Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

Νάσου Βαγενά: Η αφόρητη παρουσία των πατέρων. (Και ο αποπροσανατολισμός των επιγόνων...)

  

Απόγονοι χωρίς προγόνους, αδέσποτα ορφανά ή επαναστάτες χωρίς αιτία, ή μήπως πατροκτόνοι για να κατασταθούν επί τέλους δημιουργοί;

Συμπλεγματικοί ή εξωνημένοι αποδέκτες της ετερότητας, δεν αποδέχονται ούτε τον εαυτό τους ως μέλη του συνόλου από το οποίο προέρχονται, ακόμη κι αν τεχνητά και αφύσικα από αυτό αποκόπηκαν.

Πλειάδα σημερινών ιστορικών, παιδαγωγών, πολιτικών, και λοιπών κοντόφθαλμων και ανιστόρητων αυτοφυών -εγχωρίων ή εισαγομένων- προπαγανδιστών της εισαγωγής και εγκαθιδρύσεως νέας εθνικής των ελλήνων ταυτότητος (ή "αποκαθάρσεως" των ελληνικών συνειδήσεων από την ιστορική τους καταγωγή), μέμφονται την Ελληνική Γραμματεία και τους δημιουργούς της που ζύμωσαν και ζυμώθηκαν με την ψυχή τους, με την καλλιτεχνική τους καθαρότητα, αμεσότητα και γνησιότητα.  Με την ελληνική τους συνείδηση.

Ο Νάσος Βαγενάς (καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών) έγραφε ακριβώς δέκα χρόνια πρίν, σε ένα σπουδαίο άρθρο του, βάζοντας τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων:

"H μεγαλύτερη αλλαγή που έφερε στην ελληνική λογοτεχνία η γενιά του '30 ήταν η δημιουργία και η επιβολή του δόγματος της ελληνικότητας, δηλαδή του ελληνοκεντρισμού. Ενώ έως το 1930 η έννοια της ελληνικότητας ως ιδεολογική αρχή ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, τόσο ώστε ο όρος ελληνικότητα να μην υπάρχει (πρωτοεμφανίζεται κατά τη δεκαετία του '30), οι λογοτέχνες της γενιάς του '30 αποσπούν την ελληνική λογοτεχνία από τη διεθνική και οικουμενική ιδεολογία και αισθητική της για να την περιορίσουν σε μιαν εθνοκεντρική θεματική και μορφική αναζήτηση, που αποκλείει τη συνομιλία με τα ξένα έργα και εστιάζει την προσοχή της αποκλειστικά στην άντληση στοιχείων από τις πηγές του αυτόχθονος, και μάλιστα του λαϊκού, πολιτισμού. Στο λογοτεχνικό μανιφέστο αυτής της Γενιάς («Ελεύθερο πνεύμα», 1929), ο Θεοτοκάς χαρακτηριστικά σημειώνει ότι προτιμά τις ιδέες ενός έλληνα ληστή των ορέων από τις ιδέες του μεγαλύτερου ευρωπαίου φιλοσόφου και αισθητικού. Με τη γενιά του '30 το στοιχείο της ελληνικότητας εισάγεται για πρώτη φορά ως αξιολογικό κριτήριο της νεοελληνικής λογοτεχνικής δημιουργίας.

Το παραπάνω κείμενο, το οποίο, για όποιον είναι εξοικειωμένος με την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνικής πραγματικότητας, αποτελείται από διαπιστώσεις ασύστατες έως εξωφρενικές, δεν είναι απόσπασμα από κάποια μελέτη για την ελληνική λογοτεχνία του μεσοπολέμου. Είναι συντεθειμένο από μένα, από διάσπαρτα όμως πραγματικά υλικά: μια σύνθεση από έννοιες και φράσεις διαφόρων κριτικών, η οποία παρουσιάζει με μορφή διαυγέστερη απ' ό,τι εκείνη των κειμένων από τα οποία τις συνέλεξα, την ιδέα που κυριαρχεί σήμερα στην ελληνική λογοτεχνική κριτική (και όχι μόνο σε αυτήν) για το ιδεολογικό και αισθητικό στίγμα της λογοτεχνικής γενιάς του '30.

Η προσπάθεια να δώσω μια καθαρότερη συνολική εικόνα αυτής της ιδέας με τη σύνθεση επιμέρους στοιχείων της από κείμενα σοβαρών ως επί το πλείστον μελετητών έχει βέβαια ως συνέπεια τον υπερτονισμό της. Ομως ο υπερτονισμός αυτός δεν συνεπάγεται την παραποίησή της. Η εικόνα στο βάθος της παραμένει αναλλοίωτη.

* Γενιά τού '30 και Γιαγκούλας

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι μπορεί όσοι θυμούνται τι ακριβώς γράφει ο Θεοτοκάς στο «Ελεύθερο πνεύμα» να γελάσουν θεωρώντας όχι μόνο λανθασμένη αλλά και τερατώδη την παραπάνω πεποίθηση που του έχει αποδοθεί (ο Θεοτοκάς λέει εκεί το αντίθετο) όταν όμως τη φράση «ο Θεοτοκάς προτιμά τις ιδέες του λήσταρχου Γιαγκούλα από τις ιδέες του Ιμμάνουελ Καντ» την εκφέρει, χωρίς να αντικρούεται, σε τηλεοπτική συζήτηση ευρείας ακροαματικότητας (1992) γνωστός συγγραφέας, καθημερινός παρουσιαστής και σχολιαστής της ελληνικής πραγματικότητας, τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά. Ή μπορεί η διαπίστωση για τον όρο ελληνικότητα ως δημιούργημα της γενιάς του '30 να είναι λανθασμένη, και να έχει μάλιστα ελεγχθεί ως τέτοια (1989) όταν όμως το λάθος αυτό επαναλαμβάνει σοβαρός ιστορικός των ιδεών (1994), το φαινόμενο γίνεται περίπλοκο. Ή, ακόμη, μπορεί να είναι αστεία η πεποίθηση ότι η λογοτεχνική γενιά του '30 «απέτρεπε [...] από την εισαγωγή ξένων προτύπων και τη συνακόλουθη μόλυνση των ναμάτων του γηγενούς, λαϊκού πολιτισμού» (1989), ή ότι «από την εποχή του μοντερνισμού η ελληνική λογοτεχνία και κριτική έχει σε μεγάλο βαθμό αποκοπεί από τις καλλιτεχνικές και φιλοσοφικές εξελίξεις στη Δύση» (1988) όταν όμως οι απόψεις αυτές διατυπώνονται με τόση βεβαιότητα και μάλιστα από πανεπιστημιακούς καθηγητές, η απορία μας γίνεται τεράστια.

Και την απορία αυτή δεν μπορούν να τη μετριάσουν ούτε διατυπώσεις λιγότερο απλοϊκές, όπως, λ.χ., η ακόλουθη: ότι η λογοτεχνική γενιά του '30 χαρακτηρίζεται από «την είσοδο των νεότροπων ρευμάτων και την ιδεολογική προσήλωση σε έναν ελληνοκεντρικό μανιχαϊσμό» (1993) ή η εξής: ότι διακρίνεται από «χαλαρούς ελληνοκεντρισμούς, ικανούς πάντως να αφομοιώσουν και να προσεταιριστούν υπερεθνικά "κινήματα" όπως ο υπερρεαλισμός» (1990) απόψεις δηλαδή που προσπαθούν να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα και που ανήκουν λιγότερο στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής και περισσότερο στη σφαίρα της λογοτεχνικής (για την ακρίβεια, της κριτικής) πολιτικής.

Συνοψίζοντας τη θέση μου θα έλεγα ότι η έννοια της ελληνικότητας μετά το 1930 δεν είναι ουσιωδώς διαφορετική από εκείνην πριν από το 1930 ότι η ελληνικότητα ως δόγμα, δηλαδή με τη μορφή του εθνοκεντρισμού, και ως αξιολογικό κριτήριο της ελληνικής λογοτεχνικής δημιουργίας δεν εμφανίζεται τη δεκαετία του 1930 αλλά τον 19ο αιώνα και ότι η λογοτεχνική γενιά του '30 δεν είναι ελληνοκεντρική.

Στις διαπιστώσεις αυτές μπορεί κανείς να οδηγηθεί αν διαβάσει με κάποια προσοχή τόσο τα κείμενα που συνθέτουν την κριτική μας παράδοση όσο και τα έργα εκείνων των συγγραφέων που συγκροτούν τη γενιά του '30. Αν η γενιά αυτή θεωρείται σήμερα ελληνοκεντρική, αυτό οφείλεται, πιστεύω, στο γεγονός ότι η πραγμάτευση του θέματος γίνεται χωρίς να δίνεται η απαιτούμενη προσοχή στην ιστορία της έννοιας του ελληνοκεντρισμού και χωρίς να προσδιορίζονται επακριβώς οι έννοιες των κύριων όρων οι οποίες αποτελούν τον πυρήνα του θέματος οφείλεται δηλαδή στη σύγχυση που επικρατεί ως προς το περιεχόμενο των όρων γενιά, ελληνοκεντρισμός και μοντερνισμός. Για τον λόγο αυτό είναι αναγκαία μια νέα, εκ βάθρων συζήτηση για τις σχέσεις της λογοτεχνικής γενιάς του '30 με τον ελληνοκεντρισμό. Προς διευκόλυνση μιας τέτοιας συζήτησης διατυπώνω ορισμένα ερωτήματα, η απάντηση στα οποία πιστεύω ότι θα μπορούσε να βοηθήσει στον ακριβέστερο προσδιορισμό των ιδεολογικών και αισθητικών θέσεων αυτής της γενιάς.

* Το νόημα των όρων

Ερώτημα 1ο: Ποιοι είναι οι συγγραφείς που αποτελούν τη γενιά του '30; Αρκεί για τη συγκρότηση μιας λογοτεχνικής γενιάς η κοινή ηλικία και η ταυτόχρονη εμφάνιση ενός αριθμού συγγραφέων, αδιάφορο αν αυτοί καλλιεργούν διαφορετικές μεταξύ τους τεχνοτροπίες; Ή λογοτεχνική γενιά σημαίνει ένα σύνολο ομηλίκων πάνω-κάτω συγγραφέων με παρόμοιες καλλιτεχνικές αντιλήψεις, που διαφέρουν από εκείνες της πριν από αυτούς εποχής; Ανήκουν στη λογοτεχνική γενιά του '30 ο Κ. Τσάτσος ή ο Κ. Θ. Δημαράς, οι αισθητικές ιδέες των οποίων είναι ασύμφωνες με τις ιδέες του Σεφέρη, του Ελύτη ή του Εμπειρίκου;

Ερώτημα 2ο: Τι σημαίνει ο όρος ελληνοκεντρισμός
; Είναι αρκετά για να χαρακτηρίσουμε κάποιον ελληνοκεντρικό μόνο το ενδιαφέρον του και η συμμετοχή του σε συζητήσεις για την έννοια της ελληνικότητας; Ή χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο: η πεποίθηση της ιδιαιτερότητας του ελληνικού στοιχείου και η αίσθηση της υπεροχής του έναντι του ξένου, η οποία συνήθως φτάνει στην αναγωγή της ελληνικότητας σε απόλυτη αξία; και, ακόμη, το αίτημα της καθαρότητας του ελληνικού στοιχείου, υπαγορευόμενο από τη βεβαιότητα ή τον φόβο ότι η ελληνική ταυτότητα απειλείται από την επιμιξία της με το ξένο στοιχείο, κυρίως με το δυτικό; Αν ελληνοκεντρισμός σημαίνει το δεύτερο, τότε ποιοι από εκείνους τους συγγραφείς που ανήκουν πραγματικά στη γενιά του '30 είναι ελληνοκεντρικοί;

Ερώτημα 3ο: Αν ένα κύριο χαρακτηριστικό της γενιάς του '30 είναι η εισαγωγή στην Ελλάδα του δυτικού μοντερνισμού, τότε πώς μπορεί ένα άλλο χαρακτηριστικό της να είναι ο ελληνοκεντρισμός; Ακόμη: από πού συνάγεται ότι ο μοντερνισμός είναι μια έκφραση που πρεσβεύει τη χρήση μόνο οικουμενικών στοιχείων αποκλείοντας κάθε τοπική ή εθνική αναφορά, όπως φαίνονται να πιστεύουν εκείνοι που χαρακτηρίζουν νοθευμένο τον μοντερνισμό της λογοτεχνικής γενιάς του '30, επειδή τα έργα του περιέχουν και στοιχεία ελληνικά; Ο δρόμος προς το οικουμενικό προϋποθέτει την κατάργηση κάθε δεσμού με την ιδιαίτερη πολιτισμική παράδοση του καθενός; Με ποια λογική οι ίδιοι άνθρωποι που χαρακτηρίζουν τη χρήση του αρχαίου ελληνικού μύθου από τον Ελιοτ και τον Τζόις στοιχείο οικουμενικό και μοντερνιστικό, στους συγγραφείς της γενιάς του '30 τον θεωρούν στοιχείο ελληνοκεντρικό;

Ερώτημα 4ο: Ακόμη και αν δεχτούμε ότι ο λαϊκισμός είναι η χειρότερη μορφή εθνοκεντρισμού, όπως έχει ειπωθεί, από πού βγαίνει το συμπέρασμα ότι η ενασχόληση των συγγραφέων της γενιάς του '30 με τον Θεόφιλο και τον Μακρυγιάννη είναι δείγμα λαϊκισμού και εθνοκεντρισμού; Μήπως η ενασχόληση αυτή ξεκινά από μια μοντερνιστική ρίζα; Μήπως οφείλεται περισσότερο στην ανακάλυψη στο έργο αυτών των δύο ανθρώπων μιας καλλιτεχνικής γνησιότητας και αμεσότητας ανάλογης με εκείνη που αναζητούσαν οι δυτικοί μοντερνιστές και που την έβρισκαν και στον λαό και στους ναΐφ; Αποτελεί η ανακάλυψη του τελωνοφύλακα Ρουσό από τον Απολινέρ γαλλοκεντρική πράξη;

* Προσπάθεια παλαίωσης


Πιστεύω ότι η απροκατάληπτη απάντηση σε αυτά τα βασικά ερωτήματα είναι απαραίτητη, αν θέλουμε να προσδιορίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τον χαρακτήρα της λογοτεχνικής γενιάς του '30. Υπογραμμίζω τη λέξη απροκατάληπτη, γιατί αισθάνομαι ότι το μέγεθος της παρανάγνωσης των κειμένων αυτής της γενιάς και της παρανόησης του περιεχομένου του μοντερνισμού από τους σημερινούς κριτικούς της η ευκολία με την οποία οι κριτικοί αυτοί μιλούν συλλήβδην και αδιακρίτως, δηλαδή χωρίς προσδιοριστικό επίθετο, για τη γενιά του '30, αποδίδοντας στοιχεία άλλων κλάδων της (του ζωγραφικού ή του αρχιτεκτονικού) στον λογοτεχνικό της κλάδο και η εμφανής απροθυμία τους να συγκρίνουν προσεχτικά τις περί ελληνικότητος συζητήσεις της δεκαετίας του '30 με εκείνες των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας και του 19ου αιώνα, θα πρέπει να οφείλονται σε λόγους εξωτερικούς και όχι σε εσωτερικά στοιχεία των κειμένων.

Ως εξωτερικοί των παραναγιγνωσκομένων κειμένων οι λόγοι αυτοί θα πρέπει να είναι εσωτερικοί (δηλαδή ψυχολογικοί) των παραναγιγνωσκόντων. Και επειδή πρέπει να είναι ψυχολογικοί, δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν επακριβώς. Πιστεύω εν τούτοις ότι θα μπορούσαν να περιγραφούν κατά προσέγγιση και ότι στην περιγραφή αυτή θα μπορούσε να μας βοηθήσει ­ εκτός από τις απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα ­ και η παρατήρηση ότι όλοι σχεδόν όσοι μιλούν για ελληνοκεντρισμό της λογοτεχνικής γενιάς του '30 (οι οποίοι ανήκουν σε ποικίλες κριτικές κατευθύνσεις με προεξάρχοντες τους οπαδούς του μεταστρουκτουραλισμού) συνοδεύουν αυτή τη διαπίστωσή τους με μιαν αρνητική και επικριτική διάθεση.
Η αίσθησή μου είναι ότι η αρνητικότητα αυτή δεν είναι αποτέλεσμα της διαπίστωσης του ελληνοκεντρισμού, αλλά ότι η διαπίστωση του ελληνοκεντρισμού είναι αποτέλεσμα της αρνητικότητας. Η αναζήτηση των λόγων αυτής της αρνητικότητας μας οδηγεί σε κάποιες σκέψεις για τη δημιουργία του μύθου του ελληνοκεντρισμού της λογοτεχνικής γενιάς του '30.

Η κυριότερη από τις σκέψεις αυτές μας φέρνει στην περιοχή του άγχους της επίδρασης. Εξήντα χρόνια έπειτα από την εμφάνισή τους και παρά τον θάνατο όλων των μελών της η παρουσία των μοντερνιστών της δεκαετίας του '30 είναι τόσο αισθητή, που εμποδίζει τους σημερινούς λογοτέχνες και κριτικούς μας να αναπνεύσουν ελεύθερα και υπονομεύει την επιθυμία τους για πρωτοποριακότητα.

Η προσπάθεια ικανοποίησης αυτής της επιθυμίας φαίνεται, έτσι, να οδηγεί τους σημερινούς στην αμφισβήτηση της ισχυρής ακόμη πρωτοποριακότητας των συγγραφέων της γενιάς του '30, αμφισβήτηση που επιχειρεί να ανακαλύψει στο έργο τους ασθενή και πεπαλαιωμένα στοιχεία. Το πεδίο όπου τα στοιχεία αυτά πιστεύεται ότι είναι ορατά είναι οι απόψεις τους περί ελληνικότητος. Σε μιαν εποχή όπως η σημερινή, όπου η αποδοχή της ετερότητας θεωρείται ως μια από τις πιο προχωρημένες πολιτισμικές θέσεις, η ανακάλυψη εθνοκεντρισμού στους συγγραφείς της γενιάς του '30 μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο αποδεικτικό της παλαίωσής τους".

Πηγή


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου