Ο άνθρωπος, όπου και να βρεθεί, εύλογα κάποια στιγμή θα αναρωτηθεί: πού βρίσκομαι; Δεν αναρωτιόμαστε βέβαια, όταν είμαστε στο σπίτι μας, στο γραφείο μας, στο χωράφι μας, στο σχολείο μας. Το ερώτημα αυτό, γεννιέται, μονάχα σαν τύχει να έχουν αλλάξει πάρα πολύ τα πράγματα στα μέρη αυτά τα οικεία και γνώριμα, ή νά 'χουμ' εμείς αλλάξει, ώστε η σχέση μας με τον τόπο και τα πράγματα δεν είναι πια όπως εκείνη που ήταν πρωτύτερα.
Ερωτήματα, αυτονόητα και σχετικά με τα παραπάνω, είναι και τούτα: Τί άνθρωπος είμαι; γιατί θέλω αυτό κι όχι εκείνο, τι παραμύθια και ιστορίες, τι διδαχές άκουσα, τί μαθήματα ζωής, πίστης και ιστορίας έλαβα, και γιατί αυτά και όχι άλλα;
Όλα τούτα αποτελούν την καλλιέργεια που έλαβε με την ανατροφή του ο μικρούλης άνθρωπος, καθώς τον κρατούσαν αγκαλιά τα γονικά και οι παπούδες του, οι αγαπημένοι οικογενειακοί φίλοι και οι αγαπητοί συγγενείς, και του μαθαίνανε να φέρεται, να ζεί με τους άλλους σε συνεργασία και με αγάπη. Εκεί που του μαθαίνανε να τρώει, να ευχαριστεί, να δίνει, να υποχωρεί, να διεκδικεί, να ζητάει και να δέχεται, να μελετάει, να μην υποχωρεί, να πιστεύει, να έχει πλαίσιο αρχών και ορίων για να ενεργεί, να υποχωρεί και να παραχωρεί. Οι γονείς μεγαλώνουν τα παιδιά τους με τη συνείδηση που οι ίδιοι έχουν.
Κι η καλλιέργεια του μικρού ανθρωπάκου συμπληρώνεται αργότερα στο σχολειό, από τους σπουδαίους -για όλη του τη μετέπειτα ζωή- πρώτους δασκάλους του. Αυτοί, θα τον μάθουν την σωστή ομιλία της γλώσσας του με όλους τους κανόνες, και για τη ζωή έξω από το σπίτι, θα τον μάθουν και πως να εργάζεται σε έργα ανάλογα με την ηλικία του. Το σχολειό, μέχρι πριν από κάμποσα χρόνια, τη συνείδηση αυτή την επιβεβαίωνε με τις διδαχές των σχετικών μαθημάτων.
Και καθώς η ζωή περνάει, η καλλιέργεια του ανθρώπου αυξαίνει σε εύρος και βάθος, ιδιαίτερα σήμερα μάλιστα, που στη χώρα μας το σχολειό (και μάλιστα όλα πια τα σχολειά, από το πρώτο μέρχρι το ανώτατο) έχει πολλά παιδιά, παιδιά που τα γονικά τους έρχονται σαν πρόσφυγες ή μετανάστες από ξένες πατρίδες. Έτσι, οι συνήθειες κι οι παραδόσεις διαφόρων χωρών, de facto ανακατεύονται, καθώς τα παιδιά περνάνε πολλές ώρες καθε μέρα μαζί στο σχολειό. Κι εκτός από τούτο, καινούργιες διδακτικές μέθοδοι εισάγονται και αλλάζει ο τρόπος διδασκαλίας ή καταργείται η (παλιά) απαίτηση να γνωρίζουν τα παιδιά όσα θα έπρεπε να διδάσκονται. Εύλογο είναι λοιπόν, κάποια στιγμή να αναρωτηθεί ο μικρός μαθητής, ο νέος άνθρωπος: Εγώ σήμερα τί θέλω; θέλω να κρατήσω ό,τι έμαθα για τις ρίζες και τους δικούς μου, θέλω να τους μοιάσω στα όνειρα και στην πορεία, ή να ξεχάσω όσα πίστεψα και να αλλάξω εκείνα που θα με προσδιορίζουν σαν άνθρωπο, από 'δώ κι εμπρός; Έτσι τίθεται θέμα εθνικής συνείδησης.
Τί να είναι άραγε η εθνική συνείδηση; Δεν είναι η συναίσθηση πως ανήκουμε στην ίδια ομάδα και στο ίδιο σύνολο (προς τα πίσω στο χρόνο και εμπρός προς το μέλλον), η συναίσθηση όλων ημών που έχουμε τον ίδιο τρόπο στη ζωή, τις ίδιες γιορτές και μνήμες, τις ίδιες ιστορίες για τα παιδιά μας, τα ίδια όνειρα για τον τόπο μας και την ιστορία του, τους τάφους των γονιων και των προγόνων μας, καθώς και για το λόγο του ιστορημένου θανάτου τους; Δεν μας δένει και η κοινή μας χιλιομιλούμενη γλώσσα, οι κοινοί μας ένδοξοι και νικηφόροι αγώνες για ελευθερία και σκέψη, αλλά και οι διαχρονικά ατιμωτικές κι επιπόλαιες ήττες μας από κατώτερους αλλά δόλιους εχθρούς; Δεν μας δένουν οι αξίες και οι αρχές που διδαχθήκαμε στο διάβα του χρόνου από τα έργα των μεγάλων Ποιητών της αρχαιότητας, και η αποδοχή του κηρύγματος του Ευαγγελίου που γράφτηκε στη γλώσσα μας, (προς δόξαν Κυρίου); Δεν μας διαπνέει η ίδια φιλοσοφική διάθεση για τη ζωή και η τάση, όπως εκείνη -η τάση- των μεγάλων πνευμάτων που ζήσανε σε τούτα χώματα και μιλήσανε την γλώσσα που οδήγησε τη σκέψη της ανθρωπότητας σε πρωτόγνωρους προβληματισμούς, και στην ευρηματική απάντηση σε κάθε εμφανιζόμενο πρόβλημα προς λύσιν;
Πολλοί σύγχρονοι μελετητές έχουνε μια τοποθέτηση, όπως εκείνη του συγγραφέα του προηγούμενου (ανα-)δημοσιεύματος εδώ, στη Filareti.gr.
Λέγει, λοιπόν, στην τοποθέτησή του ο κ. Πιζάνιας:
Οι διαμάχες οι σχετικές με την εθνική υπόσταση ενός πληθυσμού έχουν πάντοτε μια πρωταρχική ιστορική αναφορά η οποία λειτουργεί ως καθρέφτης για την αναγνώριση όλων των μελών της εν λόγω κοινωνίας μεταξύ τους.
Αδιάφορο αν η ιστορική αυτή αναφορά είναι πλήρως ή μερικώς επινοημένη.
Σημασία έχει ότι είναι κοινά αποδεκτή, για την ακρίβεια αυτονόητη για τον καθένα και την καθεμία.
Κι εμείς σχολιάζουμε-παρατηρούμε-ρωτάμε:
Διαμάχες έχουμε άμα υπάρχουν αμφισβητήσεις εθνικής ταυτότητας, δηλ. διεκδικήσεις επικράτειας ή πολιτισμικών χαρακτηριστικών. Οι αμφισβητήσεις αυτές προβάλλονται εναντίον συγκεκριμένης εθνικής ομάδας, και υποβάλλονται σε συνεργασία με άλλες ομάδες... Ή μήπως όχι;
Εθνική υπόσταση ενός πληθυσμού συνιστά η οργάνωση ενός πληθυσμού με κοινούς δεσμούς, σε κοινωνία με θεσμούς, συνηθέστατα με "κρατική" οργάνωση, όργανα και διαδικασίες για τη διοίκηση και διαχείριση, την ικανοποίηση βιοτικών αναγκών των μελών, την ολοκλήρωση κοινωνικών και προσωπικών και σχέσεων μεταξύ των μελών τους και μεταξύ των μελών αυτών με άλλους, και για την υλοποίηση οραμάτων. Και δεν συνιστά εθνική υπόσταση η απόφαση για τη δημιουργία εθνικής υπόστασης. Αυτό δεν αποφασίζεται σε μια μέρα, ή από κάποια συμφέροντα. Γιατί είναι αλληλουχία διαδικασιών, έργων και οραμάτων των ανθρώπων και λόγος του θανάτου
Ο πληθυσμός αυτός, με τα κοινά χαρακτηριστικά και τους στενούς, μακρούς και διηνεκείς δεσμούς και που αναφέρεται ως πρώτος ιστορικά υπάρξας, κατοικών και αδιάσπαστα συνδεδεμένος με μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή έχει συνείδηση της ύπαρξής του και όραμα συνέχισης και βελτίωσης της ύπαρξής του. Και αυτό λειτουργεί ως απόλυτα φυσική απεικόνιση του πληθυσμού αυτού στη συγκεκριμένη γή-περιοχή-χώρα, και λειτουργική συμβίωση των μελών της πληθυσμιακής αυτής ομάδας στον ίδιο τόπο, ακόμη κι αν κάποια μέλη έφυγαν από εκεί προσωρινά, ή τελικά για πάντα, για λόγους προσωπικούς και κυρίως οικονομικούς.
Το δημοσίευμα θέλει απλώς μια πρώτη ιστορική αναφορά. Δεν ενδιαφέρεται η πρώτη αυτή ιστορική αναφορά να είναι αλήθεια. Δηλ. η πρωταρχική αναφορά δεν είναι αναγκαίο να είναι -πλήρως ή έστω εν μέρει- αλήθεια, αρκεί μάλιστα κάποιος να το επινόησε (ψέμματα και φαντασίες δηλαδή). Δεν χρειάζεται να προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία της ιστορικής έρευνας, δηλαδή από τις πηγές, τα κείμενα και τα άλλα αρχαιολογικά ευρήματα!. Και μετά από αυτή την "επιστημονική θεώρησση" των πραγμάτων, οι προβάλλοντες τέτοιες θέσεις επιθυμούν να τις ασπαστούμε εμείς και να συμμορφωθούμε σε ό,τι αυτοί επιδιώκουν: Δηλαδή, την ανυπαρξία μας ή την υποδούλωσή μας, όταν εμφανιστεί κάποιος που ισχυρίζεται πως ο τόπος μας είναι δικός του και πως εμείς είμαστε περαστικοί καταληψίες!
Αυτό που ο συγγραφέας θεωρεί σημαντικό είναι αυτή η επινοημένη πρώτη ιστορική αναφορά να είναι γενικά αποδεκτή και αυτονόητη. Δηλαδή αναντίρρητη! Δηλαδή σου παίρνουνε όλα σου τα προσωπικά και εθνικά δεδομένα, τα χαρίζουν σε κάποιον, σε εξαφανίζουν κυριολεκτικά και σου λένε να συμφωνείς κι εσύ ο ίδιος! Να μην προβάλλεις αντιρρήσεις!
Πριν σε λοβοτομήσουν με το νυστέρι, το κάνουν με την αλλοίωση του περιεχομένου των πηγών και με την σχετική προπαγάνδα. Φαίνεται πως η λοβοτομή με αυτόν τον τρόπο είναι λιγώτερο δαπανηρή γιατί γίνεται μαζικά!
Αλλά αυτό προϋποθέτει ότι στην περίπτωση που ένας λαός, οικειοποιείται τον τόπο και την ιστορία του κάποιου άλλου λαού, ο τελευταίος θα το δεχτεί (δηλαδή θα το ανεχτεί, σαν λοβοτομημένος, σαν δεμένος χεροπόδαρα, σαν αιχμάλωτος, σαν ο άλλος νά 'χει δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω του), και ότι οι άλλοι λαοί της ανθρωπότητας (σαν εγκληματίες και συνωμότες που σκυλεύουν πτώματα, θα ωφεληθούν από μια τέτοια παγκόσμια συμπαιγνία και) θα μείνουν σιωπηλοί και αμέτοχοι σε αυτή την κατάργηση της ιστορίας και της ζώσας πραγματικότητας. Ακριβώς, όπως συνέβη στην περίπτωση της Κύπρου εδώ και 40 χρόνια.
Αυτές οι νέες επιστημονικές θέσεις είναι τα οχήματα, με τα οποία επιτυγχάνεται η σταδιακή απο-μόρφωση των λαών και των κοινωνιών τους, προκειμένουν να εδραιωθεί μια νέα τάξη πραγμάτων κι ένα αλλιώτικος συσχετισμός των εξουσιαστικών δυνάμεων.
Έτσι γίνεται η απο-συνειδητοποίηση. Η απο-σύνδεση από το παρελθόν μας. Η απο-σύνδεση από την ελληνικότητά μας. Κι αφού αυτό μας απο-κόπτει από τη συνέχεια, τις ρίζες και την ιστορία μας, στη συνέχεια επιτυγχάνεται (προς όφελος εκείνων που την προκάλεσαν), ελεύθερα και ακώλυτα η απεμπόληση των εθνικών μας δικαίων, είτε γιατί οι δικοί μας υπεύθυνοι ξεγελάστηκαν, ή ρέμβαζαν ή γιατί αδιαφορούσαν την ώρα που εξυφαίνονταν οι συνωμοσίες για τον έλεγχο και τον εξουσιασμό μας.
Πρέπει να το πούμε και να το διακηρύξουμε: Η ελληνική εθνική συνείδηση εξακολουθεί να υφίσταται, γιατί όσο και να λιγοστεύουν οι έλληνες, πάντα μένει και μαγιά, που είπε κι ο Μακρυγιάννης. Ας λένε στη FYROM ότι εκείνοι είναι οι απόγονοι του Αλεξάνδρου, κι ας λένε οι Τούρκοι πως η Μικρά Ασία είναι χώρα τους. Τα χώματα της Μικρασίας ζυμωθήκανε με αίμα μαρτύρων, ηρώων, φιλοσόφων και καλλιτεχνών που μιλούσαν τη δική μας τη γλώσσα, και πιστεύαν στους δικούς μας Θεούς, που δεχτήκανε το κήρυγμα του Χριστού στη γλώσσα μας και μεγαλώσανε τα παιδιά τους με ελληνική γλώσσα, με ελληνικά αναγνώσματα και διδαχές και με χριστιανική διδασκαλία.
Λέγει, περαιτέρω, στην τοποθέτησή του ο κ. Πιζάνιας:
Η εθνική ιδεολογία, πολιτική ανακάλυψη της ευρωπαϊκής διανόησης της νεότερης ιστορικής περιόδου, συστηματοποιήθηκε από τον γαλλικό διαφωτισμό και την επανάσταση, και θεμελιώθηκε σε ορισμένους από τους ωραιότερους μύθους που δημιούργησαν ποτέ οι άνθρωποι. Οι εθνικοί μύθοι επιδιώκουν την επιβεβαίωση μιας ιστορικής συνέχειας του πληθυσμού: οι Αγγλοι από τον βασιλιά Αρθούρο και στον αντίποδα οι Σκωτσέζοι με τους δικούς τους πατριαρχικούς αρχηγούς, οι Γάλλοι από τους Γαλάτες, από τους δίδυμους γιους της λύκαινας και τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία οι Ιταλοί, οι Σύριοι από τους Φοίνικες, από τον Μωυσή οι Ισραηλινοί και φυσικά εμείς από τους αρχαίους Ελληνες, φανούς της οικουμένης, κ.ο.κ.
Κι εμείς σχολιάζουμε-παρατηρούμε-ρωτάμε:
Είναι εύλογο να ανακαλύπτει η ευρωπαϊκή διανόηση της νεότερης ιστορικής περιόδου την εθνική ιδεολογία. Θα πρέπει όμως ο συγγραφέας να μας δώσει στοιχεία για την πρωταρχική ιστορική αναφορά των συγκεκριμένων ευρωπαϊκών λαών στους τόπους που διεκδικούν και τα πολιτιστικά τους επιτεύγματα στους τόπουςαυτούς. Ο γενεσιουργός λόγος του γαλλικού διαφωτισμού πόσους και ποιούς άραγε πληθυσμούς αντιπροσώπευε. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Έλληνες δεν έζησαν σε καθεστώς φεουδαρχίας. Έζησαν σε καθεστώς ελευθερίας, δημιουργίας και μυψίστης ακμής, αλλά και κατάκτησης και υποταγής.
Σαν τί άραγε να είναι η εθνική ιδεολογία και τί σχέση έχει αυτή με την εθνική συνείδηση; Ένας λαός δεν μπορεί να φτιασιδώνει το ιστορικό του πρόσωπο. Γιατί το πρόσωπο δεν είναι προσωπείο, ώστε να αλλάζει σύμφωνα με την παράσταση ή τους στόχους. Το ιστορικό πρόσωπο ενός λαού είναι το λείψανό του. Είναι εκείνο που έμεινε από τη ζωή και τη δημιουργία του. Αν δεν μπορεί πια να τον ωφελήσει η κληρονομιά του, αυτό σημαίνει ότι η κληρονομιά του ήταν άχυρα.
Λέγει, ακόμη ο κ. Πιζάνιας:
Ολοι αυτοί οι μύθοι, αν και αποτελούν σημαίνοντα και εξαιρετικά περίπλοκα πολιτισμικά δημιουργήματα των ανθρώπων, έχουν το κοινό νόημα της δήλωσης μιας διαρκούς, αδιάλειπτης παρουσίας των εκάστοτε πληθυσμών στο διεκδικούμενο σημείο του πλανήτη. Πρόκειται για τη θεμελίωση του δικαιώματος πλήρους ελέγχου της εκάστοτε γεωγραφικής περιοχής, που μέσα από διαδικασίες επαναστατικές, ή πολιτικές διεργασίες το συνηθέστερο, θα οριστεί ως εθνική επικράτεια.
Κι εμείς σχολιάζουμε-παρατηρούμε-ρωτάμε:
Το στοιχείο της εξουσίας στο χώρο για τους Έλληνες δεν ήταν το σημαντικό. [Αποικίες, Μεγάλη Ελλάδα, Μ. Αλέξανδρος,κλπ]. Ασφαλώς από κάπου ξεκίνησαν. Αλλά κατέκλυσαν τον κόσμο και εξάπλωσαν τη γνώση, τη σόφία, την πίστη, την Τέχνη. Όπου πήγαν μετέφεραν δημιουργική πνοή, επιχειρηματική, καλλιτεχνική και πνευματική ευημερία, δράση και ακμή. Γιατί αυτό που χαρακτηρίζει τους έλληνες είναι η δημιουργία, η ελευθερία, η δράση και η αρετή. Και ένα τέτοιο πνεύμα, δυνατό σαν τον Ήλιο και καθαρό σαν τον ουρανό, ζωογόνο όπως ο άνεμος κι ασίγαστο όπωςένα πάθος κυβερνάει τη ζωή τους.
Σήμερα μπορεί ακόμη και οι έλληνες να διεκδικούν. Διεκδικούν να μη χάσουν τις εστίες τους.
Και παρακάτω στην τοποθέτησή του, λέγει ο κ. Πιζάνιας ότι:
Οι αυξομειώσεις της κάθε εθνικής επικράτειας με πολέμους ή με πολυμερείς συμφωνίες, και αυτές στους θεμελιωτές μύθους θα αναφερθούν, με αυτούς πρωτίστως θα επιδιωχθεί να νομιμοποιηθούν προς εαυτούς και άλλους, ανεξάρτητα αν το εκάστοτε τελικό αποτέλεσμα το καθορίζει ένα εξαιρετικά περίπλοκο σύστημα δυνάμεων που ορίζουμε κάπως αμήχανα ως συσχετισμό.
Κι εμείς σχολιάζουμε-παρατηρούμε-ρωτάμε:
Οι σύγχρονες αυξομειώσεις των εδαφικών ορίων κάθε εθνικής επικράτειας, είναι γνωστό με ποιόν τρόπο γίνονται. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την Κύπρο και την Γερμανία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ούτε τις παλαιότερες εκστρατείες του Ναπολέοντα, και τις ακόμη παλαιότερες των Ισπανών και των Πορτογάλλων. Ό,τι και να είπανε γι' αυτές τις πρακτικές εν καιρώ, ποτέ δεν μπορέσανε να δικαιολογήσουνε ή να νομιμοποιήσουνε και να πείσουνε για τα εγκλήματά τους.
Καλά κάνουνε λοιπόν, και νιώθουνε αμήχανα με αυτό το περίπλοκο σύστημα του συσχετισμού των δυνάμεων. Γιατί είναι ένα τέχνασμα προκειμένου να σφάζονται οι λαοί και να καίγονται οι πολιτείες τους μέχρι που να υποταχτούν στους ισχυρισμούς. Θα πρέπει, για τα εγκλήματα, να υπάρχει τουλάχιστον η ντροπή του εγκληματία.
Αλοίμονο, το χειρότερο όπλο για τούτο το ανοσιούργημα είναι ο κοντυλοφόρος, η αμοιβή και το βραβείο του.
Σημείωση:
Εθνική συνείδηση
Όταν μιλούμε σήμερα για ελληνική παράδοση, βάζουμε στο νου μια πνευματική και ηθική εξέλιξη μακρόσυρτη και πολυποίκιλη, με πλήθος διακλαδώσεις που μπλέκονται αναμεταξύ τους και συχνά αντιστρατεύονται η μία στην άλλη, μα δημιουργούν ωστόσο ένα σύνολο ενιαίο, με θαυμαστό πλούτο μορφών. Φτωχός λοιπόν μας φαίνεται ο ζήλος των διανοητών που πασχίζουν να περιορίσουν την παράδοσή μας σ’ ένα μικρό διάστημα χρόνου, έξαφνα στις τρεις γενεές του 5ου αιώνα π.Χ., όσο κι αν είναι περίλαμπρη και καταπληκτική και μοναδική στην ιστορία του κόσμου η πνευματική συγκομιδή της κλασσικής εποχής. Φτωχός και άγονος, γιατί στηρίζεται σε μια θεωρητική αφαίρεση, σε μια σύλληψη εργαστηριακή, αντίθετη στη ζωντανή πραγματικότητα του τόπου μας, που, εξόν από το πολύδοξο κλασικό ιδανικό, περιέχει, στη μνήμη της και στις κληρονομικότητές της, το θρύλο του Μεγαλέξανδρου, το απέραντο άνθισμα του ελληνιστικού κόσμου, την Ορθόδοξη Εκκλησία, τα χίλια χρόνια Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τη μεγάλη της τέχνη, τον κοινοτικό μας πολιτισμό της Τουρκοκρατίας, τις περιπέτειες της Διασποράς, την Κλεφτουριά, τη δημοτική ποίηση, το Εικοσιένα, το καινούργιο κράτος με τους αγώνες του και τα παθήματά του, όλα αυτά δεμένα το ένα με το άλλο σ’ ενότητα οργανική. Μέσα σε τούτη τη ζωντανή, τη ζεστή ενότητα της ελληνικής παράδοσης ζει και το κλασικό ιδανικό σαν ένα μέλος της αναπόσπαστο, που την επηρεάζει ανέκαθεν και βαθύτατα, μα και επηρεάζεται ολοένα απ’ αυτήν. Η προσπάθεια να χωριστεί το ιδανικό τούτο από κάθε οργανική του συνέχεια, να απομονωθεί και να υψωθεί στη θέση δόγματος που να μονοπωλήσει το πνεύμα, αναιρώντας όλη την εξαίσια ποικιλία των ελληνικών μορφών ζωής και δημιουργίας, έγινε πολλές φορές και με διάφορες προφάσεις από τους λογίους της χώρας μας και πάντα καταστάλαξε στα νεκρά βάλτα του σχολαστικισμού.
Δεν σταματά όμως στην ιδιαίτερη παράδοσή μας, όσο κι αν είναι η παράδοση αυτή πολυσύνθετη και πλατύχωρη, η σημερινή συνείδηση του Ελληνισμού. Σαν μέλη του λαού αυτού, ανήκουμε στην Ευρώπη γεωγραφικά, οικονομικά κοινωνικά, πολιτικά, συμμετέχουμε στη ζωή της, πάσχουμε μαζί της, χανόμαστε μαζί της και σωζόμαστε, πάλι μαζί της. Όλα ταύτα, σήμερα δεν χρειάζονται βέβαια παραπομπές για να τ’ αποδείξει κανείς. Αλλά και η πνευματική μας αλληλεξάρτηση με τη Δύση είναι μια ατράνταχτη πραγματικότητα της ύπαρξής μας, από τα βάθη κιόλας των Μέσων Χρόνων, πραγματικότητα που εδραιώθηκε κατά πρώτο λόγο ακριβώς στο τεράστιο γόητρο του κλασικού ιδανικού. Η Ευρώπη ολάκερη, με τα βιβλία της, με τις ιδέες της, τα σύμβολά της, είναι κομμάτι του σημερινού εαυτού μας, καθώς και τα αρχαία γράμματα, το ρωμαϊκό δίκαιο κι ό,τι άλλο συντέλεσε στο να γίνουμε αυτό που είμαστε. Είναι κάτι που μας έπλασε και προσέτι είμαστε κι εμείς, μ’ όσες δυνάμεις έχουμε, κάτι που την πλάθει αυτήν, ένα μικρό μα ζωντανό μόριο της δικής της ζωής.
Ούτε, ωστόσο, και στο σημείο αυτό σώνεται η νεώτερη ελληνικότητά μας, γιατί όσο βαθιά και σφιχτά κι αν ανήκουμε στην Ευρώπη, υπάρχει πάντα μια πλευρά του εαυτού μας που ακουμπά στην Ανατολή, μία πλευρά που οι παλιότεροί μας με την κάποια νεοπλουτική ξιπασιά που χαρακτηρίζει συνήθως τις καινούργιες κοινωνίες, ντρεπότανε να τη φανερώσουν, αλλά κι εμείς, ωριμότεροι και πιο σίγουροι στα πόδια μας, τη νιώθουμε σαν ένα πλουτισμό της ζωής μας και δεν θέλουμε να τη χάσουμε. Συνεννοούμαστε με το Γάλλο, όμως συνεννοούμαστε και με τον Αρμένη και με τον Άραβα. Ζούμε στο ρυθμό της δυτικής ζωής, είμαστε μέρος της Ευρώπης, όμως δεν υπάρχει αμφιβολία πως η πολυσύνθετη ιδιοσυγκρασία μας ανήκει ταυτόχρονα και σε κάποιαν Ανατολή που δεν είναι ωστόσο η μεγάλη Ασία, αλλά μια Ανατολή πιο κοντινή, ήμερη και οικεία. Και τούτος ο κόσμος περιέχεται στην πραγματικότητα της ζωής μας και θα ήταν ασυλλόγιστος αυτοακρωτηριασμός και στένεμα των οριζόντων μας το να θελήσουμε να εξουδετερώσουμε τα στοιχεία του πνευματικού εαυτού μας που βρίσκονται σε επαφή κι ανταπόκρισή μαζί του.
Μα κι ύστερα απ’ όλην αυτήν τη διαδρομή που κάναμε με λιγοστές φράσεις στο χώρο και το χρόνο, μεγάλη θα ήταν η αφέλεια μας αν νομίζαμε ότι χαράζαμε τα τελειωτικά όρια της ελληνικότητας, ότι βρήκαμε τάχα το βασικό δόγμα που δεν μπορεί να το παραβεί η πνευματική ζωή της Ελλάδας δίχως ν’ αναιρέσει τον εαυτό της. Γιατί ο Ελληνισμός ζει, άρα ολοένα αλλάζει σύσταση και μορφή, ανανεώνεται, αναπροσαρμόζεται σε καινούργιες περιστάσεις, αφομοιώνει καινούργιες επιδράσεις, ανακαλύπτει δρόμους που δεν περίμενε, φτιάνει έργα πρωτότυπα, διαμορφώνει αντιπροσωπευτικούς τύπους αλλιώτικους από κείνους που ήξερε. Δεν υπάρχει, λοιπόν, ούτε θα υπάρξει όσο ο Ελληνισμός είναι ζωντανός, σύστημα κανόνων που θα ρυθμίζει οριστικά πότε ένα έργο είναι ελληνικό και πότε δεν είναι. Ο μόνος κανόνας της ελληνικότητας που σηκώνει η δική μου τουλάχιστον συνείδηση είναι τούτος: ελληνικό είναι κάθε έργο που βγαίνει με ειλικρίνεια από τη ζωή, την καρδιά και τη σκέψη των ανθρώπων του έθνους μας.
Συλλογιστείτε τώρα, σ’ αυτά τα διακόσια περίπου χρόνια που αποτελούν την καθαυτό νεοελληνική ιστορία, από το ξύπνημα του γένους που σημειώθηκε στα μισά του 18ου αιώνα και δώθε, ποιοι διαλεχτοί άνθρωποι εκπροσώπησαν πιο έντονα και πιο παραστατικά την πνευματική και ηθική ζωή μας. Ο Ρήγας Φεραίος, ο Κοραής, ο Μακρυγιάννης, ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Ψυχάρης, ο Παπαδιαμάντης, ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Σικελιανός. Τι ποικιλία στις ιδιοσυγκρασίες, στις νοοτροπίες, στις τάσεις, στους τρόπους της έκφρασης! Ποικιλία μάλιστα που μπορεί, στο πρώτο κοίταγμα, να είναι και κάπως ανησυχητική και να κάνει τους βιαστικούς παρατηρητές ν’ αναρωτιούνται αν υπάρχει τίποτα κοινό ανάμεσα στις τόσο διαφορετικές αυτές μορφές. Και, ωστόσο, το κάτι το κοινό, που πραγματώνει ανάμεσά τους την ενότητα, το νιώθουμε αναμφισβήτητα. Είναι ο αέρας, ο τόνος, η υφή, η ψυχή του Νεοελληνισμού. Είναι ο Νεοελληνισμός, όχι δόγμα, σύστημα, διδασκαλία, σχολή, νόμος απαράβατος, αλλά ίσια-ίσια ζωή, κίνηση, αντίφαση, αναζήτηση, ταξίδι, θάλασσα ανοιχτή….
[από Γ. Θεοτοκάς, Πνευματική Πορεία – περιέχεται ως κριτήριο αξιολόγησης στο βιβλίο των Γιώργου Μπατζίνα – Δημήτρη Λούλου ΕΚΦΡΑΣΗ-έκθεση Γ΄ Λυκείου σελ. 135]
εδώ: http://ta4mx.blogspot.gr/2011/02/blog-post_20.html
[Και θα συνεχίσουμε την ανάλυση και την αντίρρηση. ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου