Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Για την Ελληνική γλώσσα: Ασε κάτω τον μπαλτά, ας μην την τελειώσουμε με τα ίδια μας τα χέρια!

Image result for εικόνες  μπαλτά 
Εξήψε τη σκέψη μου πάνω στο θέμα της γλώσσας και της λογοτεχνίας το άρθρο του Τ. Θεοδωρόπουλου στην Καθημερινή (βλ. εδώ).

Ο αρθρογράφος, με μια μονοκοντυλιά διαγράφει ως άχρηστη την διδασκαλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, μέσω αποσπασμάτων, γιατί ισχυρίζεται ότι τίποτε δεν θα μείνει στο μυαλό του παιδιού καθώς θα τελειώνει το σχολείο. [Απορίας άξια είναι τούτη η θέση, γιατί στο σχολείο δεν μπορεί να αναγιγνώσκονται/διδάσκονται ολοκληρωμένα λογοτεχνικά έργα!]

Μα το παιδί, τελειώνοντας το σχολείο, κουβαλάει στο μυαλό του όλα όσα είδε και άκουσε εκεί! Και τα περισσότερα από αυτά, δεν είχαν καμμία σχέση με τη μόρφωσή του. Γιατί το σχολείο σήμερα, ασχολείται με την ευαισθητοποίηση του νέου ανθρώπου στα διάφορα τεκταινόμενα από την πολιτική.

Σήμερα τα παιδιά μας γνωρίζουν για το συνδικαλισμό, την «ελευθερία του λόγου», την λήψη αποφάσεων σε συλλογικά όργανα, την ανυπακοή, την κατάληψη των σχολείων και των δημόσιων κτιρίων, την αποχή, την αντίσταση, την διαμαρτυρία ως ελευθερία του συναθροίζεσθαι, κλπ. παρόμοια.

Από λογοτεχνήματα, δεν γνωρίζουν και πολλά, γιατί δεν κοπίασε αναλόγως η Πολιτεία μας να τους προσφέρει το αντίστοιχο «προϊόν». Όσα παιδιά και όσα πράγματα γνωρίζουν από λογοτεχνία, δεν είναι από το σχολείο που τα γνωρίζουν.

Παλαιότερα, τα βιβλία μας της νεοελληνικής λογοτεχνίας, είχαν την ύλη κατά κεφάλαια και περιείχαν λογοτεχνικά έργα (αποσπάσματα και μικρά διηγήματα) αντίστοιχα των θεμάτων των κεφαλαίων. Αρκετά ήταν τα κεφάλαια του δημοσίου, του εθνικού, του οικογενειακού βίου. Μαζί και ο επαγγελαματικός βίος και η φύση και η πατρίδα. Συνεπώς, αρκετά και τα λογοτεχνικά κείμενα και οι συγγραφείς. Περιώνυμοι, σπουδαίοι, αντιπροσωπευτικοί. Τότε. Σήμερα εξόριστοι από τη νεοελληνική λογοτεχνία των σχολικών βιβλίων.


Τελειώνοντας το σχολείο, σίγουρα δεν είναι σε θέση ο μαθητής να εκτιμήσει την «αξία ενός λογοτεχνικού κειμένου». Μπορεί όμως να έχει εντυπωσιασθεί από ένα λογοτεχνικό έργο, γιατί το θέμα του τον συγκίνησε, ή γιατί η πένα του λογοτέχνη έγραψε στην καρδιά του μαθητή.

Η απόλαυση της ανάγνωσης, συναντάει τη δίψα για έκφραση. Γι' αυτό μπορείς να απολαύσεις ακόμη και μια πρόταση. Και να την λες σαν απόφθεγμα.

Το μυθιστόρημα και το διήγημα, είναι πράγματι ανάγκη να το παρακολουθήσεις από την αρχή ως το τέλος. Αλλά αυτό έχει να κάνει με τη μυσταγωγία που θα προηγηθεί. Αν ο Δάσκαλος δεν είναι μυσταγωγός, αν δεν μπορεί να εμπνεύσει στα παιδιά την αγάπη στη μάθηση, κι αν ο γονιός παρκάρει το παιδί του στο σχολείο γιατί δεν το αντέχει, τότε δεν υπάρχει ελπίδα. Ας μην ασχοληθούμε με τα βιβλία. Αλλά με την ιατρική.

Αλλά, εμείς, η γενιά που τέλειωσε τα σχολειά επειδή οι γονείς μας θεωρούσανε πως πρέπει να πάμε στο σχολειό για ν' ανοίξουμε τα μάτια μας, ό,τι και νά 'τανε γραμμένο στα βιβλία μας, ήτανε λίγο. Το διαβάζαμε και το ξαναδιαβάζαμε, και τελικά βρίσκαμε κάτι διαμάντια του λόγου και της σκέψης, που αυτά, από μόνα τους, μας έκαναν να ψάχνουμε περισσότερο. Βέβαια, οι γονείς μας ωθούσαν, κι οι δάσκαλοι μας βοηθούσαν. Και η κοινωνία μας δεν ήταν τόσο καταναλωτική. Ούτε οι γονείς μας τόσο ελαστικοί με τα καπρίτσια μας. (Είχανε, βλέπετε, βγεί από έναν πόλεμο, είχαν περάσει πείνα, και θέλανε να αλλάξουνε τη ζωή τους και τον κόσμο...).

Σήμερα, εμείς οι μαμάδες ζητάμε από τους δασκάλους να μη φορτώνουν τα παιδιά μας, για να έχουν περισσότερο χρόνο να παίζουν, και πολλές φορές συμβαίνει (ακόμη και) οι δάσκαλοι να μην έχουν ενδιαφέρον για την τάξη τους. Οπότε, ποιό ενδιαφέρον, και πώς να γεννηθεί για τη λογοτεχνία; Εξ άλλου το βιβλίο της γλώσσας ασχολείται με ... καφετιέρες!!! και ανθρώπους στο μπλέντερ!

Μια έωλη τοποθέτηση είναι αυτή του «φιλαναγνώστη της λογοτεχνίας που είναι μυαλό με αντισώματα στην αποστήθιση». Ένα τέτοιο πρόσωπο δεν μπορεί να είναι ένας μέσος μικρός μαθητής, αλλά ένας μαθητής με «θητεία» σε σχετικό περιβάλλον.

Όλοι αιτιώνται την αποστήθιση σαν κάτι το μιαρό, το αντιπαραγωγικό, το ευτελές και άχρηστο. Η άποψη αυτή είναι απλώς μια προκατάληψη και μια άχρηστη άρνηση, που θα βλάψει αυτόν που άκριτα θα την ενστερνισθεί. Γιατί η αποστήθιση είναι απαραίτητη για κώδικες, περιπτωσιολογίες, κωδικούς πρόσβασης κλπ. Ακόμη και για την προπαίδεια, την απλούστατη αριθμητική εξάσκηση, αλλά και την εκμάθηση στοιχείων της γραμματικής, προκειμένου να μάθει κανείς μια γλώσσα, ακόμη και τη μητρική του. Άκριτα, λοιπόν, και βεβιασμένα δεν προσδιορίζονται τα όρια των αποφευκτέων πρακτικών, αλλά απορρίπτονται, συνολικά, πρακτικές, και μάλιστα χρήσιμες σε σημαντική έκταση.

Είναι η λογοτεχνία συστατικό της γενικής παιδείας; Ναι η λογοτεχνία, ως τρόπος καλλιέργειας για την εκμάθηση σύνθετου, πολλαπλού και εναλλακτικού τρόπου έκφρασης και διατύπωσης της σκέψης και της ιδέας, είναι, ασφαλώς, συστατικό γενικής παιδείας. Κι όχι μόνο για την διατύπωση του λόγου του προσώπου, αλλά και για την ενσυναίσθησή του (τη συναισθηματική του νοημοσύνη).

Ως προς την εξέταση, ποιά σημασία μπορεί έχει η εξέταση ενός μαθήματος που αφορά τη λογοτεχνία: Η εξέταση μπορεί να αφορά μόνο τη γνώση τεχνικών όψεων που τις έχουν διδαχθεί οι μαθητές στο σχολείο. Η εννοιολογική προσέγγιση και πρόσληψη του λογοτεχνικού κειμένου δεν μπορεί να γίνεται με οδηγίες, λυσάρια, αναλύσεις από άλλους για άλλους! Γιατί η λογοτεχνία, προσεγγίζεται από τον καθένα με το δικό του αισθητήριο/καλλιέργεια/διαίσθηση/βίωμα και αναζήτηση. Έτσι, εκεί δεν χωρεί «βαθμός», χωρεί αξιολόγηση του τύπου «έχει» ή «δεν έχει». Και δεν βαθμολογούμε αυτόν που δεν έχει! Γιατί αν είναι ασθενής και δεν δύναται να έχει είναι ένα ζήτημα, ενώ αν δεν έλαβε την παιδεία για να έχει, τότε «βαθμολογούμε» τους δασκάλους και την οικογένειά του.

Ένα άλλο ζήτημα είναι η Γραμματική μιας γλώσσας. Η Γραμματική, δεν είναι η γλώσσα. Αντίθετα, η γνώση της γραμματικής, είναι σε μεγάλο βαθμό ικανότητα για έκφραση. Και θα προτείνω, η γραμματική να «μαθαίνεται» περίπου όπως η προπαίδεια. Γιατί αποτελεί το υλικό για να χτίσεις το λόγο. Κι όταν χτίζεις, πρέπει να ξέρεις τί δομικό στοιχείο χρειάζεσαι κατά περίπτωση.
Και θα συμφωνήσω απολύτως με τον αρθρογράφο πως «Την ελληνική γλώσσα δεν την έφτιαξαν οι Κριαράδες και οι Μπαμπινιώτηδες, με όλον τον σεβασμό. Την έφτιαξαν οι Σεφέρηδες, οι Παλαμάδες, οι Θεοτοκάδες, και οι Καβάφηδες. Αυτοί μας έδειξαν τη δυνατότητά της να μιλάει για τον κόσμο της. Αυτοί πήραν τη σκυτάλη από τη μακραίωνη Ιστορία της για να μας την παραδώσουν ολοζώντανη».

Θα ξανασυμφωνήσω με τον αρθρογράφο: «Δεν μας έχουν μείνει και πολλά να υπερασπιστούμε. Αν μη τι άλλο, ας υπερασπιστούμε αυτήν τη γλώσσα που μπορεί να είναι μικρή, έχει όμως μεγάλη ιστορία πίσω της. Και ας καταλάβουμε ότι ο ακρωτηριασμός της διδασκαλίας της ελληνικής λογοτεχνίας είναι ακρωτηριασμός της» εθνικής μας ταυτότητας και συνείδησης. Γιατί η γλώσσα μας είναι η ιστορία μας και η διαδρομή μας στο χρόνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου