτέρας καὶ τῆς συγχρόνου ἐποχῆς. Ἡ φιλοσοφία του ὅμως δὲν ἔχει πνευματικὸ βάθος. Οἱ μαθητὲς τοῦ Ἐπικούρου κακομεταχειρίστηκαν τὸ ὄνομά του, βάζοντάς το σύμβολο γιά κάθε κατώτερη ἀπόλαυση.
Οἱ Ἐπικούρειοι δὲν πίστευαν τοὺς Θεούς, ποὺ πίστευε ὁ πολὺς κόσμος, χωρὶς ὅμως νὰ ἀρνοῦνται ὅτι ὑπάρχουν πραγματικοὶ Θεοί. Ἀμφέβαλαν ὅμως, ἂν οἱ Θεοὶ μποροῦσαν ἢ ἤθελαν νὰ βοηθήσουν τοὺς ἀνθρώπους, ἢ γενικώτερα ἂν προνοοῦσαν γι᾿ αὐτούς. Αὐτὸ, (δηλ. ἡ περὶ τῶν ἀνθρώπων πρόνοια), νόμιζαν ὅτι ἐνοχλοῦσε τοὺς Θεοὺς στὴν αἰώνια μακαριότητά τους.
Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἐπικουρείων, ὁ κόσμος ἦταν ἔργο τῆς τύχης καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἡ ευτυχία καὶ ἡ ἄμετρη ἡδονὴ. Ἡ θεωρία τους βέβαια ἔλεγε «προσπάθει γιά; τὴν εὐτυχία τῶν συνανθρώπων σου». Στὴν πρακτικὴ ὅμως ζωή, ἡ ἀρχὴ τους ἦταν, «ζήτα μόνο τὴν δική σου εὐτυχία. Ἡ ζωὴ εἶναι λίγη καὶ ὁ καιρὸς ποὺ θὰ μείνεις πεθαμένος εἶναι πολὺς»[5]. Δυστυχῶς οἱ καρδιὲς τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ἦσαν κλειστὲς γιὰ ὁτιδήποτε μεταφυσικό.
3. Ὁ Ἄρειος Πάγος
Ὁ Ἄρειος Πάγος τὴν ἐποχὴ τοῦ ἀπ. Παύλου ἦταν κυρίως ἁρμόδιο ὄργανο γιὰ νὰ δικάζει καὶ νὰ ἀποφαίνεται γιὰ ὑποθέσεις ποὺ εἶχαν σχέση με τὴ θρησκεία, τὴν ἠθική, τὴν ἐκπαίδευση καὶ τὰ ἐγκλήματα αἵματος. Γιὰ τὰ θέματα τῶν ἀνθρωποκτονιῶν συνεδρίαζε στὸ λόφο τοῦ Ἀρείου Πάγου δυτικά τῆς Ἀκρόπολης, γιὰ τὰ περισσότερα θέματα ὅμως συνεδρίαζε στὴν Βασίλειο Στοά, στὴν ἀγορά. Στὴ Βασίλειο Στοὰ κατὰ πᾶσα πιθανότητα καὶ ὄχι στὸ κατὰ τὴν παράδοση, λόφο τοῦ Ἀρείου Πάγου, ὅπου καὶ ὑπάρχει ἐπιγραφὴ μὲ τὸ λόγο του, πῆγε καὶ ὁ ἀπ. Παῦλος καὶ ἔδωσε τὴν πολὺ ὄμορφη ὁμιλία ποὺ βρίσκουμε στὸ 17ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων. Δὲν πρέπει νὰ θεωρήσουμε τὴν ἔκκληση τοῦ ἀπ. Παύλου στὸν Ἄρειο Πάγο ὡς μία δίκη, ἀλλὰ μᾶλλον ὡς μία διερεύνηση τῶν δοξασιῶν τοῦ ἀπ. Παύλου ἀπὸ ἁρμόδιο, γιὰ τὰ θέματα αὐτά, ὄργανο. Ἡ ἔκκληση τοῦ ἀπ. Παύλου στὸν Ἄρειο Πάγο δὲν ἔγινε γιὰ νὰ δικαστεῖ, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐκθέσει τὰ ὅσα ἔλεγε μπροστὰ σὲ εἰδικούς. Ἄλλη ἄποψη ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἀπ. Παῦλος ἔδωσε τὴν ὁμιλία του στὸ λόφο τοῦ Ἀρείου Πάγου. Δὲν εἶχε κάποια σχέση ἡ ἐπιλογὴ τοῦ τόπου, μὲ κάποια διαδικασία δίκης του, ἀλλὰ ἁπλῶς ἦταν ἕνα ἥσυχο μέρος μακριὰ ἀπὸ τὴν ὀχλαγωγία τῆς ἀγορᾶς, γιὰ νὰ ἀκούσουν ὅσα ἐκεῖνος εἶχε νὰ πεῖ.
Ὅταν ὅμως ἄκουσαν τὸν ἀπ. Παῦλο νὰ μιλάει γιὰ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἄλλοι μὲν κορόϊδευαν, ἄλλοι δὲ ἔλεγαν: «θὰ μᾶς τὰ πεῖς μίαν ἄλλη φορά». Ἔτσι ὁ ἀπ. Παῦλος ἔφυγε, χωρὶς φαινομενικὰ νὰ ἔχει προκύψει κάποιο θετικὸ ἀποτέλεσμα. Ὑπῆρχαν ὅμως κάποια πρόσωπα, ποὺ πίστεψαν στὸ Θεῖο λόγο καὶ σὲ αὐτὰ ποὺ ἔλεγε ὁ ἀπ. Παῦλος, ὅπως ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ μία γυναίκα ποὺ λεγόταν Δάμαρις[6].
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ἀπ. Παῦλος ἔφυγε ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴ μεγάλη Ἀθήνα, τὴν πόλη τοῦ πνεύματος, στὴν ὁποία εἶχε πάει μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ πείσει γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου τοὺς σοφούς τοῦ τότε κόσμου. Λίγο ἀργότερα στοὺς Κορίνθιους θὰ πεῖ: «Ποῦ σοφός; Ποῦ γραμματεύς; Ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου; Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεό, εὐδώκησεν ὁ θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας»[7]. (Α′ Κορ. α′: 20-21).
4. Ὁ λόγος τοῦ ἀπ. Παύλου στὸν Ἄρειο Πάγο
Ὁ λόγος τοῦ ἀπ. Παύλου στὸν Ἄρειο Πάγο εἶναι προσαρμοσμένος στὸ ἀκροατήριο, στὸ ὁποῖο ἀπευθύνεται. Δὲν προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξει τὴν ὕπαρξη ἑνὸς μόνο Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ θεωρεῖ δεδομένο, διότι ἡ πολυθεΐα εἶχε ἤδη καταρριφθεῖ ἀπὸ τὴν Φιλοσοφία. Χαρακτηριστικὸ γι᾿ αὐτὴν τὴν ἄνεση τοῦ ἀπ. Παύλου νὰ διαφοροποιεῖ τὰ σχήματα καὶ τὶς μορφές, μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες δίνει τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι, ὅτι δὲν ἔχει καμμία παραπομπὴ ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἡ ὁποία ἦταν καὶ ἄγνωστη, ἀλλὰ καὶ μὴ ἀποδεκτή, ἀπὸ τὸ ἀκροατήριο τῆς Ἀθήνας.
Παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ βωμὸ στὸν «Ἂγνωστο Θεό» καὶ παραπομπὲς ἀπὸ Ἕλληνες ποιητές, προσπάθησε νὰ μεταδώσει τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄλλος κόσμος, ἄλλη κουλτούρα, ἀπὸ τὴν κουλτούρα μέσα στὴν ὁποία ἀναπτύχθηκε ἡ Ἑβραϊκὴ θρησκεία. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἐμποδίζει καθόλου τὸν ἀπ. Παῦλο στὴ μετάδοση τοῦ Εὐαγγελικοῦ μηνύματος. Δὲν μποροῦμε νὰ μὴ θαυμάσουμε τὴν ἄνεση τοῦ ἀπ. Παύλου νὰ κινεῖται μὲ εὐκολία σὲ διαφορετικὲς κουλτοῦρες. Μία ἄνεση ποὺ εἶναι ἀναγκαία σὲ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ θέλει νὰ φέρει τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, σὲ ὅλο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο.
Ὁ ἀπ. Παῦλος στὴν ὁμιλία του χρησιμοποιεῖ φράσεις ἀπὸ δύο Ἕλληνες ποιητὲς:
Ὁ πρῶτος ποιητὴς εἶναι ὁ Ἐπιμενίδης (6ος αἰώνας π.Χ.). Ἡ φράση ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Παῦλος εἶναι: «ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμὲν»[8]. (Πράξ. ιζ´ 28), ἡ ὁποία διασώζεται σέ Συριακή μετάφραση Horae Semiticae x, ed. M. D. Gibson [Cambridge: Cambridge University, 1913], p. 40 (Syriac)).
Ὁ δεύτερος ποιητής εἶναι ὁ Ἄρατος (314-240 π.Χ.) καὶ ἡ φράση «τοῦ γάρ καί γένος ἐσμέν»[9]. (Φαινόμενα 5, δὲς ἐπίσης Κλεάνθης Ὕμνος στὸν Δία 4). Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἄμεσες ἀναφορὲς ὁ ἀπ. Παῦλος κάνει καὶ ἔμμεσες, ἀλλὰ σαφεῖς ἀναφορὲς σὲ φιλοσόφους καί ποιητὲς ὅπως στὴ φράση «τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἁγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεός, τὰ νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πάντας πανταχοῦ μετανοεῖν»[10]. (Πράξ. ιζ′: 30).
5. Περιεχόμενο τῆς ὁμιλίας τοῦ ἀπ. Παύλου στὸν Ἄρειο Πάγο
Τὰ κύρια θέματα στὰ ὁποῖα ἀναφέρεται ὁ ἀπ. Παῦλος στὴν ὁμιλία του στὸν Ἄρειο Πάγο εἶναι τὰ ἀκόλουθα:
- α. Ὁ Θεός, ἐδημιούργησε τὸν κόσμο καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν μέσα σ᾿ αὐτόν.
- β. Ὁ Θεός, ὡς Κύριος οὐρανοῦ καὶ γῆς, δὲν κατοικεῖ σὲ ναοὺς ποὺ ἔχουν φτιάξει ἀνθρώπινα χέρια, ὅπως εἶναι οἱ Ναοὶ ποὺ ἔχουν φτιάξει οἱ καλλιτέχνες σας.
- γ. Ὁ Θεὸς δὲν ὑπηρετεῖται ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια, ὡς νὰ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κάτι, ἀφοῦ αὐτὸς δίνει ζωὴ καὶ πνοὴ σὲ ὅλα.
- δ. Ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε ὅλα τὰ ἔθνη ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο, (ἐννοεῖ τὸν Ἀδάμ), γιὰ νὰ κατοικοῦν πάνω σὲ ὅλη τὴν γῆ καὶ ὅρισε πόσο καιρὸ θὰ ὑπάρχουν καὶ σὲ ποιὰ σύνορα θὰ κατοικοῦν.
- ε. Ὁ Θεὸς θέλησε νὰ ἀναζητοῦν τὸν Κύριο ὅλα τὰ Ἔθνη, (μέ τήν ἔμφυτη τάση, στὰ χαρίσματα τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» νὰ ἀναζητοῦν μέσα στὴν ψυχὴ τους τὸ θεῖο) καὶ νὰ προσπαθοῦν νὰ τὸν βροῦν ψηλαφώντας στὸ σκοτάδι, ἂν καὶ δὲν εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν καθένα μας. Γιατί, ὅπως λένε κάποιοι Ἕλληνες ποιητὲς «μέσα σ᾿ Αὐτὸν ζοῦμε καὶ κινούμαστε καὶ ὑπάρχουμε», ὅπως ἐπίσης καὶ «εἴμαστε δική του γενιὰ».
- στ. Ἀφοῦ λοιπὸν εἴμαστε δική Του γενιά, δὲν θὰ πρέπει νὰ νομίζουμε ὅτι ἡ θεότητα εἶναι κάτι ὅμοιο μὲ χρυσὸ ἢ ἄργυρο ἢ πέτρα, δηλ. μὲ ἔργο τῆς τέχνης ἢ τῆς φαντασίας τοῦ ἀνθρώπου.
- ζ. Ὁ Θεὸς παρέβλεψε τὰ χρόνια τῆς ἄγνοιας, τώρα ὅμως ζητεῖ ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους σὲ κάθε τόπο νὰ μετανοήσουν. Γιατί καθόρισε μία μέρα, ποὺ θὰ κρίνει τὴν οἰκουμένη μὲ δικαιοσύνη, μέσῳ ἑνὸς ἀνδρός, ποὺ ὅρισε γι᾿ αὐτό. Καὶ ἔδωσε βέβαιη ἀπόδειξη σὲ ὅλους, ὅτι αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ κριτής, ἀνασταίνοντάς Τον ἀπὸ τοὺς νεκρούς.
6. Ἀποτελέσματα τῆς ὁμιλίας τοῦ ἀπ. Παύλου στὴν Ἀθήνα
Ὁ ἀπ. Παῦλος στὴν ὁμιλία του ἀναφέρθηκε στὸν Θεό, ποὺ δημιούργησε ἐκ τοῦ μηδενὸς τὸν κόσμο, ποὺ συντηρεῖ τὰ πάντα καὶ ἔχει καθορίσει τὰ χωρικὰ καὶ χρονικὰ ὅρια τῶν Ἐθνῶν. Καταλήγει δέ, νὰ μιλήσει γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ θὰ κρίνει τὰ πάντα, μέσῳ ἑνὸς ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖο ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν, (ἐννοώντας βέβαια τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου δὲν ἀνέφερε). Τὸ στοιχεῖο ποὺ προκάλεσε ἔκπληξη καί εἰρωνικά σχόλια ἀπὸ κάποιους Ἀθηναίους, καὶ ἐπὶ πλέον τὴν εὐγενική τους ἀπόρριψη, δηλ. τό «ἀκουσόμεθά σου πάλιν», ἦταν βεβαίως ἡ Ἀνάσταση. Ἦταν κάτι πρωτάκουστο καὶ μέχρι τότε ἀδιανόητο. Οὐδεὶς ποτὲ προηγουμένως εἶχε μιλήσει γιὰ Ἀνάσταση ἐκ νεκρῶν, πλὴν κάποιων ἀναφορῶν στὸ ἐπίπεδο τῆς Μυθολογίας, (π.χ. Ἄδωνις, Διόνυσος, Ἄλκηστις κ.λπ.).
Ἡ Ἀνάσταση εἶναι μιὰ νέα ἔννοια. Μιὰ διδασκαλία ἄγνωστη στὴν προχριστιανικὴ ἀνθρωπότητα. Ἦταν δύσκολο νὰ κατανοηθεῖ μὲ τὴν τότε εἰδωλολατρικὴ κουλτούρα καὶ ἀκόμα πιὸ δύσκολο νὰ ἀφομοιωθεῖ. Ὁ προχριστιανικὸς κόσμος σχεδὸν στὸ σύνολό του, πίστευε στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ φαντασθεῖ τὴν Ἀνάσταση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶχε ἐκτραπεῖ στὴν «Μετενσάρκωση».
Παρόλον ὅτι φαινομενικὰ ἡ ἀποστολὴ τοῦ Παύλου εἶχε ἀποτύχει, ἐν τούτοις αὐτοὶ ποὺ προσκολλήθηκαν στὸν Παῦλο καὶ πίστεψαν, ὀλιγάριθμοι ἀλλὰ ἐκλεκτοί, ἀπετέλεσαν τόν πυρήνα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν. Ἀργότερα στὴν Β′ πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή του, ὁ ἀπ. Παῦλος θὰ χρησιμοιποιήσει τὴν φράση «οὐ πάντων ἡ πίστις», (Β′ Θεσ. γ′ 2), δηλ. ὅτι ἡ Χριστιανικὴ πίστη δὲν εἶναι γιὰ κάθε ἄνθρωπο. Χρειάζεται εἰδικὲς προϋποθέσεις. Δὲν εἶναι ἀρκετὴ ἡ καλλιέργεια τοῦ νοῦ, διότι ἔχει στοιχεῖα «ὑπέρλογα». Χρειάζεται, πρὸ πάντων χρειάζεται καλλιέργεια τῆς καρδιᾶς.
Κατὰ τὴν παράδοση, ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, τὴν ἡμέρα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ βρισκόταν σὲ ταξίδι στὴν Αἴγυπτο. Τοῦ ἔκανε δὲ μεγάλη ἐντύπωση τό τρίωρο σκοτάδι, ποὺ κάλυψε ὅλη τὴν γῆ, κατὰ τὴν διήγηση τοῦ ἀπ. Παύλου, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Σημείωσε δέ, τὴν ἡμέρα καὶ τὴν ὥρα ποὺ συνέβη αὐτὸ καὶ ἔγραψε χαρακτηριστικὰ στὸ σημειωματάριό του: «Ἤ Θεὸς πάσχει ἢ τὸ πᾶν ἀπώλετο». Τὸ ἐξαιρετικὸ αὐτὸ γεγονός, ἐπεβεβαίωσε ὅταν ὁ Παῦλος, τοῦ ἀνέφερε ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα καὶ τὴν ὥρα, ποὺ συνέβη, ἡ ὁποία συνέπιπτε μὲ τὴν δική του. Αὐτὸ ἦταν ἕνα ἰσχυρὸ ἐπιχείρημα γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν ὅσων διδάσκει ὁ Παῦλος.
Μεταξὺ τῶν ὅσων ἐπίστεψαν τὴν ἡμέρα ἐκείνη στὸ κήρυγμα τοῦ ἀπ. Παύλου, ἦταν καὶ ὁ Ἅγιος Ἱερόθεος. Αὐτὸς ὑπῆρξε πλατωνικὸς φιλόσοφος καὶ ἕνας ἀπὸ τὰ ἐννέα μέλη τοῦ Συμβουλίου τῆς Γερουσίας τοῦ Ἀρείου Πάγου. Καὶ αὐτὸς δέχθηκε καὶ διδάχθηκε τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, καί στὴν συνέχεια χειροτονήθηκε πρῶτος Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν. Μαθητής του ἢ συμμαθητὴς του ὑπῆρξε, ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὁ ὁποῖος στὰ συγγράμματά του πλέκει ἐγκώμια. Ἀμφότεροι οἱ ἅγιοι Ἱεράρχες, Ἱερόθεος καὶ Διονύσιος, κατὰ τὴν παράδοση, παρευρέθησαν θαυματουργικῶς στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ἴσως ὁ ἀπ. Παῦλος ἔφυγε ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴ μεγάλη Ἀθήνα, τὴν πόλη τοῦ πνεύματος, στὴν ὁποία εἶχε πάει μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ πείσει γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, τοὺς σοφούς τοῦ τότε κόσμου. Ὅμως ἡ ἱστορία τὸν δικαίωσε, διότι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στέριωσε στὴν Ἀθήνα καὶ ἀνέδειξε μεγάλους Ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες. Δὲν δημιούργησε δὲ περαιτέρω προβλήματα, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν χρειάστηκε ὁ Παῦλος νὰ στείλει στοὺς Ἀθηναίους εἰδικὴ ἐπιστολὴ.
Βρέθηκαν μερικοὶ νὰ ἀμφισβητήσουν τὴν γνησιότητα τῆς ὁμιλίας τοῦ ἀπ. Παύλου στὸν Ἄρειο Πάγο, γιατί οἱ Ἀρχαῖοι ἱστορικοὶ συμπεραίνοντας συνήθως ἀπὸ τὰ περιστατικὰ, ἔγραφαν συνήθως ἀπὸ τὸ μυαλὸ τους τὶς ὁμιλίες ποὺ ἔλεγαν δῆθεν οἱ ἥρωές τους. Ἡ ἀποτυχία ὅμως τῆς ὁμιλίας, (ἀπὸ τὴν ἄποψη τῶν ἀποτελεσμάτων στὸ ἀκροατήριο), ἀποδεικνύει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Διότι, ἕνας πλαστογράφος θὰ τὴν ἔγραφε γιὰ νὰ ἐξάρει τὴν ἐπιτυχία.
Στὰ χρονικά τῆς Χριστιανικῆς ἱεραποστολῆς, δὲν ὑπάρχει τολμηρότερο ἐγχείρημα ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ ἀπ. Παύλου στὴν Ἀθήνα. Στὴν Ἀκρόπολη τῆς εἰδωλολατρείας, στὴν πόλη ποὺ ἐξακολουθοῦσε νὰ ἔχει τὴν αἴγλη τῆς Τέχνης καὶ τῶν Γραμμάτων. Στὴν πόλη ὅμως, ποὺ εἶχε χάσει κάθε πίστη. Τὴν θρησκεία τους εἶχαν καταργήσει οἱ σοφιστές. Ποιὸς θὰ μποροῦσε λοιπὸν νὰ φαντασθεῖ ὅτι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ νέα Θρησκεία ἦταν ἕνα μοναδικό δῶρο στὸ ὁποῖο οἱ Ἕλληνες στὸ μέλλον, θὰ χρωστοῦσαν τὴν σωτηρία τοῦ Ἔθνους, τῆς φιλολογίας καὶ τῆς γλώσσας των.
(1). Δηλ. ἀναστατωνόταν ἐσωτερικά, βλέποντας τὴν πόλη νὰ εἶναι γεμάτη εἴδωλα.
(2). Δηλ. ἀφιερωμένος στὸν ἄγνωστο Θεὸ.
(3). Σὰν τί θέλει νὰ πεῖ ἐτοῦτος ὁ «παραμυθάς».
Καὶ ἄλλοι ἔλεγαν, «φαίνεται πώς κηρύττει ξένους Θεοὺς. Καὶ
αὐτὸ τὸ ἔλεγαν, διότι ἐκήρυττε σ᾿ αὐτοὺς τὸν Ἰησοῦ καὶ τὴν
Ἀνάσταση.
(4). Ὁ περίφημος ὕμνος τοῦ Κλεάνθη
πρὸς τὸν Δία σὲ νεοελληνικὴ μετάφραση, (γιὰ τὸ πρωτότυπο βλ. «Ο ΠΑΥΛΟΣ
ΤΟΥ HOLTZNER» σελ. 213 ), ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Ἀπ᾿ ὅλους τούς Θεούς, πιὸ δοξασμένε, πολυώνυμε καὶ πολύμορφε, αἰώνιε παντοδύναμε Δία,
πού ἀπὸ Σένα πῆρε ἡ Πλάση ἀρχή, ποὺ κυβερνᾶς μὲ τοὺς νόμους σου τὰ πάντα, χαῖρε∙
γιατί καὶ σ᾿ ὅλους τούς θνητοὺς δίνεις τὸ δικαίωμα νὰ σοῦ μιλᾶν.
Γιατί ἀπ᾿ τὴν δική σου γενιά σου ἔχουμε βγεῖ σὰν ἀπομίμηση τοῦ κυβερνήτη
μοναδική, ἀπ᾿ ὅσα θνητὰ ζοῦν καὶ κινοῦνται πάνω στὴ γῆ∙
γι᾿ αὐτὸ θὰ σὲ πολυδοξολογήσω, καὶ τὴν δύναμή σου γιὰ πάντα θὰ τραγουδῶ.
Σὲ σένα ὅλη αὐτὴ ἡ πλάση ποὺ στριφογυρίζει γύρω ἀπὸ τὴν γῆ,
ὑπακούει ὅπου κι᾿ ἂν τὴν ὁδηγεῖς καί πειθαρχικὰ ὑποτάσσεται σὲ σένα.
Στὰ ἀνίκητα χέρια σου κρατᾶς γιὰ ὑπηρέτη, τὸ δίστομο, φλογισμένο, ἀθάνατο ἀστροπελέκι.
Μ᾿ αὐτό ὁδηγεῖς ἐσὺ τὸν καταδεκτικὸ λόγο, ποὺ μέσα σ᾿ ὅλα περνᾶ τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα ἀστέρια.
Σὺ εἶσαι αὐτός, ποὺ τόσο μεγάλος ἔχεις γίνει, ὁ πιὸ ἀνώτερος αἰώνιος βασιλιὰς.
Οὔτε γίνεται κανένα ἔργο πάνω στὴ γῆ χωρὶς ἐσέ, Θεὲ,
οὔτε στὸ αἰθέριο στερέωμα, οὔτε στὴ θάλασσα ἐπάνω,
ἐκτὸς ἐκεῖνα ποὺ κάνουν οἱ κακοὶ μὲ τὴν δική τους ἀμυαλιὰ.
Σὺ ὅμως ξέρεις νὰ συμπληρώνεις τὶς ἐλλείψεις,
νὰ ὀμορφαίνεις τὶς ἀσχήμιες, καὶ νὰ ἀγαπᾶς κι᾿ ἐκείνους ποὺ δὲν σ᾿ ἀγαποῦν,
γιατί ἔχεις συνδυάσει τὰ πάντα καὶ συνενώσει τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά,
ὥστε ἀπ᾿ ὅλα τὰ ὄντα, πάντα νὰ πραγματώνεται ἕνας λόγος, (ὁ δικός σου),
πού ὅσοι ἀπ᾿ τοὺς θνητοὺς εἶναι κακοὶ τὸν παρατοῦν καὶ τὸν ἀποφεύγουν.
Ἀλλά, πανάγαθε Δία, ἀόρατε, ποὺ ἐξουσιάζεις τοὺς κεραυνούς,
λύτρωνε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ὀλέθρια ἀπειροσύνη,
καὶ διῶξε την, πατέρα μακρυὰ ἀπὸ τὴν ψυχή, κι᾿ ἀξίωσέ μας νὰ ἀποκτήσουμε
τὴν γνώμη, ὅτι σὺ θαρετὰ καὶ μὲ δικαιοσύνη, κυβερνᾶς τὰ πάντα,
γιὰ νὰ σοῦ ἀποδίδουμε τιμὴ στὴν τιμή, ὑμνώντας γιὰ πάντα τὰ ἔργα σου, ὅπως πρέπει
«Ἀπ᾿ ὅλους τούς Θεούς, πιὸ δοξασμένε, πολυώνυμε καὶ πολύμορφε, αἰώνιε παντοδύναμε Δία,
πού ἀπὸ Σένα πῆρε ἡ Πλάση ἀρχή, ποὺ κυβερνᾶς μὲ τοὺς νόμους σου τὰ πάντα, χαῖρε∙
γιατί καὶ σ᾿ ὅλους τούς θνητοὺς δίνεις τὸ δικαίωμα νὰ σοῦ μιλᾶν.
Γιατί ἀπ᾿ τὴν δική σου γενιά σου ἔχουμε βγεῖ σὰν ἀπομίμηση τοῦ κυβερνήτη
μοναδική, ἀπ᾿ ὅσα θνητὰ ζοῦν καὶ κινοῦνται πάνω στὴ γῆ∙
γι᾿ αὐτὸ θὰ σὲ πολυδοξολογήσω, καὶ τὴν δύναμή σου γιὰ πάντα θὰ τραγουδῶ.
Σὲ σένα ὅλη αὐτὴ ἡ πλάση ποὺ στριφογυρίζει γύρω ἀπὸ τὴν γῆ,
ὑπακούει ὅπου κι᾿ ἂν τὴν ὁδηγεῖς καί πειθαρχικὰ ὑποτάσσεται σὲ σένα.
Στὰ ἀνίκητα χέρια σου κρατᾶς γιὰ ὑπηρέτη, τὸ δίστομο, φλογισμένο, ἀθάνατο ἀστροπελέκι.
Μ᾿ αὐτό ὁδηγεῖς ἐσὺ τὸν καταδεκτικὸ λόγο, ποὺ μέσα σ᾿ ὅλα περνᾶ τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα ἀστέρια.
Σὺ εἶσαι αὐτός, ποὺ τόσο μεγάλος ἔχεις γίνει, ὁ πιὸ ἀνώτερος αἰώνιος βασιλιὰς.
Οὔτε γίνεται κανένα ἔργο πάνω στὴ γῆ χωρὶς ἐσέ, Θεὲ,
οὔτε στὸ αἰθέριο στερέωμα, οὔτε στὴ θάλασσα ἐπάνω,
ἐκτὸς ἐκεῖνα ποὺ κάνουν οἱ κακοὶ μὲ τὴν δική τους ἀμυαλιὰ.
Σὺ ὅμως ξέρεις νὰ συμπληρώνεις τὶς ἐλλείψεις,
νὰ ὀμορφαίνεις τὶς ἀσχήμιες, καὶ νὰ ἀγαπᾶς κι᾿ ἐκείνους ποὺ δὲν σ᾿ ἀγαποῦν,
γιατί ἔχεις συνδυάσει τὰ πάντα καὶ συνενώσει τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά,
ὥστε ἀπ᾿ ὅλα τὰ ὄντα, πάντα νὰ πραγματώνεται ἕνας λόγος, (ὁ δικός σου),
πού ὅσοι ἀπ᾿ τοὺς θνητοὺς εἶναι κακοὶ τὸν παρατοῦν καὶ τὸν ἀποφεύγουν.
Ἀλλά, πανάγαθε Δία, ἀόρατε, ποὺ ἐξουσιάζεις τοὺς κεραυνούς,
λύτρωνε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ὀλέθρια ἀπειροσύνη,
καὶ διῶξε την, πατέρα μακρυὰ ἀπὸ τὴν ψυχή, κι᾿ ἀξίωσέ μας νὰ ἀποκτήσουμε
τὴν γνώμη, ὅτι σὺ θαρετὰ καὶ μὲ δικαιοσύνη, κυβερνᾶς τὰ πάντα,
γιὰ νὰ σοῦ ἀποδίδουμε τιμὴ στὴν τιμή, ὑμνώντας γιὰ πάντα τὰ ἔργα σου, ὅπως πρέπει
σ᾿ ἐκείνους ποὺ εἶναι θνητοί∙ γιατί στοὺς ἀνθρώπους δὲν ἔχει δοθεῖ προνόμιο πιὸ μεγάλο,
οὔτε στοὺς θεούς, παρὰ νὰ ὑμνοῦν πάντα μὲ δικαιοσύνη τὸν παγκόσμιο νόμο». [Σημείωση: Οἱ φράσεις ποὺ ἔχουμε ὑπογραμμίσει θυμίζουν τὴν Χριστιανικὴ διδασκαλία.]
(5). Αὐτὸ μοιάζει πολὺ μὲ τὸ σύνθημα ποὺ ἐπικρατεῖ στὶς μέρες μας, “To have a nice time” τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ μεταγλωττισθεῖ, «νὰ περνᾶμε καλὰ».
(5). Αὐτὸ μοιάζει πολὺ μὲ τὸ σύνθημα ποὺ ἐπικρατεῖ στὶς μέρες μας, “To have a nice time” τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ μεταγλωττισθεῖ, «νὰ περνᾶμε καλὰ».
(6). Σύμφωνα μὲ μερικοὺς ἐρευνητές, τὸ ὄνομα Δάμαρις εἶναι πιθανὸν τὸ «ἐξελληνισμένο» Ἑβραϊκὸ «Θάμαρ».
(7). Δηλ. «Ποῦ λοιπὸν νὰ βρεθεῖ
σοφός, ποῦ νὰ βρεθεῖ γνώστης τῶν Γραφῶν, ποῦ νὰ βρεθεῖ
ἀπολογητής αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ αἰῶνα; Δὲν ἀπέδειξε ὁ Θεὸς μωρία
τὴν σοφία τοῦ κόσμου; Ἐπειδὴ πράγματι οἱ ἄνθρωποι, δὲν
μπόρεσαν μὲ τὴν σοφία τους ν᾿ ἀναγνωρίσουν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ
μέσα ἀπὸ τὰ δημιουργήματά Του, ποὺ φανερώνουν τὴν σοφία Του,
εὐδόκησε ὁ Θεὸς νὰ σώσει, μὲ τὴν μωρία τοῦ κηρύγματος ἀπὸ
τὸν τελικὸ ὄλεθρο, ἐκείνους ποὺ θὰ πιστέψουν».
(8). Δηλ. «μέσα σ᾿ Αὐτὸν ζοῦμε καὶ κινούμαστε καὶ ὑπάρχουμε». Ἐδῶ ὁ Παῦλος ὑπονοεῖ τὴν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ (πρβλ.μὲ τὸ «πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν»). Ὁ ἐν λόγῳ στίχος τοῦ Ἐπιμενίδη, εἶχε γραφεῖ μὲ «πανθεϊστικό»
νόημα. Στὸν «Πανθεϊσμό», τὰ πάντα θεωροῦνται «ΘΕΟΣ», διότι
συγχέονται τὰ «κτίσματα» μὲ τὸν «κτίστη». Ὁ ἀπ. Παῦλος ἔδωσε «ἐνθεϊστικό» νόημα στὸν στίχο. Κάθε κτιστὸ δημιούργημα εἶναι «ἔνθεον», ἀλλὰ ὄχι Θεός, διότι ὁ Θεὸς ὡς «πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν» περιέχει καὶ ζωογονεῖ τὰ πάντα.
(9). Δηλ. εἴμαστε δική του γενιά.. Ἐδῶ ἴσως ὁ ἀπ. Παῦλος ὑπονοεῖ ἀφ᾿ ἑνὸς τὴν «πνευματική συγγένεια» τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἀφοῦ εἴμαστε πλασμένοι «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ»,
ἀφ᾿ ἑτέρου ὅτι εἴμαστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι παιδιὰ τοῦ ἴδιου
«Πατέρα», ἄρα ἀδέλφια μεταξύ μας. Ὁ Ἄρατος πάντως, δὲν
γνωρίζουμε, μὲ ποιὰ ἔννοια τὸ εἶπε.
(10). Δηλ. ὁ Θεὸς παραβλέποντας
τὰ χρόνια τῆς ἄγνοιας, ζητᾶ ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους σὲ κάθε
τόπο, νὰ μετανοήσουν. Βεβαίως δὲν γνωρίζουμε ποιὰ ἔνοια
στὴν λέξη «μετάνοια» ἔδιναν οἱ Ἀθηναῖοι. Πάντως ὁ Παῦλος τὴν
χρησιμοποιεῖ, ὡς νὰ ὁμιλοῦσε ἤδη σὲ Χριστιανοὺς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου