Ο Ανδρέας Ζαμπούκας στο εξαίρετο άρθρο του «Το Θέατρο και ο θαυμασμός προς τη βαναυσότητα» θέτει τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων: Η διαπαιδαγώγηση, η ελευθερία της γνώσης και η ελευθερία της έκφρασης δεν είναι νοητό να καταλαμβάνει την χρήση και την διδασκαλία της βαναυσότητας.
Ήτανε σ' ένα ταξίδι μου στα σύννεφα του διαδικτύου, που μου αποκαλύφθηκε τούτη η όμορφη και δυνατή πνευματική θέση, καθώς έψαχνα παιδαγωγικούς μαργαρίτες, μέρες που είναι. [Εννοώ την επικείμενη ημέρα εορτής και μνήμης των Τριών Ιεραρχών, των Μεγάλων Διδασκάλων της Οικουμένης].
Απολαύστε το!
«Δεν είναι εύκολο να πάρει κανείς θέση για το δικαίωμα του Εθνικού Θεάτρου να ανεβάσει το έργο «Ισορροπία του Nash». Η τέχνη, σε κάθε περίπτωση, αποτελεί έναν χώρο όπου η ελευθερία της διάνοιας μπορεί να ξεπεράσει κάθε όριο νόρμας, ακόμα κι αν προκαλέσει το σύμπαν ολόκληρο. Μόνο το κοινό μπορεί να σταθεί απέναντι στην κακή ποιότητα της δημιουργίας. Τελικά όμως, μετά τον θόρυβο που δημιουργήθηκε και πιθανότατα, με άνωθεν παρέμβαση, η παράσταση δεν θα παιχτεί.
Σίγουρα πρόκειται για μια λανθασμένη κίνηση της διοίκησης του Εθνικού αλλά ακόμα πιο κακή και «ανώριμη» υπήρξε η επιλογή της συγκεκριμένης καλλιτεχνικής πρότασης. Γιατί ήταν απολύτως βέβαιο ότι η χρησιμοποίηση του Σάββα Ξηρού ως μέρους του μύθου, θα ξεπερνούσε τη λειτουργία της θεμιτής πρόκλησης που δικαιούται κάθε καλλιτέχνης στο έργο του.
Εκτός αυτού, η μνήμη από την εγκληματικότητα του προσώπου είναι τόσο νωπή και επαίσχυντη, που το κοινό δεν θα μπορούσε παρά να εγκλωβιστεί στην περιπτωσιολογία του ρεαλισμού και να μην μπορέσει να εισπράξει την διδακτική γενικότητα που κάθε δραματουργία οφείλει στον θεατή της. Για παράδειγμα, η «τρομοκράτης» Αντιγόνη επελέγη από τον Σοφοκλή για να προκαλέσει το κοινό -μια γυναίκα παραβαίνει διαταγές του άρχοντα της πόλης!- αλλά ο μύθος απέχει από την αθηναϊκή δημοκρατία, πάνω από μισό αιώνα. Άρα λοιπόν, όποιος τυχόν σκανδαλίστηκε δεν είχε την δυνατότητα να ταυτίσει πρόσωπα και καταστάσεις σε πραγματικό χρόνο. Άλλωστε η τέχνη πάντα, υπαινίσσεται, δεν δείχνει κατάματα.
Εν πάση περιπτώσει, διορθώθηκε ένα ατυχέστατο λάθος με ένα ακόμα μεγαλύτερο λάθος. Αλλά το ζήτημα δεν είναι εκεί. Απλά, δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσουμε και πάλι, ότι γίνονται συνεχώς προσπάθειες να εμπεδωθεί ένα κλίμα θαυμασμού προς τον «αντισυστημισμό» της τρομοκρατίας. Ότι υπάρχει διάχυτο στην ελληνική κοινωνία, ένα κλίμα αντιπαράθεσης απέναντι στη κανονικότητα της αστικής δημοκρατίας, που συγκινεί μικρούς και μεγάλους. Από την άλλη, δημιουργείται συχνά ένα κύμα αντιπερισπασμού από συντηρητικούς κύκλους, οι οποίοι το μόνο που καταφέρνουν είναι να προκαλούν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από αυτό που αξίζει στον «ηδυπαθή» εξτρεμισμό των αντιαστικών δράσεων.
Όλα αυτά είναι οπωσδήποτε γοητευτικά. Όπως γοητευτικός είναι και ο επαναστατημένος άνθρωπος του Καμύ ή άκρως γοητευτική είναι και η σουρεαλιστική γενιά του Παρισιού στον Μεσοπόλεμο. Αλλά και στην ίδια την καθημερινότητα, πιο ελκυστικός είναι, σε μία ονειροπόλα φοιτήτρια, ένας αντισυστημικός «αγωνιστής» που στρίβει τσιγάρα και διαβάζει Μπουκόφσκι από έναν «ρεαλιστή» συμφοιτητή που βιάζεται να πάρει το πτυχίο του για να φύγει για μεταπτυχιακό στην Αγγλία.
Η ίδια όμως φοιτήτρια κάποια στιγμή, αισθάνεται ότι θα πρέπει να μπει στην αγορά εργασίας. Και για να κάνει οικογένεια, παντρεύεται τον συμφοιτητή που επέστρεψε από την Αγγλία..! Είναι πλέον, η περίοδος της δημιουργίας και της γονιμότητας. Όχι τόσο του έρωτα και της τρέλας. Τα απωθημένα του «αντισυστημισμού» μπορεί να υπάρχουν αλλά τα ένστικτα της δημιουργίας προσπαθούν να εκτονωθούν στην κανονικότητα.
Εμείς λοιπόν, στην Ελλάδα, κουβαλάμε πολλούς μύθους «αντισυστημισμού» και δεν λέμε να μεγαλώσουμε. Στο δημοτικό, μαθαίνουμε για τους κλέφτες και τους αρματολούς, στο Γυμνάσιο για το «Όχι» στους Ιταλούς, στο Λύκειο, για το Πολυτεχνείο και στο Πανεπιστήμιο, για τον Βελουχιώτη και τον Μαρξ. Και στο τέλος καταλήγουμε σε έναν ακαθόριστο θαυμασμό απέναντι στη «βαναυσότητα» του ανορθόδοξου και του αντισυστημικού. Αρκεί να μάχεται την καθεστωτική κανονικότητα του ρεαλισμού.
Με λίγα λόγια, παράγουμε ένα υπερβολικό «αντισυστημισμό» τον οποίον δεν μπορούμε και να καταναλώσουμε. Έτσι συντηρείται γενικώς στις γενιές που έρχονται μια «ροκ» επαναστατική διάθεση, που στην προκειμένη περίπτωση δημιουργεί μία υπαινικτική γοητεία προς τον Σάββα Ξηρό. Και ασφαλώς η τέχνη, σχετίζεται με το φαντασιακό και το γοητευτικό. Όχι με τον ορθολογισμό. Γι’ αυτό και, μολονότι τρομοκράτης, έχει ηρωοποιηθεί στα μάτια ενός σημαντικού μέρους των νέων.
Όπως και να ‘χει, αυτά συμβαίνουν παντού. Και στη Γαλλία και στην Ιταλία και στην Ισπανία. Η κοινωνία όμως, θα πρέπει να προχωρήσει. Η δημοκρατία -ασφαλώς η αστική, δεν έχουμε άλλη!- πρέπει να στηριχθεί στη δημιουργία και στην παραγωγικότητα. Και δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να ενθαρρύνει τη γοητεία στη βαναυσότητα, όποια κι αν είναι αυτή. Γιατί, χωρίς αμφιβολία, ο «μεσσιανισμός» που ηρωοποιεί τρομοκράτες ως ακαθόριστους φορείς ελπιδοφόρας δικαιοσύνης, στερεί από ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας τον ορθολογισμό και την δημιουργικότητα.
Σε όλους μας αρέσει η απόκλιση από τη νόρμα. Κάποτε όμως θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι μεγαλώσαμε πια ως χώρα. Ενηλικιωθήκαμε και αυτό που μας φαίνεται ως παραλογισμός στη ζωή τιθασεύεται μόνο με τον ορθολογισμό και την πράξη. Όχι με το έγκλημα, την εκδίκηση και τον αποτροπιασμό. Ακόμα κι αν ο «μύθος» τους προσπαθεί «έντεχνα» να συμπεριληφθεί στην ίδια την τέχνη…»
Σημείωση: Ο τονισμός με bold στο κείμενο έγινε για τις ανάγκες αυτού του σημειώματος (εδώ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου