Καθώς ετοιμάζομαι να ταξιδέψω για μια σύντομη επίσκεψη στα «κορίτσια», τις αδερφές μου, πίνουμε τον απογευματινό μας καφέ, και διευθετούμε τα της αναχώρησης και της απουσίας μου.
Γι' αποχαιρετιστήριο της στιγμής, ο καλός μου -παλιά συνήθεια του-
μου αφιερώνει ένα ποίημα,
σαν που αγαπάει ν' απευθύνεται σε μένα «Ποιητικά».
[Ποίημα δανεικό, του Εγγονόπουλου, αφού δεν γίνεται
να είναι ο ίδιος ποιητής, κάθε στιγμή].
Ακόμη κι ο θυμός του ήταν -από πάντα- «ποιητικός».
Κοσμογονία και κοσμοχαλασιά.
Στην αρχή θωρούσα τον θυμό του σαν μια θεομηνία, που δεν μπορούσα
να την αντιμετωπίσω. Αργότερα, προσπαθούσα να προφτάσω να μην εκδηλωθεί, να τον αποτρέψω. Μάταιο.
Τώρα πιά, τον δέχομαι, όπως είναι. Μπουρίνι, που καθαρίζει τα σύννεφα,
και δροσίζει μετά την κάψα, ή γλυκαίνει την ατμόσφαιρα μετά την παγωνιά.
Αλλά λιγοστεύει. Τί νά 'ναι τούτο πάλι;
Μπορεί να 'ναι η Ειρήνη, που έρχεται με τον καιρό,
καθώς καταλαγιάζουν οι θεομηνίες των παθών του Εγώ.
Έτσι είναι και με τούτο το ποίημα, της σημερινής μου αναχώρησης.
Λίγο πριν να φύγω για τα πάτρια, μου λέει με τούτο το ποίημα,
ούτε λίγο ούτε πολύ,
πως διάλεξε μαζί μου να ζήσει μες στην αγάπη,
χωρίς ούτε μίαν καλύβην.
Υπηρετώντας καλλιτεχνικά και ειρηνικά τη Ζωή.
Μια Ζωή που δε σταματάει με το θάνατο,
που είναι ακμαία σαν καρποφορούσα γυναίκα
στην άνοιξη της ηλικίας της,
και με μια αγάπη που ανειρήνευτα καίει.
Από την ώρα της συγκλήρωσης. Και για πάντα.
Από το χαρούμενο ξεκίνημά μας.
Πρόθυμα μαζί στον πόνο, φιλιωμένοι με τον άνθρωπό μας.
Ειρηνεμένοι πια μαζί του.
Σαν που η καρδιά μας αγαπάει,
Ζεί.
Αφού η καρδιά που μονάχ' αγαπιέται,
μπορεί και νά 'χει φύγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου