Ετούτο το καλοκαίρι αργήσαμε κάπως. Να βρεθούμε στο νησί. Τι βάσανο το καλοκαίρι με τις μετακινήσεις! Μα τι θα σήμαινε ένα καλοκαίρι χωρίς αυτές;
Σε τούτο τον τόπο, όπου η «μητρόπολη» συγκεντρώνει όλους τους πληθυσμούς από όλους τους επί μέρους ελληνικούς τόπους, αν μέναμε όλοι στο κλεινόν άστυ, θα είχαμε ξεχάσει ποιοι είμαστε και γιατί βρεθήκαμε εδώ.
Ξαναγυρίζοντας πίσω, στα πάτρια, έχεις να φρεσκάρεις το σπίτι, να αποδιώξεις τα περιττά φορτία που με το χρόνο μαζεύουμε και γεμίζουμε τα σπίτια, και να αποκαταστήσεις τη λειτουργικότητά τους για νέες ανάγκες και για περισσότερους, κρατώντας τ’ ατίμητα και πολυτίμητα, για την παράδοση στα νέα μέλη της οικογένειας. Να φρεσκάρεις τις γλάστρες με τα γεράνια, τα γιασεμιά και τις μπουκαμβίλιες. Τα καλοκαίρια, μας βρίσκουν μ’ όλα τα σπίτια ν’ αστράφτουν, γεμάτα από την αγάπη των ξενιτεμένων.
Και ξαναθυμάμαι, πώς, σαν νέο μέλος μιας οικογένειας, ήρθα πριν από πολλά χρόνια στην Κεφαλονιά. Δεν βολεύτηκα στην αρχή. Ο καλός μου, ήταν μοναχοπαίδι. Εντάχθηκα στην οικογένειά του -ευτυχώς- χωρίς αξεπέραστες προκαταλήψεις μέσα μου, και με μια διάθεση να συμμετέχω σε τούτη την οικογένεια με όλες μου τις δυνάμεις. Δεν βρήκα πάντοτε ανοιχτές καρδιές. Είχα όμως ανοιχτή τη δική μου, και –φαίνεται πως- ήταν αρκετό.
[Η απόφασή μου, ήταν μια: «Μπαίνω σε έναν κόσμο που δεν τον γνωρίζω, οφείλω να τον σεβαστώ και να παραστώ, να σταθώ και να δημιουργήσω τη συνέχειά του με τις δυνάμεις μου. Με την επίγνωση πως αυτό που θα πράξω θα χαρακτηρίζει το πέρασμά μου. Τη συνέχεια που θα έχει τη σφραγίδα των δικών μου επιλογών». Έτσι έγινε.]
Σαν φτάναμε στην Κεφαλονιά, στην αρχή οι δυό μας, κι αργότερα περισσότεροι, τα βρίσκαμε όλα έτοιμα και χαρούμενα. Ασφαλώς και με τα προβλήματα της συμβιώσεως γενεών. Αλλά, τι χαρά για τα παιδιά, οι κουβέντες με τον παππού! Τα σχόλιά του, οι ατάκες του, η φιλοσοφία του, η μακροθυμία του! Τι εμπειρία ακόμη κι οι άσκοπες εριστικότητες, και δίπλα οι εγωϊστικές απαντήσεις! Πόσο μάταια κι ανώφελα! Τι μαθήματα ζωής, σαν -αφύλαχτος από στείρους εγωϊσμούς- πίσω ξανακοιτάζεις!
Αργότερα, ετοιμάζαμε εμείς το σπίτι για να το βρίσκει έτοιμο η γιαγιά.
[Πόσο μάταιο, πόσο λίγο ήτανε τούτο το έργο! Ανθρωπιά είχε μόνο, αλλά δεν είχε παρηγοριά! Η γιαγιά, στο λίγο καιρό που καθότανε μονάχη, όσο να ‘ρθούμε κι εμείς «οι εργαζόμενοι», δεν είχε με ποιόνε να ερίσει, να κουβεντιάσει, ποιόνε να διατάξει και ποιός να τη συντροφέψει. Η ζωή της είχε αλλάξει. Από τότε που έφυγε ο παππούς, η δασκάλα (ήτανε από πάντα της δασκάλα) ήτανε χωρίς ακροατήριο! Τώρα η μοναξιά της ήτανε αβάσταχτη. Και την έκανε περισσότερο δύστροπη. Εμείς, με τις δουλειές και τις βιοτικές μας φροντίδες, δεν είχαμε τον καιρό να σκεφτούμε, πως η μάνα, πέρα από μάνα που όλα τά ‘ξερε και τα φρόντιζε, ήτανε πια γερόντισσα, ήτανε μόνη, και πως εκείνο που είχε μπροστά της δεν ήτανε πια οι ευθύνες της για την τάξη της, το σπίτι και την οικογένειά της, αλλά η ζωή της που έφευγε και οι δυνάμεις της που λιγόστευαν, ενώ πολυστεύανε οι αδυναμίες της και οι ανασφάλειες…]
Εκείνα τα πρώτα χρόνια, τα καλοκαίρια στα πατρικά, αυτό που μού ‘δινε περίσσεια χαρά ήταν η χαρά του καλού μου, σαν βρισκόταν ανάμεσα σε ανθρώπους της παιδικής του ηλικίας και ζωής. Μέσα στο σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε, ανάμεσα στους ανθρώπους και στα πράγματα που συντρόφευαν τα παιδικά του όνειρα, τα βήματα και τα πρώτα του χρόνια.
Κι ύστερα, σαν οι δικοί του φύγαν, για το ταξίδι χωρίς γυρισμό, κι απόμεινε μόνος να σηκώνει το φορτίο της μνήμης και μονάχος να ΄χει το χρέος της ανασυγκρότησης για να παραδώσει στους γιούς του το σπίτι τους, τον τόπο που μικρούλικα πηγαίνανε και χαίρονταν τη θάλασσα, δεν τον άφησα στην ερημιά του. Γιατί, αφού συγκληρώθηκε η ζωή μου μαζί του, ό,τι τον αφορούσε, με αφορούσε. Ό,τι ήθελε, το ήθελα κι εγώ. Ό,τι τον συμπλήρωνε και τον «επλήρωνε», πληρούσε κι εμένα.
Σε όλη μας την ζωή, μοιράζαμε τις επισκέψεις μας στις οικογένειές μας και ζούσαμε ο καθένας μας ό,τι ο άλλος είχε ζήσει στην ζωή του, μέχρι που βρεθήκαμε μαζί. Η μεγάλη μου οικογένεια χάριζε στον καλό μου μια αγάπη, που -καθώς την εκδηλώνανε οι δικοί μου ο καθένας με τον τρόπο του- ήτανε «πολύτροπη και πολυπρόσωπη», και σαν τέτοια δεν είχε την ευκαιρία να τη βιώνει μέσα στους κόλπους της ολιγομελούς πατρικής του οικογένειας. Οι δικοί μου, τον έχουν όλοι για ένα ακόμη αδερφό. Αγαπημένο και φιλοξενούμενο. Κι ακριβός γιός της μάνας μου, που ήξερε από ερημιά, γιατί είχε χάσει τον πατέρα της και τ’ αδέρφια της από μικρή. Και τούτη τη μοναξιά του, τη συλλογιζότανε πολύ συχνά με συμπόνοια, κι έπασχε μαζί του για την ώρα που θα ‘ρχόταν, όπως κι ήρθε, και θα βρισκόταν χωρίς την μάνα και τον πατέρα του.
Και τώρα βρίσκομαι, να καρτερώ μια στιγμή, και τα νέα μέλη της δικής μου οικογένειας. Και σκέφτομαι τις ετοιμασίες για την υποδοχή τους. Για την ευχάριστη παραμονή τους και την οικογενειακή μας συνεύρεση. Γιατί οι οικογένειες έχουνε λόγο να βρίσκονται. Να συγκεντρώνονται. Να ζούνε μαζί. Να περνάνε χρόνο μαζί. Γιατί ό,τι αγαπάς του δίνεις και το χρόνο να του το δείξεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου