Σήμερα έλαβα, από πολύ μακριά, ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον μήνυμα. Ο αποστολέας, άτομο εξαιρετικά αγαπημένο. Το θέμα; Ψυχή βαθειά!
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, ΤΟ "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ" ΚΑΙ Η ΛΩΖΑΝΝΗ…
"Το 1959 μετά από αρκετά χρόνια ποιητικής σιωπής, ο Οδυσσέας Ελύτης τυπώνει το «Άξιον Εστί», που τον επόμενο χρόνο του δίνει το Α΄ Κρατικό βραβείο Ποίησης. (...)
Δέκα χρόνια μετά την έκδοση του έργου, ο ποιητής θα εμπιστευθεί στον Γ. Π. Σαββίδη κάποιες σημειώσεις που εξηγούν το πώς δημιουργήθηκε το «Αξιον Εστί».
«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα, μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του '48 με '51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί - πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος - δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα.
Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει.
Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ηταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ' άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.
Ητανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις.
Ητανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου - η πρώτη ήτανε στην Αλβανία - που έβγαινα από το ατόμό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι.
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας!
Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να 'χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε!
Κι όταν καμμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου.
Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι.
Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι και η μοιρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους - και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας.
Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου 'δωσε ένα δεύτερο εύρημα.
Να δώσω, δηλαδή, σ' αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Αξιον Εστί» (...)".
[Πηγή: os3.gr (άρθρο Μαρτίου 2006)].
Πόσο σημαντική για μας σήμερα, είναι η άποψη του ποιητή. Πόσο διδακτική, υποστηρικτική και παιδαγωγική είναι η στάση και το έργο του. Γιατί σήμερα οι εθνικές μας εμπειρίες και η σχέση με την πατρίδα μας, έχουν περάσει από πολύ διαφορετικούς δρόμους. Δρόμους χλευασμού, απαξίωσης, άρνησης της πατρίδας, της αγάπης μας γι' αυτήν και της προστασίας μας προς αυτήν.
Ο Ελύτης, με το έργο του αυτό-κι όλα τα άλλα- φαίνεται πως πολύ, πάρα πολύ, ερωτεύτηκε κι αγάπησε τούτη την πατρίδα, την ύμνησε, τη ζωγράφισε με τις γραμμές των στίχων του και τα χρώματα των λέξεών του. Κι έδειξε και σ' εμάς πώς ν' αγαπούμε και πώς να θωρούμε τις ομορφιές και τα καλέσματά της. Τη φύση, την ιστορία, την πνευματική της δημιουργία. Την θέση της στον κόσμο και την αλήθεια της μέσα στον κόσμο.
Και την έκανε, ο (κάθε) ποιητής/δημιουργός, τούτη την πατρίδα, τόσο μεγάλη, τόσο γνωστή, τραγουδισμένη, λαμπερή, τόσο μελωδική και θεατρική, που λές και τα κύματα της θάλασσας που τη ζώνουν τη σήκωσαν ως τον ουρανό, απ' όπου φαντάζει σαν έπαθλο, σαν μετάλλιο χρυσό για τον μεγαλύτερο άλτη του πνεύματος. Για κείνον που η ψυχή του αγγίζει το μεγαλείο και την ομορφιά της.
Ας είμαστε τουλάχιστον, παιδιά της. Ας την αγαπήσουμε κι εμείς, για να μας δείξει κι εκείνη την αγάπη της. Γιατί τώρα, ζητιάνα είναι, μονάχη, ρακένδυτη, περιφρονημένη, ξένη ανάμεσα σε άξενους φίλους. Στο Σταυρό, που πια δεν τον αρνείται.
Θα ξαναγίνει η Πατρίδα μας, άραγε, τόπος ζωής, δημιουργίας, ελευθερίας, πίστης, ποίησης, ονείρου και στοχασμού; Ή θα βουλιάζουμε άπραγοι, εξωνημένοι, εξανδραποδισμένοι, δούλοι μιας ανεκπλήρωτης προσδοκίας για ευζωϊα;
Εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου, πές μας, τί βλέπεις;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου