Ο μεγάλος σεισμός του 1953, είχε πάρει πάνω από το κεφάλι τους ολόκληρη τη στέγη του σπιτιού εκείνο το Αυγουστιάτικο καταμεσήμερο, και σαν άφησε το μωρό έκθετο στον ουρανό, εκείνο κατάπληκτο άσπρισε από το φόβο του.
Ο Παππούς, συμμάζεψε τα συντρίμμια, και φύλαξε σε μια πρόχειρη παραγκο-κατασκευή ό,τι περισώθηκε κι ό,τι δεν ήταν ανεπανόρθωτα κατεστραμμένο.
Ανάμεσα σε τούτα ήταν και η λάμπα «η καλή». Ετούτη η λάμπα έφεγγε στην κυρά δασκάλα, την πεθερά μου, να ετοιμάζει -τις χειμωνιάτικες νυχτιές- τα μαθήματα της επομένης μέρας και να διορθώνει τα γραφτά των μαθητών της. Δίπλα της διάβαζε κι ο μικρούλης της, σαν που ήταν μοναχός, κι άλλονε δεν είχε για να παίζει και να τον συντροφεύει στις σκανταλιές του.
Ετούτη η λάμπα, περισώθηκε από τα ρίχτερ του 1953 και τη σκοτώσανε τα ρίχτερ του 2014! Τοποθετημένη πάνω στη μικρή βιβλιοθήκη της κυρά δασκάλας, εδέσποζε στο μεγάλο δωμάτιο, δίπλα στους αγέλαστους γέροντες, τα γονικά του Παππού, και δίπλα στο χάρτη του Νείλου. Ένα χάρτη που ο Παππούς τον έφερε στα 1952 από την Αίγυπτο, σαν γύρισε για πάντα από εκεί. Τον έφερε για να κρατάει ζωντανές τις μνήμες από τις θαυμάσιες περιηγήσεις του, και να μας δείχνει το απίστευτα μακρύ ταξίδι του γονιμοποιού θεού της Αιγύπτου. Εκεί, ανάμεσά τους, η λάμπα, έστεκε ακούραστος θεατής και μάρτυρας της ζωής του σπιτιού.
Η λάμπα η καλή. Α! Η λάμπα! Χωνευτή σε μια κολονάτη και σκαλιστή -σαν πλεκτή- μαντεμένια βάση, μια γυάλινη μπάλα γεμάτη φωτιστικό πετρέλαιο, αναπαυότανε, ετοιμοπόλεμη, για κάθε ξαφνική συσκότιση. Φαινόμενο, καθόλου ασυνήθιστο. Άπειρες φορές, μας είχε διώξει μακριά τα σκοτάδια, και μας είχε χαρίσει ευκαιρίες να ξανανιώσουμε παιδιά, όπως τότε, που ηλεκτρικό φώς δεν υπήρχε ακόμη στα χωριάτικα σπίτια μας. Κάτι τέτοιες φορές, που χειμώνα βρεθήκαμε εκεί χωρίς ηλεκτρικό, με τη λάμπα ξανανιώσαμε παιδιά, και σαν να περιμέναμε τις μάνες μας για να διώξουν το φόβο του σκοταδιού και να στρώσουνε το βραδινό τραπέζι. Μα γρήγορα, ξαναρχόταν το ηλεκτρικό, κι οι φόβοι μεριάζαν, οι παιδικές οι μνήμες χάνονταν, και ξανά μεγάλοι, συνεχίζαμε από εκεί που είχαμε σταματήσει.
Μα στην πρώτη -μετά τον τελευταίο μεγάλο σεισμό- επίσκεψή μας στο νησί, με οδυνηρή έκπληξη είδαμε τη λάμπα πεσμένη στο πάτωμα. Συντετριμμένη από τον καινούργιο χαλασμό, σπαράγματα ασυμάζευτα, μας πόνεσε ο χαμός της. Εφυγε ο Παππούς, έφυγε η κυρά δασκάλα, εμείς γερνάμε, οι νέοι φευγάτοι. Κανείς δεν μένει να την χρειάζεται, να την θυμάται και να την προστατεύει. Να βλέπει στο φώς της, να βλέπει την ομορφιά της, να νιώθει την ιστορία της, και να θυμάται πόσους είχε βοηθήσει να ιδούν στο σκοτάδι της νύχτας. Πόσες γιορτές είχε φωτίσει και πόσες θλίψεις είχε συντροφέψει! Στις λίγες μέρες του καλοκαιριού, εξαντλείται πια η συντροφιά της.
Στην επιστροφή μας εδώ, στην μεγάλη την πόλη, που όλα τα έχει κι όλα τα βρίσκεις, την πήραμε μαζί μας, έτσι τσακισμένη, ανάπηρη και πονεμένη. Σκεφτήκαμε, πως εδώ θα βρεθεί κάποια θεραπεία. Και πράγματι. Μια μέρα περπατώντας, συναπάντησα ένα όμορφο μαγαζί στην οδό Αθηνάς. Με γυαλικά, με κάθε λογής γυαλικά, για λάμπες και για φωτιστικά. Παλιά και καινούργια. Κι εκεί, στοχάστηκα πως θα μπορούσε να βρεθεί μια λύση! Και μπήκα.
Βρέθηκα, σ' ένα φιλόξενο εργαστηριακό χώρο, που τον κρατούν δυο κυρίες, με μεγάλη αγάπη και μεράκι, με ενδιαφέρον και με γνώση για κάθε σχετικό πρόβλημα.
Η Ελένη και η Βιβέτα. Δυο ζωντανές ψυχές, δυο δημιουργοί, τεχνίτριες και καλλιτέχνες. Όχι μόνο επισκευάζουν, όχι μόνο αποκαθιστούν, αλλά και μετατρέπουν, και διακοσμούν!
Το θέμα μου ήταν πολύπλοκο, γιατί όχι μόνο η λάμπα είχε θρυμματιστεί, αλλά και η μαντεμένια της βάση είχε βαρειά τραυματιστεί. Τα κορίτσια, έφτιασαν κατ' αρχήν την βάση, και στη συνέχεια με φυσητό γυαλί έφτιασαν την γυάλινη μπάλα που την είχε καταθρυμματίσει ο σεισμός, καθώς πέταξε την λάμπα κάτω από τη βιβλιοθήκη. Διατηρήσαμε την ίδια μηχανή, και με ένα καινούργιο γυαλί, που το ίδιο το μαγαζί διέθετε, η λάμπα η καλή ξαναμπήκε στη μάχη! Ετοιμοπόλεμη ξανά, όχι μόνο για να φωτίζει, αλλά και να ιστορεί.
Κομβικής σημασίας η συμβολή του Χρήστου, του μάστορα και τεχνίτη κατασκευών από γυαλί, που έδεσε στο φυσητό γυαλί, την μηχανή με το φιτίλι της λάμπας. Ο Χρήστος ο Τομπροντής, παλιός γείτονας, μεγάλος τεχνίτης υαλίνων κατασκευών, κάθε είδους και μορφής, διατηρεί στα Πετράλωνα δραστήρια επιχείρηση, όπου μπορείς να κάνεις κάθε είδους και μεγέθους γυάλινη κατασκευή. Αυτός είναι που «έδεσε» στη γυάλινη μπάλα τη μηχανή για να ξαναλειτουργήσει η λάμπα η καλή.
Πόσο όμορφα ένιωσα, σαν -με ακατάβλητη μέριμνα- κατάφερα να βρώ τους κατάλληλους ανθρώπους, κι εκείνοι να αναστήσουν κάποια από εκείνα τα λίγα που ο καλός μου κουβαλάει από τα παιδικά του τα χρόνια. Και τούτο είναι σημαντικό, μια που μονάχος του βρέθηκε, να σαρκώνει τη γενιά του, και τις οικογενειακές του μνήμες, για να τις παραδώσει στα παιδιά μας.
Σε τούτη την ιστορία, εκείνο που πιο πολύ με κάνει να αισθάνομαι ωραία, είναι όλοι οι τεχνίτες, που με την επιδεξιότητα μάστορα, το μεράκι και την επιμέλεια ενός καλλιτέχνη, συνέβαλαν στην αναδημιουργία της λάμπας, από τα λιγοστά απομεινάρια της.
Αυτοί οι τεχνίτες, κι η δουλειά τους, είναι ο λόγος που γράφεται τούτη η ιστορία. Γιατί τέτοιες δραστηριότητες είναι εξαιρετικής σημασίας στους καιρούς που ζούμε. Στην Ελλάδα του σήμερα. Οι άνθρωποι αυτοί, με τη δουλειά τους, με την δημιουργική πνοή τους, δίνουνε σάρκα και οστά στη λιμώττουσα κοινωνία μας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν περιμένουνε κανέναν διορισμό για να φάνε και δεν πουλάνε τίποτε καταναλωτικό για να κάνουνε τζίρο. Οι υπηρεσίες τους λύνουνε προβλήματα, καλύπτουν ανάγκες και δημιουργούν οικονομική κίνηση και κρατικά έσοδα. Οι άνθρωποι αυτοί, οι τεχνίτες, είναι εκείνοι που θα σώσουν τις οικοσκευές μας από τη χωματερή, και θα λιγοστέψουνε την εθνική δαπάνη για ευτελή μικροέπιπλα εισαγωγής. Τέτοιοι μερακλήδες τεχνίτες θα συμβάλουν στην διατήρηση και την συντήρηση των παραδοσιακών μας ξυλόγλυπτων επίπλων. Έτσι θα βρεθούν εστίες απασχόλησης και δημιουργίας. Θεραπευτικής και παιδαγωγικής. Γιατί όταν κανείς εργάζεται με ευθύνη, σκέφτεται δημιουργικά, επινοεί και σιγά-σιγά πρωτοπορεί.
Δεν αρκεί η επιχειρηματικότητα με αντικείμενο τα καφενεία, τα μπάρ, τα τυροπιτάδικα, τις πωλήσεις ευτελών μικροαντικειμένων εισαγωγής, που προορίζονται για εντυπωσιασμό ή θεραπεία μέσω της αγοράς. Η δραστηριότητα αυτή δεν είναι ούτε δημιουργική ούτε έχει προοπτικές. Γιατί η παραμονή και η διατριβή σ' αυτούς τους χώρους, δεν σου καταναλώνει μόνο το χρήμα, σου καταναλώνει και το μυαλό.
Γιατί, εκεί, συνήθως αργολογείς και φλυαρείς, μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, ... στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινήν ανοησία...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου