Σαν ήμουνα μικρό παιδάκι, άκουγα στο παραγώνι, τον πατέρα μου να μας λέει ιστορίες και παραμύθια. Όχι μόνο το χειμώνα, αλλά και κάθε εποχή, και σε κάθε περίσταση. Απλώς, ήτανε πιο «ζεστά», το χειμώνα.
Άλλοτε για να μας διαπαιδαγωγήσει, άλλοτε για να μας μορφώσει, άλλοτε για να μας διασκεδάσει, κι άλλοτε για να μας υποβάλλει σε ένα τρόπο σκέψης, φρόνησης και ζωής. Μαζευόμασταν τριγύρω του και καθώς η μάνα μας έφτιαχνε κάτι για την όρεξη, (το χειμώνα κάστανα στη φωτιά, άλλοτε πιτούλες, ή φρούτα), εμείς τα παιδιά κοιτώντας τον προσηλωμένα, ρουφούσαμε την κάθε του λέξη.
Η αφηγηματικότητά του ήταν απαράμιλλη, ο λόγος του έρρεε σαν το νερό στο ρυάκι, και με τη γλυκειά και υποβλητική φωνή του έχτιζε σιγά-σιγά το παραμύθι του, και μας τραβούσε κοντά του, στο κέντρο της ιστορίας, να γίνουμε κι εμείς ήρωες, παλιάτσοι, μαχητές, αρχηγοί. Να διαλέξουμε πόστο.
Οι μεγαλύτεροι συχνά την είχανε ξανακούσει την ιστορία, αλλά η μυσταγωγία ήταν ανάγκη να επαναληφθεί και για τους μικρότερους. (Όποιος αδημονούσε, ή θορυβούσε υφίστατο υποχθονίως -από τον παρακαθήμενο- το επιτίμιο της ενόχλησης). Αλοίμονο, αν ο μπαμπάς έβαζε στη διήγησή του καμμιά πρόταση περισσότερο ή λιγότερο! (Αστοχία! μπαμπά ξέχασες..., όχι έτσι ακριβώς...) Μα εγώ ήμουνα από τους μικρούς, κι η μαγεία της αφήγησης δεν μ' άφηνε να σκίσω τούτο το πέπλο της ομορφιάς, και να διαπιστώσω ανακρίβειες! Ο μπαμπάς ήτανε ποιητής! Και μπορούσε να πλάθει την ιστορία του κατά την έμπνευση της στιγμής!
Μια από τις όμορφες ιστορίες που άκουγα στις τέτοιες μυσταγωγικές συγκεντρώσεις μας, ήταν η ιστορία του τσαλαπετεινού.
Ο τσαλαπετεινός είναι ένα όμορφο πουλί, που συχνά τον βλέπαμε τα καλοκαίρια που πηγαίναμε στα χωράφια μας. Τον βλέπαμε, να πετάει από δέντρο σε δέντρο και να στήνει τις συντροφιές του από εδώ κι από εκεί. Τραγουδιστής και εραστής της συντροφιάς, ο τσαλαπετεινός και η παρέα του, δε σταματούσανε το τιτίβισμα, κι άλλο δεν κάνανε παρά όπως ο τζίτζικας συνεδριάζανε όλα τα μεσημέρια στη συκιά και δε σταματούσανε ούτε για να φάνε. Ασε που σαν μαζευότανε κάποια στιγμή στο σπίτι του, άλλο δεν έκανε παρά να τσακώνεται με την κυρία του και με τα παιδιά του για τις δουλειές. Τις δουλειές που κανείς τους δεν έκανε. Και πλησίαζε και η ώρα του θερισμού!
Σαν ωριμάσανε τα γενήματά τους, ούτε και τότε δεν αφήσανε το τραγούδι. Ο τσαλαπετεινός, σαν οικογενειάρχης, ήξερε πως έπρεπε να φροντίσει. Αλλά... πώς; μόνος του; ήταν βαρειά η δουλειά! Τα παιδιά; είναι μικρά! Η κυρά του; Μα ποιός θα φτιάξει το φαΐ;
Μαζευτήκανε τότε οι φίλοι, κι αρχίσανε τα τιτιβίσματα. Ο τσαλαπετεινός τους εζήτησε βοήθεια, για να συνάξει τα γενήματά του, κι αυτοί του είπαν: αύριο!
Την άλλη μέρα, πήγε στο τιτιβισμιό (στη συκιά, όπου κάθονταν τις προηγούμενες μέρες) για να συναντήσει τους φίλους του, και να πάνε για το θερισμό, όπως του είχαν υποσχεθεί, αλλά... δεν βρήκε κανέναν εκεί! Περίμενε, περίμενε, και κάποια στιγμή, αργά το μεσημέρι φάνηκαν καμπόσοι! Συγγνώμη φίλε μου, μας πήρε ο ύπνος, του είπανε, και τώρα έπιασε ζέστη, δεν είναι ώρα για δουλειά, είναι ώρα για μπάνιο, άσε, αύριο τα λέμε!
Ο τεμπελάκος ο τσαλαπετεινός, βρήκε να 'χουν δίκιο οι φίλοι του, κάθησε μαζί τους και πέρασε την ώρα του και ξέχασε την ανάγκη του θερισμού!
Έτσι πέρασε όχι μια και δυό μέρες, αλλά όλο το καλοκαίρι!
Δεν βρέθηκε ούτε μια μέρα που να ξυπνήσανε πρωΐ, για να πάνε στο θερισμό!
Τα γενήματα μείνανε αθέριστα στο χωράφι, μέχρι που έφτασε το φθινόπωρο, κι αρχίσανε τα πρωτοβρόχια!
Η γή διψασμένη, παραδόθηκε σαν τον παράλυτο που χύνεται στο χώμα και δεν μπορεί να μαζέψει τα μέλη του.
Ο ουρανός φορτωμένος από το νερό, που εξατμίστηκε από την κάψα όλου του καλοκαιριού, άνοιξε τους ασκούς του κι έριξε ποτάμι τη βροχή του πάνω στα ξερά γενήματα, που λυγίσανε από το τόσο νερό, Σπάσανε οι καλαμιές, και πέσανε στο χώμα. Τα στάχυα, γκαστρωμένα με χοντρά κουκιά διπλές σειρές σκορπίσανε και θαφτήκανε στο χώμα. Δεν μπορούσες πια, τίποτε να μαζέψεις. Όλα χαθήκανε.
Ο τσαλαπετεινός, σαν είδε τούτη την καταστροφή, συλλογίστηκε τα παιδιά του, το χειμώνα, το κρύο, μα προ πάντων την πείνα, κι έπεσε να πεθάνει. Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε και αποφάσισε: Ως εδώ! Αυτό δεν πρόκειται να ξαναγίνει! Αχ! στερνή μου γνώση, να σ' είχα πρώτα!
Μετά από τούτο το κακό, ο τσαλαπετεινός, άρχισε να κάνει κάθε μέρα κι από κάτι για να αντιμετωπίσει τα κακά που τον είχανε βρεί. Και δε σταμάτησε να λέει στα παιδιά του, πως η πολλή κουβέντα βλάφτει αν δεν γίνεται και η δουλειά.
Όχι πως σταμάτησε να τιτιβίζει, (πρώτα η ψυχή βγαίνει και μετά το χούι), αλλά, άρχισε να το σκέφτεται, πως δεν μπορεί να αφήνει τα πράγματα στην τύχη τους. Το κατάλαβε πολύ καλά, πως δεν μπορείς να περιμένεις από τους άλλους, να δούνε την ανάγκη σου σαν να είναι δική τους,. Γιατί, τότε, εξαρτάσαι από αυτούς και πρέπει να φοβάσαι πως θα απογοητευτείς. Εσύ μονάχα έχεις την ευθύνη να φροντίζεις για τις ανάγκες σου.
Την άλλη χρονιά, μόλις τα τσαλαπετεινάκια τελειώσανε το σχολείο, ο μπαμπάς τσαλαπετεινός (που θυμότανε τα περσινά) τα πήρε και πήγανε όλοι μαζί για να θερίσουνε και να φυλάξουνε τα γενήματα, ώστε να 'χουνε τροφή για το χειμώνα.
Τα τσαλαπετεινάκια, που είχανε περάσει ένα μαρτυρικό χειμώνα, καθώς ένιωθαν να είναι αδύναμα και να κρυώνουν από την πείνα, ήταν ευχαριστημένα για το χειμώνα που θα ερχόταν, γιατί είχαν λάβει όλα τους τα μέτρα εγκαιρα.
Σημείωση:
Για τούτη την ιστορία ο πατέρας μου αφιέρωνε ώρα αρκετή. Ωρα κατήχησης και παιδαγωγικής μυσταγωγίας.
Η μάνα μου για τη σχετική διδαχή αφιέρωνε μόλις μια φράση: αλοίμονο σ' εκείνον που τον δέρνουν δώδεκα, κι ο νούς του δεν τον δέρνει! (= αλοίμονο αν δεν μαθαίνεις από τα παθήματά σου!)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου