Δυο μεγάλες αρρώστειες της εποχής μας προέρχονται από την ύπαρξη ή την ολοσχερή έλλειψης υποψίας.
Η υποψία σαν υφέρπουσα πνευματική τάση, απαντά όταν κάποιος διαρκώς φοβάται ότι κάποιοι άλλοι (γνωστοί ή άγνωστοι δεν έχει σημασία) θέλουν να υφαρπάσουν τις ευκαιρίες του, ή ν' απομειώσουν την ποσωπικότητα ή την αξία του έργου του, να τον παραστήσουν ως «ολίγον» στην αγαπημένη του ή στον προϊστάμενό του κλπ.
Όμως, ο τύπος του αμέριμνου κι ανυποψίαστου είναι εκείνος που σήμερα αποτελεί μια κυρίαρχη φιγούρα, που χαρακτηρίζει πολλές φορές την επικοινωνία μας και δεσπόζει στην συμπεριφορά μας, ιδιαίτερα όταν πρόκειται να ακούσουμε αντίλογο, σε μια αφέλεια, αδεξιότητα, ανεπάρκεια ή επιπολαιότητά μας.
Ο άνθρωπος που βάζει όλη τη δύναμη της ψυχής του για να δράσει, να μορφοποιήσει, να ωφελήσει και να ωφεληθεί από το αντικείμενο της δουλειάς του, -δηλαδή για να δημιουργήσει- όποια δουλειά και να κάνει, δεν φοβάται τη γνώμη των άλλων, γιατί έχει τη δική του κριτική και αποφασιστική δύναμη. Αυτός αντιμετωπίζει την κακή δράση των άλλων. Γιατί θέλει να τελειοποιήσει την δουλειά του, να την κάνει αποτελεσματική, επωφελή και προσοδοφόρα. Και πορεύεται σε τούτο. με κανόνα την προσέγγιση του άριστου και του μέτρου.
Έχω στον νού μου, έναν νεαρότατο επιχειρηματία, που δουλεύει ακριβώς έτσι. Ερευνά με την ίδια ένταση και ευθύτητα (χωρίς αγωνία για την διατήρηση της άποψής του), κάθε πρόταση, σκέψη ή εκτίμηση χωρίς να εκφράσει ο ίδιος προτίμηση ή απόρριψη για κάθε ιδέα που τίθεται υπ' όψιν του. Είμαι εντυπωσιασμένη από τον τρόπο που αναζητά την αντίρρηση, πριν από κάθε ξεκίνημα. Κι είμαι πολύ ενθουσιασμένη μαζί του, γιατί ό,τι ξεκινά, το πετυχαίνει. Του αξίζει. Γιατί εργάζεται, κι είναι πάντα παρών.
Ποιόν να υποψιαστεί, και για ποιό πράγμα, αυτός που διαρκώς μελετάει, ελέγχει κι επιβλέπει την αποτελεσματικότητα του εγχειρήματός του, ώστε εγκαίρως να δράσει διορθωτικά ή αναδιοργανωτικά;
Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε το «ελληνικό θαύμα», αυτό που χαρακτηρίζει την ελληνική διαδρομή, όσον και όπου ιστορείται. Οσάκις ο ελληνισμός παραιτήθηκε από τούτον τον τρόπο, αλαζών ή ακηδής, εξέπεσε του πολιτισμικού του επιπέδου και ταπεινώθηκε. Η ελληνική πολιτισμική διαδρομή ματαιώθηκε και χειραγωγήθηκε πλειστάκις, κυρίως λόγω ξένων αντίθετων συμφερόντων, αλλά και λόγω εκμαυλισμού των ημετέρων πολιτικών και διαχειριστών των πεπρωμένων μας που ιδιοτελώς ή αφελώς ανταποκρίθηκαν.
Ο ελληνικός τρόπος, δηλαδή τόσο ο κλασσικός όσο και ο χριστιανικός, μπροστά στη δημιουργία, λογάριασαν, πώς το να εξαπατήσουν, δεν ήταν το πρόταγμα. Ό,τι έμεινε από τον κλασσικό Ελληνισμό είναι έργα και λόγια που υπερβαίνουν το άτομο. Παναθρώπινα. Ό,τι κυριαρχεί στη νέα του φάση, επίσης, υπερβαίνει το άτομο, και αποτελεί πανανθρώπινο αίτημα, πανθρώπινη ανάγκη. Πανανθρώπινη ανάπαυση.
Αλλά συνέβη και τούτο: καθώς περνούσε ο χρόνος, και ο ελληνικός τρόπος μετέβαινε από τη μια πολιτισμική του φάση στην άλλη, μερικοί από «εμάς», ξεμείναμε σε κάποια στάση, και αρχίσαμε (εξαναγκαστήκαμε, ή διαλέξαμε, δεν έχει σημασία) να συμπλέουμε, με κάποιους άλλους πολιτισμικούς τρόπους.
Αυτοί, ή ίσως ο δικός μας πολιτισμός, χαθούνε στο δρόμο, αν η αλήθεια τους δεν είναι όντως αλήθεια για ζωή. Ή να χαθήκανε ήδη, αν η αναζήτησή τους δεν απέφερε ειρήνη στον τόπο τους και δεν ειρήνεψε τις ψυχές.
Το ίδιο κινδυνεύουμε να πάθουμε κι εμείς, στο μέλλον, αν «διαστρέψουμε» την πορεία μας, και την καταστήσουμε μια πορεία μίμησης και, συνεπώς, υποταγής. Γιατί ετούτο το ενδεχόμενο δεν μοιάζει να ταιριάζει -σαν νέος ελληνικός τρόπος- με τίποτα από τα προηγούμενα. Και γιατί η μίμηση, δεν επιτρέπει στους μίμους να έχουν την οποιαδήποτε πρωτοβουλία, παρά μόνο υποχρέωση για αντιγραφή και προσαρμογή.
[Η ελληνική πρόταση στηρίζεται στην ελευθερία και την ευθύνη για την προσωπική επιλογή! στην εντιμότητα και συνέπεια προς την ιδία απόφαση, κι όχι στην υποχρέωση υποταγής. Ακόμα κι ο Χριστός μας, μας λέει «όστις βούλεται». Δεν μας λέει «πρέπει να με ακολουθήσεις»!]
Βλέπουμε λοιπόν, σήμερα να παραδίδονται -ακόμη- μαθήματα, από εκείνα που πήραμε καθώς βλέπαμε τους άλλους τρόπους-προτάσεις ζωής (τον ρωμαϊκό, των γότθων των ούννων, των βίκινγκς, των τευτόνων κλπ) να περνούν, να κυριαρχούν, να εκπίπτουν, να εγκληματούν, να παραφέρονται και παρ' όλα αυτά να επιμένουν με κάθε τρόπο για να κυριαρχήσουν. Και να εξακολουθούν να αγωνιούν για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Όλα αυτά τα μαθήματα, είναι τόσο παλαιά, και οι δρόμοι των άλλων πολιτισμικών προτάσεων είναι τόσο γνωστοί. Θεωρούν τη συμπόρευσή μας μαζί τους, αναγκαία, για τον κόσμο ολόκληρο. Ίσως, για να επιτύχουν έτσι την συγχώνευση και την εξαφάνιση του ελληνικού τρόπου.
Αν όμως «ο κόσμος», δηλαδή, για την ακρίβεια, αν οι ισχυροί του κόσμου, αποφάσιζαν να συναινέσουν ώστε να εργαστούν για να υπηρετηθεί πάνω απ' όλα ο άνθρωπος, και η φύση ως το περιβάλλον της ζωής του ανθρώπου, καθ' υπέρβασιν των ατομικών και εγωϊστικών επιθυμιών και τάσεων επιβολής τους, είναι προφανές ότι θα επέλεγαν τον ελληνικό τρόπο. Που χαρακτηρίζεται από την απόλυτη αγάπη προς την ελευθερία, και τον συνάνθρωπο.
Και δεν εννοώ την ανόητη αγάπη, την χωρίς ρόλο, και αποτέλεσμα αγάπη προς τον πρόσφυγα, τον μετανάστη, τον εισβολέα, τον αγνώμονα τον πλεονέκτη. Εννοώ τον σεβασμό της ανθρώπινης ψυχής που είναι δίπλα σου. Δεν μπορεί να αγαπάς τον σκύλο σου και να ξεχνάς την μητέρα σου. Δεν μπορεί να περιθάλπεις τους «δυστυχείς» ξένους και να οργανώνεις πλάνα για την εκμετάλλευση της πατρίδας τους. Δεν μπορεί να εξωθείς τον κόσμο, σε συμπεριφορές βάρβαρες, πολεμώντας, παράλληλα και για δικούς σου λόγους και πολιτικές, τις χώρες τους. Δεν τους παίρνεις τα διαμάντια και το πετρέλαιο επειδή είσαι πλεονέκτης.
Σε τούτο πρέπει να ενωθούνε οι άνθρωποι, κι όχι στο να δεχτούνε αναντίρρητα δυστυχείς και παραβατικούς, διαρκώς μετακινούμενους από τόπο σε τόπο, επειδή κάποιοι τρίτοι καταστρέψανε την πατρίδα τους ή επειδή κάποιοι τους χρησιμοποιούν για να αλλοιώσουν την φυσιογνωμία μιας περιοχής του κόσμου. Τί να πρωτοκάνεις όταν φτάνουν σε μυριάδες, κι είναι αδύνατο να εξυπηρετηθούν, να επιβιώσουν, να εργαστούν και να συνταιριάξουν με τους γηγενείς χωρίς να συγκρουστούν μ' αυτούς και χωρίς να φθονήσουν τη ζωή και τ' αγαθά τους.
Το να μην είμαστε καχύποπτοι είναι σημαντικό και «προσθέτει πόντους» στην ετοιμότητα, την αυτοπεποίθηση και την ικανότητά μας. Όμως, το να είμαστε ανυποψίαστοι, όταν γύρω μας μαίνονται οι καιροί, με καθαρά τα σημάδια της καταιγίδας, είναι -έως και εγκληματική- ευήθεια.
Το μεγαλύτερο απ' όλους μας χρέος σε τούτο το έργο, ανήκει στους δασκάλους. Αγαπημένος μου δάσκαλος, με συναίσθηση του χρέους του, λέει: «αν σκεφτούμε τη δυναμική της δράσης των δασκάλων, θα δούμε ότι μόνο καθένας από αυτούς, μπορεί να επιδράσει άμεσα σε χίλιους τουλάχιστον νέους ανθρώπους. Γιατί και πώς; Ως εξής: Ένας δάσκαλος έχει στην τάξη του κάθε χρόνο 25-30 παιδιά. Με δεδομένο ότι ο δάσκαλος αυτή την δουλειά θα την κάνει για 30 περίπου [ή περισσότερα] χρόνια, προκύπτει σαφώς ο αριθμός των ανθρώπων που δεχτεί τις επιρροές του».
Ας μην αποκοιμίζουμε λοιπόν τους νέους ανθρώπους, όσοι είμαστε χρεωμένοι να τους ξυπνάμε..
Αξιοπρόσεκτες φωνές για τα προβλήματα που καλούν σε εγρήγορση και δράση, πριν να είναι πολύ αργά για όλον τον κόσμο, ο οποίος δεν θα συμφωνούσε και δεν θα συναινούσε αν ήξερε, άκουσα εδώ εδώ, κι εδώ.
Σημείωση: Ετούτο το σημείωμα πήρε αφορμή, ανάμεσα σε άλλα, και από το σημείωμα της Λίας Λάππα «Ο γενικός γραμματεύς», που δημοσιεύεται στην αχμή και αναδημοσίευσε ο Κ. Παπαχρήστου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου