Η φαντασία μερικών, που περνιούνται και για δημιουργοί κι επαναστάτες, είναι αστείρευτη. Παράγει διαρκώς εμέσματα.
Η φαντασία αυτή, έκανε τη γλώσσα να φαίνεται σαν ένα σκουλήκι. Κάτι τέτοιοι, μετά, σκεφτήκανε, πως το το σκουλήκι το πατάς κι αυτό ξεκοιλιάζεται. Το πατάς. Νά έτσι:
«Hταν 23 Νοεμβρίου του 1981, ο πρώτος μήνας της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, όταν θεσπίστηκε με το προεδρικό διάταγμα 297/1982 (που ακολούθησε) το μονοτονικό σύστημα ορθογραφίας, τόσο στη διοίκηση όσο και στην εκπαίδευση».
[Φιλότιμες προσπάθειες γίνανε από 'κεί και μετά για να κατανοηθεί, να ιστορηθεί, να διαγνωσθεί και να εξετασθεί η ουσία, η χρησιμότητα και οι συνέπειες αυτής της «μεταρρύθμισης». Να μια εδώ:]
Σύμφωνα με αυτό καταργούνται τα δυο πνεύματα (ψιλή και δασεία, για όσους δεν τα θυμούνται) και οι δυο από τους τρεις ΕΠΙΣΗΜΟΥΣ τόνους. Στην πραγματικότητα χρησιμοποιούνταν μόνο δυο (περισπωμένη και βαρεία λέγονταν οι τόνοι που καταργήθηκαν). Έτσι, το μόνο τονικό σημάδι παραμένει η ΟΞΕΙΑ.
Σε κάθε λέξη που έχει δυο ή περισσότερες συλλαβές υπάρχει μια συλλαβή που προφέρεται πιο δυνατά από τις άλλες. Πάνω από φωνήεν της συλλαβής που τονίζεται βάζουμε ένα σημάδι, που λέγεται ΤΟΝΟΣ. Καμιά λέξη δεν τονίζεται πιο πάνω από την προπαραλήγουσα. Σε μια λέξη που κλίνεται, ο τόνος δε μένει πάντα στην ίδια συλλαβή.
Ποιες είναι όμως οι παρενέργειες που δημιουργούνται από την εφαρμογή του σημερινού «μονοτονικού» συστήματος;
Δημιουργεί πρόβλημα στη μελέτη του ποιητικού ρυθμού (παραδοσιακή «μετρική»), ο οποίος, ως γνωστόν, στηρίζεται στην εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών. Κάθε φορά που κάποιος θέλει να ασχοληθεί με τη μετρική, πρέπει να λαμβάνει υπόψη του άλλους (τους ορθούς) κανόνες τονισμού, διαφορετικούς από αυτούς που χρησιμοποιεί στη γραφή.
Εξαιτίας της αδυναμίας του συστήματος να καλύψει κάθε πιθανή περίπτωση (για να μη γεμίσει με εξαιρέσεις) προβαίνει άθελά-του σε γλωσσική ρύθμιση. (Πού γίνεται, για παράδειγμα, διάκριση ανάμεσα στο ερωτηματικό «τί» και το σπάνιο αιτιολογικό «τι»; Προφανώς ο γλωσσικός νομοθέτης θεώρησε πως δεν είναι σκόπιμο να προσθέσει μία ακόμα διάκριση για έναν τύπο τόσο σπάνιο όσο το αιτιολογικό «τι». Στην ουσία, δηλαδή, επέλεξε να το αποσιωπήσει. Από πού άντλησε όμως αυτό το δικαίωμα;)
Δεν επιτρέπει στο γραπτό λόγο να αποδοθεί με τη φυσικότητα που θα μπορούσε, αν οι χρήστες της γραφής χειρίζονταν με άνεση τους κανόνες τονισμού. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή που αφορά τα λεγόμενα «πάθη των φωνηέντων» («έκθλιψη», «αφαίρεση» κλπ.). Επειδή ο μέσος χρήστης της γραφής πολύ δύσκολα κατανοεί, θυμάται και χρησιμοποιεί τους προβλεπόμενους κανόνες(*), προτιμά να γράφει τις λέξεις χωρίς τα επισυμβαίνοντα πάθη, με αποτέλεσμα καμιά φορά να δημιουργούνται ακόμα και ενοχλητικές χασμωδίες.
Σε κάθε όμως περίπτωση, πάντως, η κατάργηση του πολυτονικού συστήματος υπήρξε θετική εξέλιξη για τη γλώσσα μας, αφού μας απάλλαξε από το πλήθος των δύσκολων και πολλές φορές αντιεπιστημονικών κανόνων τονισμού (*).
Η μεταρρύθμιση ασφαλώς δημιούργησε κάποια προβλήματα, αλλά αυτά εντοπίζονται κυρίως στον χώρο εκείνων που δεν ήταν συνηθισμένοι στη χρήση της δημοτικής (*).
Το πολυτονικό και η ιστορία του
Ένα από τα πιο φλέγοντα θέματα του 20ου και του 19ου αιώνα ήταν το θέμα του πολυτονικού συστήματος
Το πολυτονικό σύστημα (βαρεία, δασεία, οξεία, περισπωμένη, υπογεγραμμένη, ψιλή), δηλαδή τα τρία τονικά σημάδια και τα δύο πνεύματα επινοήθηκαν από τον Αριστοφάνη το Βυζάντιο γύρω στα 200 π.Χ, για να βοηθήσει τους ξένους μελετητές της αρχαίας ελληνικής γλώσσας να την διαβάζουν και να την προφέρουν σωστά, καθώς η αρχαία ελληνική προφορά ήταν μουσική και τονική, δηλαδή τα φωνήεντα προφέρονταν πολύ διαφορετικά απ' ότι προφέρονται στη γλώσσα μας. Δεν έγινε για την απόδοση της νέας (κοινής) ελληνικής γλώσσας, αλλά για τα αρχαία Ελληνικά.
Οι βυζαντινοί μελετητές, γύρω στα 800-850 μ.Χ, όταν και γενικεύτηκε η χρήση των πεζών γραμμάτων (μικρογράμματη γραφή), θεώρησαν καλό να χρησιμοποιήσουν το τονικό σύστημα του Αριστοφάνη του Βυζάντιου, το οποίο όμως δεν είχε πρακτική σημασία για τα βυζαντινά και νέα Ελληνικά.
Οι Νεοέλληνες κληρονόμησαν το πολυτονικό σύστημα από τους Βυζαντινούς και για πολλά χρόνια (δυστυχώς ακόμη και σήμερα) αρκετοί θεωρούν τη χρήση του επιβεβλημένη για τη σωστή γραφή της ελληνικής γλώσσας, θεωρώντας την θέμα εθνικό και γοήτρου, αγνοώντας ή αποκρύπτοντας το γεγονός ότι όχι μόνο είναι περιττό, αλλά και δαπανηρό για την απόδοση της νέας ελληνικής γλώσσας.
Η σκέψη για κατάργησή του άρχισε από τα την εποχή της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, αλλά δεν γενικεύτηκε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, όπου και ερχόταν αρωγός στο άλλο μείζον θέμα, την κατάργηση της καθαρεύουσας και την υιοθέτηση της δημοτικής.
Πολλές διαμάχες και διαξιφισμοί έγιναν για τα δύο αυτά θέματα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν διάφορα κινήματα, και ο κόσμος να αρχίσει να διαμορφώνει άποψη. Στο τέλος, φαίνεται ότι το πολυτονικό σύστημα είχε περισσότερη «δύναμη» από την καθαρεύουσα, γιατί ενώ η καθαρεύουσα καταργήθηκε το 1976, το πολυτονικό καταργήθηκε το 1982, με το Π.Δ 207/1982.
Όμως, ακόμη και σήμερα, στην αυγή του 21ου αιώνα, πολλοί συγγραφείς και φορείς εκδίδουν συγγράμματα στο πολυτονικό σύστημα και (ακόμη χειρότερα) στην καθαρεύουσα.
Η ιστορία της δασείας
Από το πολύπλοκο, δύσκολο αλλά και αχρείαστο πολυτονικό σύστημα, το μόνο, ίσως, σύμβολο - εκτός από την οξεία - που είχε κάποια χρησιμότητα και πρακτική σημασία ήταν η δασεία.
Η δασεία (spiritus asper), ένα από τα δύο πνεύματα της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, ήταν τοποθετημένη περίπου στο 5 με 10 % του συνόλου των λέξεων της αρχαίας, ελληνιστικής (κοινής), βυζαντινής, μεσαιωνικής, καθαρεύουσας, νέας και δημοτικής Ελληνικής γλώσσας, δηλώνοντας την εκβολή μικρού ποσότητας αέρα, μιας άχνας (τουλάχιστον στην αρχαιοελληνική ομιλία) μαζί με το συνοδευτικό ήχο του γράμματος, παρόμοιο με το λατινικό h (χ)· σε μερικές, όμως περιπτώσεις, αντί του h προφερόταν ένα θολό σ ή ένα θολό β, κατάλοιπο του αρχαιοελληνικού, φοινικικής προέλευσης, F (δίγαμμα)· παραδείγματα λέξεων είναι το hαίμα -αίμα, το σερπετόν - ερπετό και το Fορώ - ορώ (βλέπω).
Η δασεία έμπαινε (εκεί όπου χρειαζόταν) πάνω από όλά τα φωνήεντα (α, ε, η, ι, ο, υ, ω) και τα δίψηφα φωνήεντα ή διφθόγγους (αι, αυ, ει, ευ, ηυ, ου, υι), αλλά και (πάντοτε) πάνω από το ρ. Η πλειοψηφία των δασυνόμενων λέξεων προφερόταν με ένα ευκρινώς διακρινόμενο h, πράγμα το οποίο οι Ρωμαίοι δεν αγνόησαν, συμπεριλαμβάνοντάς το στις λέξεις ελληνικής προέλευσης που ενσωμάτωσαν στη γλώσσα τους. Έτσι, αφού μέσα από τα λατινικά έχουν περάσει χιλιάδες ελληνικές λέξεις σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, όταν αναφερόμαστε στον Υδη, στα αγγλικά θα γράψουμε Hades, ενώ όταν θα αναφερθούμε σε κάτι που έχει σχέση με το αίμα, θα χρησιμοποιήσουμε το πρόθεμα hema- ή haema-. Ο λόγος για τον οποίο το ρ παίρνει πάντοτε δασεία είναι γιατί, ως ινδοευρωπαϊκός φθόγγος που είναι υγρός, αποτελεί σύμφωνο με φωνηεντικές ιδιότητες, το οποίο μπορεί να ονομαστεί και συλλαβικό ρ (σερβοκροατικό Srbija).
Η προφορά του F (δίγαμμα), αν και σιγήθηκε στις αχαϊκές, δωρικές και ιωνικές διαλέκτους, μεταξύ του 8ου και του 6ου αιώνα π.Χ, διατηρήθηκε στην αττική διάλεκτο μέχρι και το 2ο αιώνα π.Χ, έτσι πολλές δασυνόμενες λέξεις που παλαιότερα προφέρονταν με το h προφέρονταν από τους Αθηναίους με το F (Hέλενα, Fέλενα). Στο δίγαμμα οφείλεται και η δάσυνση του ρ. Λέξεις που αρχίζουν από ρ και γίνονται δεύτερο συνθετικό λέξης, διπλασιάζουν το ρ (αναδιπλασιασμός), και στο πρώτο ρ μπαίνει ψιλή, ενώ στο δεύτερο μπαίνει δασεία (Καλλιρρόη - Callirrhoe). Ακριβώς λόγω του διπλού ρ, που μοιάζει με τον ήχο που παράγει ο σκύλος όταν είναι θυμωμένος, οι Λατίνοι γραμματικοί ονόμαζαν το ρ littera canina (σκυλίσιο γράμμα).
Στο γραπτό λόγο των Αττικών το Η δήλωνε την ύπαρξη του δασέως πνεύματος, κατέχοντας την όγδοη θέση στο αττικό αλφάβητο, προερχόμενο από το φοινικικό αλφάβητο (het), ενώ στους υπόλοιπους Έλληνες δήλωνε το μακρό ε (εε), το οποίο με την πάροδο του χρόνου πήρε τη σημερινή του έννοια, του η· δηλαδή το η είναι στην ουσία δύο ε. Με την υιοθέτηση το 403 π.Χ. του αλφαβήτου της Μιλήτου από όλους τους Έλληνες, συμπεριλαμβανομένων και των Αττικών, προέκυψαν τεράστια προβλήματα και δυσκολίες για τους Αθηναίους, που διατηρούσαν το δασύ πνεύμα - δηλώνοντάς το με το γράμμα Η, που τώρα σήμαινε κάτι άλλο. έτσι μόνο το 2ο αιώνα π.Χ. κατάφεραν να το «σιγήσου»ν.
Μέχρι, όμως, να το σιγήσουν, κατέφυγαν σε μια άλλη λύση, τη διχοτόμηση του Η, όπως είχαν κάνει και οι Μεγαλοελλαδίτες, με το αριστερό τμήμα να αντιπροσωπεύει τη δασεία, πράγμα που διατηρήθηκε μέχρι και τον 9ο αιώνα μ.Χ, αναβιωμένο από το σύστημα τονισμού του Αριστοφάνη του Βυζάντιου.
Τον 9ο αιώνα μ.Χ, με τη γενίκευση της χρήσης της μικρογράμματης γραφής, το δασύ πνεύμα πήρε τη μορφή του αριστερού πάνω τεταρτημορίου του Η, αλλά τον 11ο αιώνα, μαζί με διάφορες άλλες αισθητικές αλλαγές στο γραπτό λόγο των Βυζαντινών, πήρε το γνωστό (') στρογγυλοποιημένο σχήμα.
Το 1982, σε μια ριζική προσπάθεια απλοποίησης της Ελληνικής γλώσσας, καθιερώθηκε το μονοτονικό σύστημα, που καταργούσε, ανάμεσα σε άλλα, και τα δύο πνεύματα. Έτσι, σήμερα δεν χρησιμοποιείται πλέον η δασεία στη γλώσσα μας.
Η γνώση των δασυνόμενων λέξεων στα Ελληνικά σήμερα έχει περισσότερο έμμεση, παρά άμεση σημασία, καθώς η μόνη πρακτική σημασία που έχει η γνώση τους είναι, για σκοπούς κατανόησης, η τροπή των ψιλών συμφώνων (κ, π, τ) στα δασέα αντίστοιχά τους (χ, φ, θ) όταν αποτελούν την κατάληξη πρώτου συνθετικού με δεύτερο συνθετικό λέξη που δασύνεται. [καχεκτικός< κακό + έκτης < έξω (δασυνόμενος μέλλοντας του έχω)/ υφιστάμενος< υπό + υφίσταμαι/ ανθυπολοχαγός< αντί + υπό + λοχαγός]. Η άλλη του πρακτική χρήση είναι η ερμηνευτική διευκόλυνση λέξεων που θα μεταφράσουμε από τα ελληνικά σε ξένες γλώσσες και αντίστροφα. Έτσι, όταν αναφερόμαστε στον Υδη, θα γράψουμε Hades, επειδή δασυνόταν.
H δίκη των τόνων
Μισόν αιώνα περίπου πριν, το 1943, η κατάργηση των πνευμάτων και ο περιορισμός των τονικών σημείων σε πανεπιστημιακά συγγράμματα του καθηγητή Ι. Θ. Κακριδή είχε οδηγήσει στην πειθαρχική δίωξή του από τη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, γνωστή ως Δίκη των Τόνων
Ήταν η γκάφα του αιώνα στο γλωσσικό; Έτος 1942, μες στη γερμανική Κατοχή, οι καθηγητές της Φιλοσοφικής του Αθήνησι στέλνουν στο πειθαρχικό έναν συνάδελφό τους, τον Ι. Θ. Κακριδή, επειδή τύπωσε το βιβλίο του με μονοτονικό. Το μονοτονικό ήταν, βέβαια, το πρόσχημα, σε εποχή όπου τα πράγματα ήταν πιο καθαρά στο μέτωπο το γλωσσικό, ποιες δηλαδή οι προοδευτικές και ποιες οι αντιδραστικές δυνάμεις.
Στο πειθαρχικό, το κατηγορητήριο ουσιαστικά κατέρρευσε, ενώ η ποινή, δύο μήνες προσωρινή απόλυση, ήταν μηδαμινή, σε σχέση με τα όνειρα για εξόντωση που έπλαθαν οι διώκτες του Κακριδή.
Ας τους θυμηθούμε, όσους υπέγραψαν την παραπομπή, με το όνομά τους αναπόφευκτα το ένα δίπλα στο άλλο, έτσι που να μη γίνεται διάκριση ανάμεσα στους πρωτοστάτες και τους μετριοπαθέστερους: Φαίδων Κουκουλές, Νικόλαος Εξαρχόπουλος, Ερρίκος Σκάσσης, Εμμανουήλ Πεζόπουλος, Αντώνιος Χατζής, Γεώργιος Σακελλαρίου, Γεώργιος Π. Οικονόμος, Νικόλαος Βλάχος, Αναστάσιος Ορλάνδος, Χρ. Καπνουκάγιας, Σπυρ. Μαρινάτος, Απ. Δασκαλάκης, Διον. Ζακυθηνός. Είχαν μειοψηφήσει ο Ιω. Θεοδωρακόπουλος και ο Σωκράτης Κουγέας.
Οι κανόνες του μονοτονικού συστήματος
1. Οξεία παίρνει η λέξη που έχει δυο ή περισσότερες συλλαβές. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση που η λέξη παρουσιάζεται ως μονοσύλλαβη ύστερα από έκθλιψη ή αποκοπή (για την ερμηνεία τους δείτε παρακάτω), όχι όμως και όταν έχει χάσει το τονισμένο φωνήεν από αφαίρεση.
2. Παίρνουν τονικό σημάδι λέξεις που παρουσιάζονται ως μονοσύλλαβες ύστερα από:
- έκθλιψη: λίγ' απ' όλα, ούτ' εγώ, είν' εκείνος,
- αποκοπή: φέρ' το, στείλ' το, δώσ' τα.
3. Ένας ρηματικός τύπος που έμεινε άτονος από αφαίρεση δεν ανεβάζει το τονικό σημάδι στην προηγούμενη λέξη: μου 'φερε, τα 'δειξε, να 'μαι.
4. Δεν τονίζονται οι μονοσύλλαβες λέξεις. Θεωρούνται μονοσύλλαβες οι λέξεις: βιος (το), γεια, για, γιος, δυο, μια, νιος, πια, πιο, (να) πιω, ποιος-ποια-ποιο [σε όλες τις πτώσεις ενικού ή πληθυντικού και σε όλα τα πρόσωπα].
Η λέξη: το ποιόν, δεν είναι μονοσύλλαβη.
Εξαιρούνται και τονίζονται: Ο διαζευκτικός σύνδεσμος ή: Ή η Αννα ή η Μαρία.
5. Δεν τονίζεται η μονοσύλλαβη προστακτική, ακόμα και όταν ακολουθείται από δυο εγκλιτικά: πες μου το, βρες τους τα.
6. Τα ερωτηματικά πού και πώς. Αυτά, τονίζονται είτε βρίσκονται σε ευθεία ερώτηση είτε σε πλάγια: π.χ. Πού πήγες; Μας είπε πώς τον λένε. Τα πού και πώς παίρνουν τονικό σημάδι σε περιπτώσεις όπως: πού να σου τα λέω, από πού κι ως πού, πού και πού, αραιά και πού, Πώς βαριέμαι! Κοιτάζω πώς και πώς να τα βολέψω.
7. Που και Πως: ΔΕΝ τονίζονται όταν χρησιμοποιούνται: α) το που:
ως αντωνυμία (αυτό που σου είπα), ως επίρρημα (πηγαίνει εκεί που θέλει), ή ως σύνδεσμος [Έμαθα που ήρθες (=Έμαθα πως/ότι ήρθες)] και β) το πως: ως σύνδεσμος [Λέει πως θα φύγει (=Λέει ότι θα φύγει)].
8. Τονίζονται οι αδύνατοι τύποι των προσωπικών αντωνυμιών (μου, σου, του, της, τον, την, το, μας, σας, τους, τα) όταν στην ανάγνωστη υπάρχει περίπτωση να θεωρηθούν εγκλιτικές: Ο πατέρας μού είπε (=ο πατέρας είπε σε εμένα)-Ο πατέρας μου είπε (=ο δικός μου πατέρας είπε κάτι).
9. Όταν η προηγούμενη λέξη τονίζεται στην προπαραλήγουσα και ακολουθεί αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας (που δεν είναι εγκλιτικός), τότε ΔΕΝ τονίζεται ο τύπος αυτός: Ο πρόεδρός μας αρρώστησε (=ο δικός μας πρόεδρος αρρώστησε)-Ο πρόεδρος μας αρρώστησε (=ο πρόεδρος αρρώστησε εμάς).
10. Τονίζονται οι μονοσύλλαβες λέξεις, όταν συμπροφέρονται με τους ρηματικούς τύπους ΜΠΩ, ΒΓΩ, ΒΡΩ, 'ΡΘΩ σε όλα τα πρόσωπα και τους αριθμούς. Τότε δέχονται τον τόνο τους: θά βγω αλλά θα βγω.
12. Σημειώνεται ο τόνος του εγκλιτικού, ο οποίος ακούγεται στη λήγουσα των προπαροξύτονων λέξεων : χάρισμά σου, άφησέ το. Το ίδιο γίνεται στο πρώτο από τα δυο εγκλιτικά, όταν προηγείται παροξύτονη προστακτική: δώσε μού το.
13. Οι προτακτικές λέξεις που αποτελούν ένα σύνολο με την επόμενη λέξη, με την οποία συνδέονται με ενωτικό, δεν τονίζονται: Αγια-Σοφιά, Αϊ-Δημήτρης, κυρα-Μαρία, γερο-Θανάσης, θεια-Βασίλω, παπα-Δημήτρης, μπαρμπα-Πέτρος.
14. Αντιθέτως, γράφονται ΧΩΡΙΣ ενωτικό και ΤΟΝΙΖΟΝΤΑΙ: καπετάν, πάτερ, κυρ (ΧΩΡΙΣ τόνο).
Σημείωση
[Η εν λόγω ανάρτηση βρέθηκε ανάμεσα σ' εκείνες που ασχολούνται με την κατάργηση του πολυτονικού συστήματος. Προσπαθώντας να κατανοήσω την ουσία του θέματος όπως το πραγματεύεται, παραθέτω αυτούσια όλα τα σημαντικά στοιχεία που έχουν συλλεγεί καθώς και τις προσωπικές τοποθετήσεις.
Έγινε -για την καλύτερη παρουσίαση και για λόγους ομοιογένειας και συστηματικότητας- μερικός έλεγχος και αναδιάταξη του υλικού. Χρειάζεται όμως περισσότερος και εμπεριστατωμένος έλεγχος.
Όπου δεν με βρίσκουν σύμφωνη οι απόψεις του συντάκτη, αυτό σημειώνεται με αστερίσκο (*)].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου