Πόσοι από εμάς τους μεγάλους δεν θυμόμαστε τις πρωτοχρονιάτικες προσδοκίες μας, πόσοι διαψευσθήκαμε και πόσες φορές χαρήκαμε αληθινά την ημέρα της πρωτοχρονιάς!
Τα παιδικά μας χρόνια αλησμόνητα μένουν, για τις προσδοκίες και για τις χαρές που είχαμε, αλλά και για τις λύπες, που σημαδέψανε την ζωή μας, και ωριμάσανε την σκέψη μας.
Μικρά, στο παραγώνι, ακούγαμε τις ιστορίες του μπαμπά, κι εκστασιαζόμασταν, αλλά έτσι ανακατεμένα που είμασταν, μικρά και μεγάλα μαζί, οι ιστορίες δεν μπορούσανε να είναι πάντα φανταστικές, με υποθέσεις ανύπαρκτες. Γιατί οι μεγαλύτεροι δεν άφηναν τα ψεύτικα τερτίπια να στεριώσουν. Οι μεγάλοι ρωτούσανε, κι οι μικροί μαθαίνανε πριν την ώρα τους. Κι έτσι, όλοι, μικροί μεγάλοι, μάθαμε την αλήθεια για τα πράγματα. Και μάθαμε πως Αγιοβασίλης για τον καθένανε είναι εκείνος που τον φροντίζει και τον αγαπά. Εκείνος που προφταίνει τον πόνο κι ανακουφίζει την μοναξιά και την φτώχεια. Εκείνος που αγαπάει όλους τους ανθρώπους που «ποιμαίνει», κι υπακούει μονάχα στη φωνή Θείου, του δικαίου και της ελεημοσύνης. Κι ότι «Αγιοβασίλης», μπορεί να γίνει ο καθένας -στα μέτρα του- άμα το θέλει η ψυχή του.
Εκεί μάθαμε πως ο Αγιοβασίλης ήτανε νέος και επίσκοπος σε μια μεγάλη πόλη της αυτοκρατορίας, την εποχή που βασίλευε ο Ιουλιανός. Αυτός, που ήθελε να ξαναστήσει στα πόδια της τη δωδεκάθεη αρχαία θρησκεία. Κάνοντας πόλεμο ζήτησε από τους κατά τόπους επισκόπους να του δώσουν τα χρυσάφια των Εκκλησιών για να αγοράσει όπλα. Ο Αγιοβασίλης, νέος επίσκοπος τότε, με την θέρμη της πίστης του, αρνήθηκε να συμμετέχει στην χρηματοδότηση του πολέμου, κι απάντησε πως δεν έχει να δώσει τέτοια βοήθεια. Μα ο βασιλιάς εθύμωσε πολύ, κι αντιμήνησε πως σαν επιστρέψει θα εξολοθρέψει τον θρασύ επίσκοπο και τον ανυπόταχτο λαό του.
Ο Αγιοβασίλης τότε, συλλογίστηκε πως μπορεί και να έκανε λάθος, και φοβούμενος μην πάρει στο λαιμό του τις ψυχές του κόσμου, τους είπε το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει. Και τους παρακάλεσε να δώσουν ο καθένας τους το κατι τί του, για να τα δώσει όλα μαζί στον βασιλιά, μπάς κι αποφύγουν το κακό που σχεδίαζε σε βάρος τους. Μα ο βασιλιάς, σε 'κείνη την μάχη σκοτώθηκε και δεν γύρισε για να πάρει το χρυσάφι. Κι ο Αγιοβασίλης, ο επίσκοπος-τότε-Βασίλειος, για να επιστρέψει τα χρυσάφια του κόσμου, διέταξε να φτιάξουν ψωμάκια και μέσα σ' αυτά να κρύψουν τα κοσμήματα που είχαν προσφέρει οι πιστοί, και τους τα μοίρασε. Έτσι, πήρε ο καθένας από κάτι, γιατί δεν ήταν πια μπορετό να βρεθεί ποιός είχε δώσει και τί. Γι' αυτό κι εμείς σήμερα, σε ανάμνηση της δίκαιης χαράς για την επιστροφή των θησαυρών, βάζουμε «φλουρί» στην αγιοβασιλιάτικη πίτα, για να κερδίσουμε πίσω, εκείνο που ήδη είχαμε δώσει.
Κι εκεί μάθαμε, πως ο Αγιοβασίλης ήτανε ο προνοητικός επίσκοπος, ο σοφός πατέρας που ήθελε να προστατέψει τα τέκνα του, κι ο δίκαιος οδηγητής ψυχών.
Ο Άγιος αυτός δεν ήτανε γέροντας με ρόδινα μάγουλα, πλούσιος και καταναλωτής. Νέος μοναχός, έγινε επίσκοπος, και νέος απεβίωσε. Ήτανε το πρότυπο της αρετής και της εγκράτειας, το παράδειγμα της φιλομάθειας και της μελέτης, της αγνείας, της αφοσίωσης και της πίστης στον λόγο του Ευαγγελίου. Η δράση του πολυσχιδής και η ευαισθησία του τεράστια. Είναι εκείνος που ίδρυσε τα πρώτα νοσοκομεία, τα γηροκομεία και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, σε μια εποχή που- ακόμη και- η ιδέα αυτή, ήταν ανύπαρκτη. Ο πρώτος που καλλιέργησε την μαθητεία σε πρακτικές τέχνες κι εργασίες, κι εκείνος που εκήρυξε την μεγάλη σημασία της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας.
Απεβίωσε στα 50 του χρόνια, εξαντλημένος από την προσφορά στον ενδεή, και από την σωματική και πνευματική άσκηση, σύμφωνα με τις επιταγές της μοναστικής του πολιτείας.
Το όνομά του και το έργο του αποτελούν φάρο για όσους προτίθενται να διδάξουν, να επισκοπήσουν, να διοικήσουν, να προσφέρουν, να μονάσουν, να υποστηρίξουν ή να ασκηθούν και να παραδειγματίσουν με την ζωή τους.
Μπορεί ο μπαμπάς μου, να μην τά'ξερε όλα τούτα, τότε που ήμουνα μικρό παιδάκι. Μα η λειψή αφήγησή του με οδήγησε να βρώ τα απολειπόμενα, και με την σειρά μου να συμπληρώσω την ιστορία. Και, τελικά, να αξιολογήσω θετικά, το αληθινό του παραμύθι.
Μετά από χρόνια, ήρθε η ώρα να πλέξω το παραμύθι με την ιστορία και να διηγηθώ κι εγώ στα δικά μου τα παιδιά, την αληθινή ιστορία του Αγιοβασίλη, που φροντίζει κι αγαπάει, που προστατεύει και δεν αδικεί τον κόσμο που είχε να καθοδηγεί. Του Αγιοβασίλη, που η μέριμνα και η αγωνία του για τον άνθρωπο, και κυρίως για τα παιδιά, αποτυπώθηκε από πολύ παλιά, στα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα.
Σε τούτο το έργο μου, Μάνα πιά, βοήθησε κι η αείμνηστη Δασκάλα τους, η Σμαράγδα, που πάντα της αληθινή και παιδαγωγός, ήρθε αρωγός και συμπλήρωσε την νουθεσία των παιδιών στο μυστήριο της αλήθειας, της αγάπης και της ευθύνης. Μαζί και η γιαγιά τους, η Κασσιανή, η άλλη Δασκάλα.
Αξέχαστη μου έμεινε σαν παιδί, η απομυθοποίηση της χαρούμενης κινηματογραφικής μορφής που γελάει και παίζει χωρίς να λογαριάζει τους πολέμους που γίνονται δίπλα της, και που ενώ ο κόσμος χάνεται, αυτή η φιγούρα προσφέρει καραμέλλες και παιχνίδια αντί για οικογένεια, αγκαλιά και φροντίδα[, ή (σήμερα) κινητά τηλέφωνα και βιντεοπαιχνίδια!]. Κι έτσι έμαθα πως το ψέμμα είναι πολύ όμορφο, αλλά δεν έχει περιεχόμενο.
Αλλά γιατί τόσο ψέμμα; Μόνο για την διαφήμιση και τις πωλήσεις; Μπορεί να δεχθούμε να εξαφανίζονται οι ψυχές των ανθρώπων για χάρη των αγορών;
Αναρωτήθηκε κανείς, πώς θα ζήσουν αυτές οι ψυχές χωρίς το ψέμμα που φέρνει ευχαρίστηση, μονάχα προς στιγμήν; Πώς θα ζήσουν, όταν αυτό το ψέμμα αποκαλυφθεί, κι όταν πέσει η αυλαία της απελπισίας και της εγκατάλειψης, σαν η απάτη σβήσει τα φώτα της γιορτής;
Δεν είναι καλό να αφαιρούμε το μυστήριο από τον κόσμο των παιδιών, αλλά είναι πολύ κακό να τους κρύβουμε την αλήθεια και να τους γεμίζουμε το μυαλό με χρυσόσκονη και πλάνες.
Το μεγαλύτερο Μυστήριο είναι η αγάπη και η αφοσίωση. Αν μπορέσουμε να κάνουμε τα παιδιά μας να αγαπούν, τότε ίσως να αγαπήσουν και τον εαυτό τους, και να μην τον καταστρέφουν με συμπεριφορές αλλοπρόσαλλες, αλλόκοτες, ανεύθυνες κι ακατανόητες. Τότε ίσως να προσπαθούν φιλότιμα και να αποκαλύπτουν τις δυνάμεις που κρύβουνε μέσα τους όλες οι αγνές, οι σπουδαίες κι αφοσιωμένες σε αξίες και αγάπη, ψυχές.