Συνέχεια στην αντιπαράθεση πολυτονιστών-μονοτονιστῶν. Εδώ, για την περισπωμένη, την Βαρεία και τα πνεύματα:
2) «Τὸ πολυτονικὸ εἶναι ἄχρηστο. Σύμβολα ποὺ δὲν ἀλλοιώνουν τὴν ἀνάγνωση/προφορά δὲν εἶναι ἀπαραίτητα».
Ἀπαντοῦμε, σχετικάμε τον ρόλο της περισπωμένης:
Ἂν εἶναι ἔτσι, τότε ἂς ἐξηγήσουν,τί σημαίνει ἡ φράση «Η Νίκη πρόβαλε μοιραία μπροστά του». Σημαίνει α’) «ἡ Νίκη πρόβαλε μοιραῖα μπροστά του» ἢ β’) «ἡ Νίκη πρόβαλε μοιραία μπροστά του»; Στὸ α’) ἡ λέξη μοιραῖα εἶναι ἐπίρρημα˙ στὸ β’) ἐπίθετο.
Ἄλλο παράδειγμα: ἡ φράση «τρικυμία παρέσυρε βοηθό ασυρματιστή» σημαίνει α’) «τρικυμία παρέσυρε βοηθὸ ἀσυρματιστή» ἢ β’) «τρικυμία παρέσυρε βοηθὸ ἀσυρματιστῆ»; Στὸ α’) ὁ παρασυρμένος εἶναι β’ ἀσυρματιστὴς, ἐνῶ στὸ β’) εἶναι βοηθὸς τοῦ ἀσυρματιστῆ, ἀλλὰ ὄχι ἀσυρματιστὴς ὁ ἴδιος.
Τρίτο παράδειγμα: ἡ φράση «περιμένω την ακριβή εικόνα που μου υποσχέθηκες» σημαίνει α’) περιμένω κάποια εἰκόνα μεγάλης χρηματικῆς ἀξίας («ἀκριβὴ») ἢ β’) περιμένω κάποια πιστὴ ἀντιγραφὴ τῆς αὐθεντικῆς/πρότυπης εἰκόνας («ἀκριβῆ»);
Βλέπουμε, λοιπόν, πόσο σημαντικὴ εἶναι ἡ «ἄχρηστη» περισπωμένη ( ῀ ). Βοηθᾶ στὴν κατανόηση δύσκολων νοηματικῶς φράσεων, ποὺ, ἂν χρησιμοποιοῦμε μόνο τὴν ὀξεία, ἀδυνατοῦμε ν’ ἀντιληφθοῦμε ἄμεσα τὸ νόημα. Οἱ μονοτονιστὲς θὰ ἀπαντήσουν ὅτι τὸ νόημα βγαίνει ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα. Ἀλλὰ μιὰ γραπτὴ γλώσσα πρέπει νὰ ἔχει ἀκρίβεια νοηματικὴ δίχως νὰ πρέπει νὰ κρυφοκοιτᾶμε δίπλα, πάνω ἢ κάτω ἀπὸ τὴ φράση ποὺ διαβάζουμε, χάνοντας τὸν εἱρμὸ τῆς σκέψης. Γιατὶ ἔτσι βοηθᾶται ὁ ἀναγνώστης στὴν ἄμεση, ταχεία κατανόηση τοῦ νοήματος κάθε πρότασης. Ἀλλιῶς παρουσιάζονται νοηματικὲς ἀσάφειες.
Μονοτονικὴ γραφή, ἄνευ περισπωμένης, σημαίνει γλωσσικὸ ἐπίπεδο παντομίμα.
Ἀπαντοῦμε, σχετικάμε τον ρόλο της βαρείας:
Καὶ ἡ βαρεία ( ` ) εἶναι ἐπίσης ἀπαραίτητη. Παράδειγμα: μποροῦν νὰ ἐξηγήσουν οἱ μονοτονιστὲς, ἂν ἡ φράση «γιατί έφυγε» σημαίνει ὅτι α’) ἀναρωτιώμαστε γιὰ ποιὸ λόγο ἔφυγε («γιατί ἔφυγε») ἢ β’) αἰτιολογοῦμε τὴν ἀναχώρηση («γιατὶ ἔφυγε»); Στὸ παράδειγμα αὐτὸ βλέπουμε πόσο χρήσιμη εἶναι ἡ «ἄχρηστη» βαρεία.
Τὸ «γιατὶ» (με βαρεία) εἶναι αἰτιολογικό (ἐπειδή, διότι), ἐνῶ τὸ «γιατί» (με οξεία) εἶναι ἐρωτηματικό (γιὰ ποιὸ λόγο). Μόνο μὲ κλεφτὲς ματιές, δηλαδὴ χάσιμο χρόνου καὶ διακοπὴ τῆς συνέχειας τῆς σκέψης, μπορεῖ κανεὶς νὰ κατανοήσει ἂν τὸ «γιατί» εἶναι «γιατὶ» ἢ «γιατί».
Ἀλλὰ ἡ βαρεία, ποὺ συνήθως μπαίνει στὴν τελευταία τονισμένη συλλαβή τῶν λέξεων εἶναι καὶ φωνητικῶς ὀρθή, γιατὶ προφέροντας λ.χ. τὴ φράση «Γλυκὸ κραςί.», μαλακώνουμε τὴν τάση τῆς φωνῆς ὅταν τονίζουμε τὸ «γλυκὸ», ἐναρμονίζοντας ἔτσι μουσικὰ τὴν πρώτη μὲ τὴ δεύτερη λέξη. Ἀντίθετα, στὸ «κραςί.», ἐπειδὴ ἀκολουθεῖ σημεῖο στίξης (ἡ τελεία), κόβεται δηλαδὴ ἡ ἀναπνοή, ἐντείνουμε τὴν ἔνταση τῆς φωνῆς, διότι τὸ σημεῖο στίξης τρέπει –«κοιμίζει» ἔλεγαν κάποτε – τὴν ὀξεία σὲ βαρεία. Ἂν ὅμως ἡ πρόταση δὲν σταματοῦσε στὸ «κραςί.», ἀλλὰ ἦταν «Γλυκὸ κραςὶ πεθύμησα.», ἐκφωνοῦμε τὸ «γλυκὸ» καὶ τὸ «κραςὶ» βαρύνοντας τὸν τὸνο καὶ στὶς δυὸ λέξεις.
Ἀλλὰ καὶ τὸ ὁρκωτικὸ μόριο "μα" ("μά τὴν ἀλήθεια"), τὸ προτρεπτικὸ μόριο "για" (γιά ἔλα) καὶ τὸ δεικτικὸ μόριο "να" (νά ἡ Μαρία) παίρνουν ὀξεία πάντοτε, ὥστε νὰ ξεχωρίζουν ἀπὸ τὸν σύνδεσμο "μα" (μὰ σοῦ τὸ εἶπα), τὸν σύνδεσμο "να" (θέλω νὰ πάω) καὶ τὸ βουλητικὸ μόριο "να" (θέλω νὰ πάω), τὰ ὁποῖα παίρνουν βαρεία.
Κάποιος μονοτονιστὴς ἐμμένοντας στὸ ἐπιχείρημα τοῦ κοινοῦ συκοφάντη ("πολυτονικό = καθαρεύουσα") εἰρωνεύτηκε τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ πολυτονιστὲς ὡς παράδειγμα ὑπὲρ τῆς βαρείας χρησιμοποιοῦν τὴ διάκριση μεταξὺ αἰτιολογικοῦ καὶ ἐρωτηματικοῦ "γιατι", ἰσχυριζόμενος ὅτι λίγες δεκαετίες πρὶν οἱ πολυτονιστὲς θὰ ἔφριτταν μὲ τέτοια "μαλλιαρὰ" παραδείγματα, γιατὶ ἀπέφευγαν νὰ χρησιμοποιήσουν τὸ δημοτικὸ "γιατὶ" προτιμῶντας ἀποκλειστικὰ τὸ καθαρευουσιάνικο "διότι".
(Φαίνεται πως η αυθεντία του μονοτονιστή συκοφάντη δεν γνωρίζει ότι) Ὁ δημοτικιστὴς Τριανταφυλλίδης πολὺ πρὶν τοὺς "καθαρευουσιάνους πολυτονιστὲς" γράφει τὴ δεκαετία του 1940 ὅτι σωστὰ τονίζονται μὲ διαφορετικὸ τρόπο τὸ ἐρωτηματικὸ "γιατί" καὶ τὸ "πῶς" σὲ σχέση μὲ τὸ αἰτιολογικὸ "γιατὶ" καὶ τὸ ἀναφορικὸ "πὼς", διότι "ἔτσι μόνο ἀναγνωρίζονται εὔκολα καὶ ἀμέσως, καὶ διαβάζονται σωστὰ λέξεις ποὺ ἀλλιῶς θὰ μπερδεύονταν μὲ τὶς ὁμόηχες".
Ἄρα δὲν εἶναι ἕνα πρόσφατο, ὑπὲρ τῆς βαρείας, ἐπιχείρημα ἀπελπισίας κάποιων "κρυπτοκαθαρευουσιάνων" ἡ ἀναφορὰ στὴ διαφορὰ μεταξὺ γιατὶ καὶ γιατί, ὅπως οἱ μονοτονιστὲς ἰσχυρίζονται: εἶναι ἕνα κλασσικὸ ἐπιχείρημα δημοτικιστῆ, ἀκόμη κι ἂν ὁ τελευταῖος ἦταν ὑπὲρ τῆς ἁπλοποίησης.
Ἀπαντοῦμε, σχετικάμε τον ρόλο των πνευμάτων:
Ἀλλὰ καὶ τὰ πνεύματα εἶναι ἀπόδειξη τῆς ἱστορικῆς συνέχειας τοῦ προφορικοῦ λόγου. Ἄλλο πρᾶγμα τὸ «ὅρος» κι ἄλλο τὸ «ὄρος». Τὸ πρῶτο σημαίνει ὅριο, ὅρο συμφωνίας, ἐνῶ τὸ πρῶτο σημαίνει τὸ βουνό. Ἀλλά, νὰ καταργούσαμε τὴ δασεία καὶ τὴν ψιλή, ἐπειδὴ δὲν εἶναι τόσο σημαντικὴ πιὰ ἡ ἀλλαγὴ στὴν προφορά, καὶ νὰ φτιάξουμε ἕνα τρίτο, ἐνδιάμεσο σύστημα μεταξὺ ἀρχαίου πολυτονικοῦ καὶ μονοτονικοῦ (ὅπως προτείνουν μερικοί), εἶναι ἄδικος καὶ ἐπιπλέον βλαβερὸς κόπος. Θὰ σήμαινε νὰ πρέπει νὰ ξαναγράψουμε ὁλόκληρη τὴν ἀρχαία γραμματεία σὲ νέο σύστημα, ἄνευ δασειῶν, ἢ νὰ χρησιμοποιοῦμε δύο πολυτονικὰ συστήματα, ἕνα γιὰ τὴν ἀρχαία κι ἕνα γιὰ τὴ νέα γλώσσα.
Ὑπόψιν ὅτι αὐτὴ τὴ στιγμὴ τὰ παιδιὰ μαθαίνουν οὔτως ἢ ἄλλως δύο συστήματα τονισμοῦ, τὸ μονοτονικὸ ἀρχικᾶ καὶ ὕστερα τὸ πολυτονικό. Ὁπότε, ἀφοῦ θέλουν-δὲ-θέλουν οἱ μονοτονιστές, τὰ παιδιὰ τὸ μαθαίνουν τὸ πολυτονικό, δηλαδὴ μαθαίνουν ἔτσι κι ἀλλιῶς ποιὲς λέξεις δασύνονται, ἀπὸ ἄποψης λιγότερων ὀδυνῶν, εἶναι καλύτερο νὰ διδάσκωνται μόνο τὸ πολυτονικὸ (διότι θὰ ἦταν φρικτὸ νὰ μαθαίνουν ἀρχαῖα δίχως πνεύματα καὶ περισπωμένεςΚΑΙΜΑΛΛΟΝΘΑΗΤΑΝΛΙΓΟΚΟΥΡΑΣΤΙΚΟΝΑΔΙΑΒΑΖΟΥΝΕΤΣΙΤΑΑΡΧΑΙΑΗΤΑΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑΚΕΙΜΕΝΑ ΕΠΕΙΔΗΕΤΣΙΤΑΣΚΑΛΙΖΑΝΣΤΙΣΠΛΑΚΕΣΤΟΝΠΕΜΠΤΟΑΙΩΝΑΠΡΟΧΡΙΣΤΟΥ), παρὰ τὸ μονοτονικό. Γιατί νὰ μὴν χρησιμοποιοῦμε τὸ ὑπάρχον πολυτονικὸ σύστημα, ἑνιαῖα, λοιπόν;
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου