Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Εθνική αυτογνωσία. 3. «Οικογενειακή μακροοικονομία».


1%20(2).jpg 

Σε μια ανάλυση του παρελθόντος, καλό είναι να εισφέρει ο καθένας μας την εμπειρία του, ώστε να συμβάλει στην εθνική μας αυτογνωσία. Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, προς στιγμήν, η χρήση του (ιδιοκατασκευασμένου και -συνεπώς- συνιστώντος νεο-λογισμό) όρου «οικογενειακή μακροοικονομία», το περιεχόμενο του οποίου θα γίνει κατανοητό από την (αμέσως παρακάτω) διήγηση, μιας πραγματικής ιστορίας, για όσα διαδραματίστηκαν στο πλαίσιο βιοπορισμού μιας ελληνικής οικογένειας της υπαίθρου, μέσα σε 45 χρόνια. Χρόνια γεμάτα πόλεμο για την επιβίωση, πόλεμο στρατιωτικής εισβολής, με θανάτους, μ' εμφύλιο πόλεμο και μ' επί πλέον θανάτους, πόλεμο από ασθένειες κι από επιχειρηματικές ατυχίες, πόλεμο της φύσης με θεομηνίες και καταστροφές καλλιεργειών, αλλά και διαταραχές από επαγγελματικές διαφωνίες και αντισυμβατικές συμπεριφορές. Και τόσα άλλα!

Αντιγράφω την μαρτυρία-κατάθεση ως συμβολή στην εθνική μας αυτογνωσία και για την ιστορία:

»Όταν ένιωσα για πρώτη τον φορά εαυτό μου, ο πατέρας μου είχε ήδη έξι παιδιά από δυό γάμους, και με πολλά θανατικά να βαραίνουν όλους τους συζύγους, ζωντανούς και πεθαμένους. Θανατικά του πολέμου και της ζωής. Δεν ήταν ο μόνος φτωχός με πολυμελή οικογένεια, στο περιβάλλον του και στην εποχή του. Τα παιδάκια του, χρειάζονταν απ' όλα, όπως όλα τα παιδάκια, πάντοτε. Κι οι μεγάλοι τα χρειάζονταν όλα, μα έπρεπε να ζήσουν με όσα είχαν, και να παράγουν συνέχεια καινούργια, για να καλύπτουν τις ανάγκες της οικογένειας που δημιούργησαν.

»Και θυμάμαι ανθρώπους πολλούς, να έχει στη δούλεψή του ο αγρότης κι ανήσυχος επιχειρηματίας πατέρας μου. Θυμάμαι να τους μιλάει όμορφα, και να τον νιώθουνε άρχοντα στους τρόπους, μα πιο φτωχό απ' αυτούς. Και θέλανε όλοι τους να συμμετέχουνε στις δουλειές, μ' όποιον τρόπο μπορούσε ο καθένας τους, όταν τους το ζητούσε ο πατέρας μου. Γιατί το θεωρούσανε τιμή τους να εργάζονται για έναν άνθρωπο σαν το αφεντικό τους, που ήτανε μαζί και στοργικός τους φίλος.

»Θυμάμαι πως ο μπαμπάς, μέτραγε τον τρόπο που θ' απασχολούσε τον καθένα που έπαιρνε στην δουλειά του. Οι αγροτικές δουλειές έχουνε πολύ κόπο και δυσκολία. Αλλά όλες πρέπει να γίνουν. Ο πατέρας μου έλεγε, πως οι άνθρωποι δεν είναι αναλώσιμοι. Πρέπει να είναι σεβαστοί. Κι ακόμη, πως ο άνθρωπος που έχεις στη δουλειά σου, «είναι ο Χριστός», εννοώντας πως ο αυτός που βρίσκεται στις διαταγές σου, πρέπει να λογαριάζεται σαν ο καθένας για τον οποίο θα απολογηθείς, γιατί όλοι είμαστε αναγκεμένοι, εμείς από την εργασία του κι εκείνος από την αμοιβή της. Θυμάμαι μια αδύναμη και πολυκουρασμένη εβδομηντάχρονη γιαγιά-εργάτρια, που ο μπαμπάς μου την έβαζε να του φτιάχνει τον καφέ του. Είχε αποκαλυφθεί -τυχαία, σ' εμάς-, πως αυτή ήταν τροφός του, σαν, όταν ήτανε μωρό, η μάνα του δεν είχε γάλα για να τον θηλάσει. Το μεροκάματό της ήταν η ευγνωμοσύνη του.

»Οι επιχειρήσεις δεν ήτανε πάντα αποδοτικές, αλλά πολλοί άνθρωποι είχανε διαρκώς μεροκάματο. Κι η οικογένειά μας διαρκώς μεγάλωνε με τους φίλους-εργάτες που έρχονταν, ακόμη κι από μακρινά χωριά, ολόκληρες οικογένειες, για να δουλέψουν εποχικά, πότε στους ορυζώνες, πότε στην συλλογή του βαμβακιού. Γιατί οι σοδειές αυτές απαιτούσαν πολλά χέρια, σε λίγο χρόνο, αφού δεν ήξερες, το φθινόπωρο, πότε θα σου φέρει τα πρωτοβρόχια, που θα κάνουνε την καταστροφή στα έτοιμα, απλωμένα στον κάμπο, εισοδήματα.

»Στα πρώτα του χρόνια, ο επιχειρηματίας μπαμπάς, είχε ορυζώνες. Μεγάλες επιχειρήσεις και μεγάλες αποτυχίες. Κι έτσι, οι καλλιέργειες άλλαξαν. Μετά την φριχτή αποτυχία των ορυζοκαλλιεργειών και την μεγάλη χρεωκοπία, ο μπαμπάς αποφάσισε να κάνει βαμβακοκαλλιέργειες και σιτηρά.

»Αυτήν την περίοδο θυμάμαι εμφατικά, και ξαναβλέπω το μελίσσι των ανθρώπων να μπαινοβγαίνει στο σπίτι και να μαζεύεται στα χωράφια. Εκεί θυμάμαι και πανηγύρια, γιορτές και χαρές, τραγούδια και φαγητά, που τώρα ξέρω πως ήτανε λαογραφικές εκδηλώσεις της ζωής της υπαίθρου, παράλληλα και με την ευκαιρία της δουλειάς. Βλέπετε, βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος λέγανε οι παλαιότεροι.

»Ακολούθησε μια άλλη περίοδος που εξαιτίας των αποτυχιών, ο μπαμπάς αποφάσισε να αλλάξει και να ασχοληθεί με την καλλιέργεια κηπευτικών. Όλη τη βδομάδα οι άνθρωποι που δουλεύανε μαζί του, είχανε μεροκάματο και φροντίδα. Όλοι μαζί, κι εμείς τα πιτσιρίκια, που κουβαλάγαμε νερό για να πιούνε οι διψασμένοι, που φέρναμε ότι χρειάζονταν οι δουλευτάδες, ήμασταν μια μεγάλη ομάδα. Την Κυριακή, που συνήθως γινότανε η συγκομιδή των κηπευτικών, οι άνθρωποι της δουλειάς, δουλεύανε για την «επιχείρηση». Και σε ανταπόδοση, όλοι τους παίρνανε για την εβδομάδα τους, όσα θέλανε, από τα δεύτερης ποιότητας κηπευτικά που ο έμπορος δεν τα θεωρούσε άξια να πάνε στην πόλη. Η μέρα τέλειωνε νωρίτερα, και κατάφορτοι, κατάκοποι, γυρνούσανε όλοι μαζί, με τους δικούς μου, στα σπίτια τους.

«Στην επόμενη φάση του ο επιχειρηματίας μπαμπάς μου αποφάσισε να αλλάξει τόπο δράσης. Όχι αυθαίρετα και τυχοδιωκτικά, Αλλά προγραμματισμένα και γιατί η ανάγκη το επέβαλε. Ισορροπίες στο πλαίσιο συμφωνιών. Έφυγε από τα χωμάτινα εδάφη κι εγκαταστάθηκε -για καλλιέργειες- σε αμμώδες και ανώμαλο έδαφος. Πρώτα-πρώτα για μήνες ολόκληρους, από το πρωϊ μέχρι το βράδυ, ισοπέδωνε η μπουλντόζα, κι έριχνε κάτω αμμόλοφους ύψους 2 και 3 μέτρων ή γέμιζε κοιλότητες, οριοθέτησε και τη μικρή λιμνούλα που κρατούσε και μάζευε νερό. Αυτό ήταν και η αρδευτική πηγή του νέου χωραφιού.

»Νέος κύκλος δοκιμασιών, με το έδαφος, το κινούμενο και διάφανο έδαφος! Που δεν κρατούσε το νερό για να χορτάσει τα φυτά. Τα κακόμοιρα, διψούσαν κι ο καύσωνας του καλοκαιριού τα σκότωνε, τα εξαντλούσε, και δεν είχανε πια τη δύναμη να καρποφορήσουν. Ο μπαμπάς, δεν δίστασε, έπρεπε να κάνει κάτι για να «δέσει τον άμμο»! Σκέφτηκε-σκέφτηκε, κι αποφάσισε να αρχίσει την κτηνοτροφία βοοειδών, προκειμένου να συλλέγει την κοπριά τους, και να τη σκορπίζει στο χώμα. Άπειρη δουλειά, για πολλά χρόνια, και πολλή κούραση. Ασταμάτητη δουλειά μυρμηγκιού, για να αλλάξει η σύσταση του εδάφους, για να πυκνώσει η άμμος και να αναμιχθεί με υλικό που θα την έδενε, να μην είναι τόσο ρευστή, να μην στραγγίζει το νερό και να μη χάνεται, αλλά να γίνεται η καλλιέργεια και να παράγονται καρποί, να υπάρχει εισόδημα, για να ζήσουμε. Να πάμε στο σχολείο, στο γιατρό, να ντυθούμε, να φάμε. Να γιορτάσουμε. Να προκόψουμε.

»Πρώτα-πρώτα έσπειρε σε μεγάλη έκταση του νέου χωραφιού κριθάρι και τριφύλλι, ώστε να έχει χόρτα για να τρέφονται τα ζώα. Χόρτα είτε χλωρά, τρυφερά, είτε θερισμένα κι αποξηραμένα για το χειμώνα. Τα βοοειδή χρειάζονταν ενάμισυ χρόνο μέχρις ότου μπορούν να αποδώσουν. Γι' αυτό ήταν ανάγκη να υπάρχει κι άλλη πηγή εισοδήματος.Έτσι, ένα άλλο μέρος του χωραφιού, το καλλιεργούσε για χρόνια με κηπευτικά για άμεσο εισόδημα.

»Και ξεκίνησε την κτηνοτροφία βοοειδών. Στην αρχή αγόρασε 3-4 μάνες. Μαζί με τα δικά τους, μεγάλωναν παράλληλα άλλο ένα η κάθε μια, για τρεις μήνες. Μετά, τα ζωάκια ρίχνονταν στο τρυφερό χορτάρι και τον καρπό, αλεσμένο καλαμπόκι ή αλεσμένο σιτάρι. Στη συνέχεια δυο ακόμη μοσχαράκια ρίχνονταν για τρείς ακόμη μήνες στη «μάνα», καμμιά φορά κι άλλα δυο. Όταν η αγελάδα κυοφορούσε ήταν σαν τη βασίλισσα. Τα είχε όλα, και χώρο και περιποίηση. Ήταν αξιοσέβαστη γιατί κουραζόταν για εμάς. Ο μπαμπάς, τους είχε δώσει ονόματα. Σε όλα τα ζώα του είχε ονόματα, ανάλογα με τα χρώματα, τα καπρίτσια τους, ή την σχέση που είχε μαζί τους. (Η Κανέλλα, η Κοντούλα, ο Μπούλης, κλπ). Τα φρόντιζε να μεγαλώνουν σωστά, και δεν κορόϊδευε με τις τροφές τους. Ήτανε γνήσιες και υγιεινές. Κοστίζανε πολύ, μα έτσι ήτανε το σωστό, «για να πάρεις πρέπει να δώσεις», έλεγε. Κι όσο καιρό τα μοσχαράκια θηλάζανε από την μάνα τους, ή την ξενομάνα τους, δεν μας επέτρεπε να πάρουμε γάλα, ούτε για να πιούμε! Καμμιά φορά η μάνα μας ξέκλεβε κανένα κιλό για να μας κάνει μια γαλατόπιτα, κι ο μπαμπάς τη μάλωνε, γιατί τα «παιδιά έχουνε τη μάνα τους, και ζητάνε ό,τι θέλουνε, αλλά τα μοσχαράκια σε ποιόν να πούνε ότι θέλουνε κι άλλο γάλα αν η ξενομάνα τους δεν έχει να τους δώσει;» της έλεγε.

»Η διαδικασία της καθημερινής τους φροντίδας ήταν μακρά, επίπονη, ανθυγιεινή και επαχθής. Έπρεπε να βρίσκεται εκεί κάποιος όλη την ημέρα, από το πρωϊ. Να μοιράσει δυο τουλάχιστον φορές σε όλα τα ζώα τροφή, νερό και να ξεμπερδέψει τα μπερδεμένα. Και, κυρίως, πρωί και απόγευμα να καθαρίσει τα σταύλο, όπου ολημερίς στέκονταν τα ζώα, από τα περιττώματά τους. Αυτές οι βρωμιές, ήταν και ο λόγος δημιουργίας της κτηνοτροφικής μονάδας. Λόφοι κοπριάς μαζεύονταν κάθε βδομάδα και τόνοι ολόκληροι σκορπίζονταν μια φορά το μήνα σε όλη την έκταση του χωραφιού. Ένας πραγματικός άθλος, από πλευράς ολοήμερου κόπου, δαπάνης, μεγάλου χρονικού διαστήματος, και απέραντης υπομονής.

»Και το απίθανο έγινε πραγματικότητα. Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς «ο άμμος έδεσε». Πύκνωσε, Έγινε καρποφόρα και δυναμική γή που έκανε όλους τους καρπούς γευστικούς, αρωματικούς, χυμώδεις και σαρκώδεις.

»Και τότε ο μπαμπάς άλλαξε αντικείμενο. Αποφάσισε να καλλιεργήσει εσπεριδοειδή. Το χωράφι ήταν καλά προετοιμασμένο για την άμεση δενδροφύτευση εσπεριδοειδών! Οικογενειακή υπόθεση το φύτεμα. Σε μια μεγάλη και πολυήμερη γιορτή, με κάποιους εργάτες και πολλά μέλη από την οικογένεια, φυτεύτηκαν τρείς χιλιάδες δέντρα.

»Η δενδροφυτεία είχε διαφορετικές ανάγκες, από εκείνες που είχαν τα μικρά ποώδη, -στην ουσία μονοετή ή ολίγων μηνών- φυτά με μικρό και περιορισμένο ριζικό σύστημα. Απαιτούσε συστηματικό και σε βάθος πότισμα για να δημιουργηθούν ρίζες ικανές να θρέψουν ένα μεγάλο φυτό. Ο μπαμπάς υιοθέτησε το σύστημα ποτισμού ανά φυτό, με σωληνώσεις σε όλο το χωράφι. Στην αρχή με σύστημα τεχνητής βροχής, που όμως βρέθηκε να επηρεάζει τους ανθούς και να καταστρέφει την καρπόδεση. Το σύστημα αυτό άλλαξε, σε σύστημα ποτίσματος ανά ρίζα.

»Κι όλα αυτά τα σκέφτηκε τα οργάνωσε και τα υλοποίησε ένας άνθρωπος μόνος, ολιγογράμματος, φτωχός, με πολλά βάρη και λίγα μέσα στη διάθεσή του. Και κυρίως χωρίς μεγάλα και δικά του κεφάλαια.

»Σε λίγα χρόνια τα φυτά μεγάλωσαν, κι άρχισαν πια να δίνουν εισόδημα. Κι ύστερα, πριν καλά-καλά το χαρεί, ο μπαμπάς, ένα βράδυ, αφού έκανε απολογισμό ζωής, κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε. Κι εμείς ακόμη δεν το πιστεύουμε πως έφυγε έτσι, κι ας έχουνε περάσει τριάντα χρόνια. Ο άνθρωπος που δεν σταμάτησε ποτέ να σκέφτεται, να επιχειρεί, να φροντίζει την οικογένεια, να είναι ευγνώμων, να είναι συνεπής, έφυγε. Αλλά, αυτός είναι ο άνθρωπος, πρόσκαιρα τα έργα του, χωρίς αθανασία. Μόνη μνήμη, το παράδειγμα, το ήθος του, η αγάπη που άφησε πίσω του, η εργατικότητα και η παροιμιώδης δημιουργικότητά του. Μας εδίδαξε, με τον τρόπο του».

Τόσες αλλαγές, τόσες δράσεις, από έναν μόνο επιχειρηματία! Οι λεπτομέρειες και η καθημερινότητα της ζωής αυτής ασφαλώς υπήρξε θησαυρός εμπειριών, αδαπάνητος μάλιστα, για όσους έζησαν μέσα σε αυτό το κλίμα και το περιβάλλον, γιατί συμμετείχαν -εκ των πραγμάτων- και διαπαιδαγωγήθηκαν από ανθρώπους συνεργάσιμους, φιλόπονους και δημιουργικούς.

Ολοκληρώνοντας την διήγηση αυτής της ιστορίας, το συμπέρασμα είναι πως αν αυτή είναι  -σε αδρές γραμμές- η επιχειρησιακή διαδρομή ενός ανήσυχου, δραστήριου, ευρηματικού κι εργατικού ανθρώπου, που ήθελε να ζήσει και να δημιουργήσει, η δράση και η κινητικότητα αυτή παρέχει ικανοποιητικό παράδειγμα προς μίμηση για ν' αλλάξει η κακή σημερινή οικονομική κι επαγγελματική συγκυρία στην πατρίδα μας, από τη δική μας δράση και κινητικότητα. Είναι ανάγκη να αντιδράσουμε στην στασιμότητα και τον κατήφορο. Την ουσιαστική ακυβερνησία και την θεληματική αποδόμηση και παράδοσή μας στους αφανείς πολιορκητές της γής και του μέλλοντός μας.

Έχοντας κατά νού το παραπάνω συγκεκριμένο ατομικό παράδειγμα, που ασφαλώς δεν είναι μεμονωμένο, και βλέποντας σήμερα, και μάλιστα εδώ και τόσα χρόνια, πολλούς ειδικευμένους και ειδικευόμενους στο να πολιτεύονται και να διοικούν την χώρα, είναι απορίας άξιο που δεν μπορέσανε όλοι αυτοί να κάνουνε κάτι καλό για την πατρίδα μας, κι όχι μόνο άκαρποι, αλλά και ζημιογόνοι αποδείχθηκαν οι πολιτικοί τους αγώνες. Κανείς από αυτούς δεν  ωφέλησε την χώρα, στο τέλος! Το αντίθετο μάλιστα: ο κάθε νέος που ανεβαίνει στην εξουσία κάνει κάτι χειρότερο από τον προηγούμενο! 

Είναι λυπηρό φαινόμενο η αναξιότητα των πολιτικών μας και η πάντα επικρατούσα και διαρκώς διευρυνόμενη, αλλά και ηθελημένα ασυναίσθητη, ανευθυνότητά τους.

Ας προσέξουμε όμως, γιατί την ευθύνη για την κατάντια μας και τον εκφυλισμό μας, θα την έχουμε αποκλειστικά όλοι εμείς, αν εξακολουθούμε να επιτρέπουμε να μας κυβερνούν ανόητοι κι ανίκανοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου