Σε μια νοσταλγική αναπόληση, προσπαθώ να μοιραστώ με το Μάκη, τα χρόνια της ζωής στην Αίγυπτο. O παππούς (ο πεθερός μου) έζησε εκεί (στην Αίγυπτο), τα ωραιότερα χρόνια της ζωής του.
Εζησε κοντά στ' αδέρφια του, κι εργάστηκε στις επιχειρήσεις τους. Εκεί, η οικογένειά τους μεγάλωσε αρκετά, αφού τ' αδέρφια του παντρεύτηκαν εκεί κι απόκτησαν παιδιά.
Ο παππούς, αγάπησε πολύ τις οικογένειες των αδελφών του. Τόσο τις νύφες, όσο και τα παιδιά τους. Κι έγινε φίλος με τους νέους εξ αγχιστείας συγγενείς. Ομως είχε και αδυναμίες, ο παππούς. Η μεγάλη του αδυναμία ήταν ο Μάκης, ο γιός του Κώστα και της πανέμορφης Καλλιόπης. Αυτοί οι δυό ανέπτυξαν μια τόσο αγαπητική σχέση, που θά 'λεγες πως ήταν πατέρας και γιός.
Όταν μιλούσε για τον Μάκη, χρόνια πολλά μετά (και μ' ένα δικό του Μάκη ακόμη), ένα χαμόγελο φώτιζε το πρόσωπό του και τό 'βλεπες πως συντρέχανε μνήμες παιχνιδιού, χαράς, αγάπης κι ανεμελιάς. Το ίδιο κι ο Μάκης, κάθε φορά που λέει τ' όνομα του θείου του, σε ένα αμοιβαίο αγάπης δόσιμο, τρυφερεύει η φωνή του κι οι αναμνήσεις γλυκαίνουν το χρόνο που έφυγε.
Ο πεθερός μου, έφυγε από την Αίγυπτο το 1952, σε μια επίσκεψη να ιδεί τους γέροντες γονείς του, κι έμεινε. Τότε οι δυο αγαπημένοι, θείος κι ανεψιός, χωρίσανε, αλλά δεν πάψανε ποτέ να είναι πολύ κοντά...
Μια σειρά από καρτ-ποστάλ από την Αίγυπτο έγινε η αφορμή τούτης της μνήμης.
Ο Μάκης θυμάται...
«Γεννήθηκα στο Κάϊρο, κι ήμουν τριών ετών σαν πήγαμε στο Port Said. Εκεί μείναμε μέχρι που έγινα 15. Το 1958 έφυγα δια παντός, για την Αθήνα, και δεν ξαναπήγα ποτέ στην Αίγυπτο.
Από το Port Said θυμάμαι αρκετά πράγματα. ...Το κτίριο του Ελληνικού Ναυτικού Ομίλου... μαθαίνω ότι υπάρχει ακόμη, αλλά δεν υπάρχουν πιά Ελληνες εκεί. Από τους 8000, Έλληνες και Κυπρίους (7000 και 1000 αντιστοίχως) τότε, έμειναν σήμερα μονάχα 10!
Η Ελληνική Εκκλησία του Port Said, είναι μιά από τις μεγαλύτερες της Ορθοδοξίας. Σήμερα παραμένει κλειστή και ευτυχώς την προστατεύει το Αιγυπτιακό κράτος. Μιά-δυό φορές τον χρόνο, έρχεται παππάς από το Κάϊρο και λειτουργεί. Το πλήρωμα είναι πια εξαιρετικά μικρό και συμμετέχουν και κάποιοι κόπτες.
Το Ελληνικό Σχολείο, στην εποχή μου είχε -στο εξατάξιο Δημοτικό και στο εξατάξιο Γυμνάσιο- γύρω στα 400 παιδιά. Σήμερα είναι κλειστό. Εκκλησία και Σχολείο ήταν ιδιόκτητα της Ελληνικής Κοινότητας της πόλης. Τώρα δεν υπάρχει καν κοινότητα και δεν νομίζω να είναι πια Ελληνικά τα κτίρια. Πάντως, και το σχολείο διατηρείται, αλλά είναι σε άσχημη κατάτασταση. Αλλωστε είναι ένα κτίριο περίπου 120 ετών παλιό. Μόνον οι παλιές ένδοξες αναμνήσεις υπάρχουν.
Επίσης υπήρχαν τρεις Ελληνικές Τράπεζες και το Προξενείο ήταν εξαιρετικά ενεργό. Σήμερα δεν υπάρχει τίποτε απ'αυτά.
Σχεδόν όλα τα εμπορικά καταστήματα την εποχή 1930 - 1960 στην Ευρωπαϊκή συνοικία ανήκαν σε Ελληνες. Οπως επίσης οι περισσότεροι κινηματογράφοι και τα περισσότερα καφενεία και ξενοδοχεία. Ακόμα το 1/3 περίπου των Ελλήνων και Κυπρίων κατοίκων της πόλης ήταν υπάλληλοι της Εταιρείας της Διώρυγας του Σουέζ. Από απλοί εργάτες, διοικητικοί υπάλληλοι μέχρι πιλότοι των πλοίων που περνούσαν από την διώρυγα. Η πόλη είχε την εποχή μου 10 Ελληνες γιατρούς όλων των ειδικοτήτων, καθώς και τον μοναδικό μικροβιολόγο που ήταν πάλι Ελληνας, από την Λέρο, του οποίου η γυναίκα ήταν συγγενής με την μητέρα μου. Επίσης είχαμε δικό μας κοιμητήριο αποκλειστικά για Ελληνες.
Άσβεστες μένουν οι αναμνήσεις που μου άφησε ο πόλεμος του Σουέζ μεταξύ Αιγυπτίων και Αγγλο-Γάλλων και Ισραηλινών, το 1956. Ημουν τότε 13 έτών. Ζήσαμε τότε αεροπορικούς και ναυτικούς βομβαρδισμούς, μάχες μέσα στην πόλη, κατοχή περίπου δύο μηνών, κατ'οίκον περιορισμούς, κλειστά μαγαζιά και κλειστές τράπεζες, έλλειψη τροφίμων και χρημάτων, κινδύνους από την αντίσταση κτλ. και τελικά όλα τα γεγονότα που συνοδεύουν μία απελευθέρωση, όπου κανείς φοβάται την έλλειψη τάξης τις πρώτες ημέρες και τις αντεκδικήσεις.
Στρατιωτικά, οι Αιγύπτοι έχασαν κατά κράτος, αλλά τελικά κέρδισαν διπλωματικά, και οι δυο μεγάλες χώρες, η Βρετανία και η Γαλλία, υπέστησαν μια από τις μεγαλύτερες ήττες τους. Η Βρετανία μετά από αυτόν τον πόλεμο έπαψε να είναι μεγάλη δύναμη, και μ'αυτόν άρχισε το ξήλωμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, που ολοκληρώθηκε πλήρως το 1969.
Οι Ελληνες εν γένει κράτησαν καλή στάση έναντι των Αιγυπτίων, και γιατί δεν το έκανε η καρδιά τους να πάνε απροκάλυπτα με τον εχθρό της χώρας που τους έδωσε βάση επιχειρήσεων και ζωής, αλλά και εξ αιτίας του Κυπριακού ζητήματος, που τότε ήταν σε αναβρασμό . Πολλοί σιωπηλά εύχονταν να επικρατήσουν οι Αγγλο-Γάλλοι. Η γιαγιά μου και εγώ υποστηρίζαμε ανοιχτά τους Αιγύπτιους. Μάλιστα η γιαγιά μου, τον sir Anthony Eden, τον πρωθυπουργό της Βρετανίας, τον αποκαλούσε ο "Λωλαντώνης", κι έκανε τους υποστηρικτές των Αγγλων να συγχύζονται και να εκνευρίζονται μαζί της.
Ο θείος μου ο Άγγελος που ήταν κι αυτός επιχειρηματίας, όπως και ο πατέρας μου, αγνόησαν τις διαταγές των κατακτητών και δεν άνοιξαν τα καταστήματά τους, ως συμπαράσταση προς τους Αιγυπτίους. Τον Άγγελο, ως ένα εκ των μεγαλυτέρων εμπόρων της πόλεως, τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν μαζί με δύο άλλους Αιγυπτίους εμπόρους σε μιά βίλλα, και γι' αυτό οι Αιγύπτιοι τον ηρωποίησαν.
Ετούτος ο πόλεμος ήταν και η αρχή του τέλους για όλους τους Ελληνες της Αιγύπτου. Από τότε άρχισαν να φεύγουν κατά κύματα, είτε επαναπατριζόμενοι στην Ελλάδα και την Κύπρο, είτε πηγαίνοντας στην Αυστραλία, την τότε Ροδεσία και την Νότιο Αφρική.
Μέχρι το 1960 είχαν φύγει σχεδόν όλοι. Εμείς, φύγαμε το 1958. Ο θείος ο Άγγελος από τους τελευταίους, στα 1962, έχοντας κατορθώσει, λόγω και της ηρωποιήσεώς του από τον πόλεμο, αλλά και των ικανοτήτων του, να σώσει, νομίμως, μεγάλο μέρος της περιουσίας του και να το φέρει εδώ...».
Πάντα οι κατακτήσεις, οι εισβολές και η κυριαρχία των μεν επί των δέ, θα δημιουργούν προβλήματα στον κόσμο. Στον κόσμο που θέλει να ζήσει και να δημιουργήσει.
Σήμερα όμως η κατάκτηση και η εισβολή δεν γίνεται πια μόνο με τα όπλα και με τη στρατιωτική δύναμη, γίνεται και με τους εξουθενωτικούς δανεισμούς....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου