Η ιστορία τούτη βρέθηκε δημοσιευμένη εδώ. Η ομορφιά της μ' έκανε να τη μεταφέρω σ'αυτήν τη στήλη, για να μην την ξεχάσω, αλλά και για να την μοιραστώ με φίλους, όσο περισσότερους γίνεται. Σας την μεταφέρω, όπως την ένιωσα διαβάζοντάς την!
«Σύμφωνα με δημοσιεύματα (ενωρίτερα αυτή την εβδομάδα) του Gadling η Ελληνική Κυβέρνηση ανήγγειλε πρόσφατα ότι είχε προϋπολογίσει 2 εκατομμύρια δολλάρια για την συντήρηση του αρχαίου θεάτρου , στο ιερό νησί της Δήλου. Αυτή η καλοδεχούμενη αναγγελία –κάτι σπάνια καλό προερχόμενο από αυτή την πολύπαθη χώρα την οποία αγαπώ –με επηρέασε πάρα πολύ- γιατί μια από τις πιο μαγευτικές εμπειρίες μου στην πρώιμη ταξιδιωτική μου ζωή την είχα στη Δήλο. Διαβάζοντας για το Θέατρο και την ιστορία της νήσου, ξανάζησα αυτή τη μοναδική εμπειρία, και σκέφτηκα να αναζητήσω στα γραπτά και τα σημειωματάριά μου ένα άρθρο, που έγραψα αμέσως μόλις επέστρεψα από την επίσκεψή μου στη Δήλο, πριν από καμμιά τριανταριά χρόνια. Σας το παρουσιάζω εδώ, όχι βέβαια σαν οδηγό ξενάγησης για τη σημερινή κατάσταση του τόπου –δεν ξαναγύρισα ποτέ- αλλά περισσότερο, σαν ένα φλας-μπακ στο πνεύμα του ταξιδιού, και σαν τιμή στους αλησμόνητους δεσμούς που καμμιά φορά ένα τέτοιο ταξίδι μπορεί να σφυρηλατήσει.
Δεν υπάρχουν ταβέρνες, ούτε ντισκοτέκ, ούτε σκάφη αναψυχής αγκυροβολημένα ούτε εκκλησιές, μύλοι ή κοπάδια κατσικιών. Η Δήλος, τρία μίλια μήκος και λιγότερο από ένα μίλι πλάτος, είναι κατάξερη, βραχώδες νησί ερειπίων, απέχει μόνο 14 μίλια από τη Μύκονο, το αιγαιοπελαγίτικο τουριστικό στέκι «of the international vagabonderie». Η Δήλος, που ήταν κάποτε το κέντρο του ελληνισμού, μένει ακατοίκητη από τον 1ο αι. μ. Χ., σε εκπλήρωση χρησμού του μαντείου των Δελφών ότι «άνθρωπος δεν θα γεννηθεί, ούτε θα αρρωστήσει, ούτε το θάνατο θα συναντήσει στο ιερό νησί».
Βρέθηκα στη Δήλο όταν επισκέφτηκα για πρώτη φορά την Ελλάδα. Μετά από τρείς κουραστικές μέρες στην περιήγηση της Αθήνας, πεζή, με λεωφορεία και με ταξί, οι συνταξιδιώτες μου κι εγώ επιθυμούσαμε πια ν’ανοιχτούμε στις θάλασσες και να βρεθούμε σ’ερημικές παραλίες. Διαλέξαμε τη Μύκονο, με την υπόδειξη ενός φίλου, που μας συμβούλεψε αφού βαρεθούμε τον ωραίο κόσμο, να κάναμε κι ένα ταξιδάκι μέχρι τη Δήλο.
Φτάνοντας στη Μύκονο, μάθαμε ότι για λιγότερο από τρία δολλάρια θα μπορούσαμε να πάρουμε ένα ψαροκάικο για τη Δήλο (όπου το λιμάνι είναι πολύ ρηχό για κρουαζερόπλοια) κάθε πρωί στις οχτώ με επιστροφή/και να επιστρέψουμε στη Μύκονο στη μία το μεσημέρι της ίδιας μέρας. Το πρωί της 4ης μέρας μας στη Μύκονο αγνοήσαμε τη φουσκοθαλασσιά και τη δυσοίωνη συννεφιά και επιβιβαστήκαμε σ’ένα παλιό ξεφλουδισμένο σκαρί που μύριζε ψαρίλα. Μαζί με μια ντουζίνα άλλους τουρίστες, στοιβαχτήκαμε στη στενή καμπίνα του πλοίου, που ήταν κιόλας γεμάτη απ’ τις άγκυρες, τα κουπιά και ξύλινα καφάσια με άγνωστο περιεχόμενο. Κάποια στιγμή, στη διάρκεια του 45λεπτου ταξιδιού το ανεβοκατέβασμα των κυμάτων έγινε πολύ ενοχλητικό για κάποιους από τους επιβάτες και βγήκα έξω να με χτυπήσει η αρμύρα της θάλασσας. Καθώς περνούσαμε από τη Ρήνεια, το ηφαιστειογενές νησάκι που μοιάζει με κάλλο, και σχηματίζει φυσικό κυματοθραύστη μαζί με τη Δήλο, ο ουρανός καθάρισε κι οι ψαράδες που είχαν πιάσει στην αποβάθρα της Δήλου μας χαιρέτισαν στο δειλινό φώς.
Στο τέρμα της αποβάθρας ένας άνδρας με άσπρο μουστάκι με ναυτικό μπλέ μπερέ και ένα ξεθωριασμένο μαύρο παντελόνι, χαιρέτισε καθέναν από μας «περιοδεία στη Δήλο! Ξεναγός για τα ερείπια!»|. Λίγο πιο κάτω ένα αγόρι έτρεξε καταπάνω μας, σπρώχνοντας με χέρια και με πόδια, και μας είπε εμπιστευτικά και χαμηλόφωνα «θα σας ξεναγήσω καλύτερα και φθηνότερα»|.
Είχα διαβάσει το Δελφικό χρησμό την προηγούμενη νύχτα και απορούσα τι να έκαναν άραγε αυτοί οι άνθρωποι στο νησί. Ρώτησα το αγόρι και μου έδειξε ένα συγκρότημα σπιτιών, σ’ένα βουναλάκι, κανένα χιλιόμετρο μακριά. «Ζω εκεί. Με την οικογένειά μου».
Με την πρώτη ματιά η Δήλος φαινόταν η πεμπτουσία του ερειπίου: Σπασμένα κομμάτια από αγάλματα, βάθρα, ραγισμένες αψίδες και μεμονωμένοι όρθιοι τοίχοι. Τίποτε ζωντανό, αλλά ο ήλιος φώτιζε τα αρχαιολογικά λείψανα σαν λέπια σκορπισμένα σε μια μεγάλη πισίνα.
Κάποιες άλλες κινήσεις ζωντάνεψαν μπροστά μας μονομιάς τα δρομάκια και τους ναούς. Ο μύθος λέει ότι η Δήλος ήταν κάποτε εμπορικό κέντρο, όταν η Λητώ, η ερωμένη του Δία, κατέφθασε εδώ κοιλοπονώντας. Ο Ποσειδών αγκύρωσε το νησί στη σημερινή του θέση, όταν η Λητώ γέννησε την Άρτεμη και τον Απόλλωνα, τον Έλληνα Θεό του Ήλιου και προστάτη του φωτός και των τεχνών. Ο Απόλλων έμελλε να γίνει ο περισσότερο τιμώμενος του ελληνικού 12θεου, και η θρησκευτική αφοσίωση μαζί με την κεντρική και προστατευόμενη θέση της Δήλου, την καθιέρωσαν σαν το ακμαιότερο κέντρο του θρησκευτικού και εμπορικού Μεσογειακού κόσμου, το σπουδαιότερο μιας αυτοκρατορίας που εκτεινόταν από την Ιταλία μέχρι τη Μικρά Ασία.
Περιφερόμενοι στα ερείπια αυτής της κάποτε αειθαλούς πολιτείας, βρήκαμε ναούς απλούς και περίτεχνους, ελληνικούς και ξένους, συγκροτήματα αγορών, κρηπίδες με βάθρα όπου κάποτε ήσαν τοποθετημένα αγάλματα και τώρα πια ήταν καλυμμένα με παπαρούνες. Ένα αμφιθέατρο με ακέραια μωσαϊκά που απεικόνιζαν ηθοποιούς, και συμβολικά ζώα και ψάρια. Μια ξεραμένη λίμνη που περιβάλλόταν από φοίνικες. Ένα στάδιο και ένα γυμνάσιο. Αποθήκες και πρασιές στην προκυμαία. Κι ένα αρχαίο προάστιο, όπου ζούσαν κάποτε έμποροι και ναυτικοί: το φάντασμα μιας ελληνιστικής μητρόπολης.
Στις 12:45 ο καπετάνιος του ψαροκάϊκου εμφανίστηκε στο τέρμα της αποβάθρας και σφύριξε μια, δυο, τρείς φορές και μετά μας έκανε νόημα με τα χέρια του. Επανέλαβε το σινιάλο στις 12:50 και στις 12:55. Ο φίλος μου έφυγε, αλλά κάτι σχετικά μ’ αυτά τα εγκαταλελειμμένα ερείπια με κράτησε, κι αποφάσισα να περάσω τη νύχτα μου στο νησί. Κοίταξα από την κορυφή του όρους Κύνθος, το μοναδικό λόφο, καθώς το πλοίο απομακρυνόταν προς τα βουνά της Μυκόνου, νοτιοανατολικά στον ορίζοντα. Κοιτάζοντας γύρω μου ένιωσα ότι βρίσκομαι στο κέντρο των Κυκλάδων: προς το βορά η Τήνος, βοριοδυτικά η Άνδρος, μετά η Σύρος, η Σίφνος, η Πάρος, και η Νάξος και κάτω από αυτές η Μήλος και η Ίος, όλες δεμένες στο ιερό άρμα του Θεού Ήλιου.
Από κάτω μου, τα ερείπια απολύτως έρημα, φεγγοβολούσαν σιωπηρά στο μεσημεριανό ήλιο. Μια σαύρα γλίστρισε πάνω στη μπότα μου. Το καραβάκι έπλεε μακριά. Το αεράκι φύσηξε. Σταγόνες ιδρώτα άρχισαν να στάζουν από το μέτωπό μου.
Κατηφόρισα από το λόφο για τη σκιά στο τουριστικό περίπτερο τη μόνη τουριστική διευκόλυνση (εκτός από ένα μουσείο τριών αιθουσών) στο νησί. Μπήκα μέσα και ζήτησα από τον μαγαζάτορα έναν μεγαλόσωμο ναυτικό με μουστάκι που θύμιζε Ζορμπά, τι έχει για μεσημεριανό. Με κοίταξε έκπληκτος που ξέμεινα.
"΄Εχασες το καίκι;"
"Όχι , ήθελα να μείνω τη νύχτα εδώ."
"A," Κοίταξε κάτω από μένα, προς τα απαστράπτοντα καυτά ερείπια. "Έχουμε ρύζι, κρέας και σαλάτες."
"Έχετε κανένα ψάρι;"
"Ψάρι; Ναί."
Με οδήγησε στο πίσω δωμάτιο άνοιξε ένα καφάσι, και πήρε μέσα από αυτό πέντε διαφορετικά ψάρια, που ήταν τυλιγμένα σε πάγο.
"ποιο θέλεις;" έδειξα το ένα.
"ποτό;?"
"Μια μπύρα , παρακαλώ."
Μου ένευσε, έδειξε προς τα έξω την πόρτα για την ταράτσα με καρέκλες και τραπέζια σκορπισμένα σα χορευτές σε ντισκοτέκ στη Μύκονο και είπε "καθήστε, παρακαλώ", κατευθύνοντάς με σε μια καρέκλα.
Η ζέστη στον αέρα, κρεμόταν σαν κουρτίνα με τις πτυχές της, πάνω στους κίονες και τα βάθρα τυλίγοντας τους φοίνικες και τις καλαμιές. Κάπου – κάπου μια ανοιχτόχρωμη καφέ σαύρα γλιστρούσε από τη μια σκιά στην άλλη. Ο ιδιοκτήτης μεζεδοπωλείου έβγαινε από την κουζίνα στην ταράτσα σαν κάποιος που ποτέ δεν περίμενε ούτε ανησυχούσε για το χρόνο, καθαρίζοντας τα τραπέζια φέρνοντας ένα ποτήρι κρύα μπύρα, μετά το ψάρι, τηγανητές πατάτες και ντοματοσαλάτα.
Αργά, δυο ηλικιωμένοι άνδρες όμοια ντυμένοι, όπως αυτοί που μας χαιρέτισαν το πρωϊ ήρθαν, κουβαλώντας δυο κουβάδες με νερό. Ο ένας μπήκε μέσα και άρχισε να μιλάει δυνατά με τον ιδιοκτήτη. Ο άλλος, κάθισε στο περβάζι της ταράτσας, βούτηξε τα ροζιασμένα χέρια του κι έβγαλε έξω ένα ασπρόμαυρο χταπόδι. Το κύλησε σ’ ένα άσπρο γαλακτώδες υγρό από τον άλλο κουβά, στρίβοντας και χτυπώντας τα πλοκάμια του πάνω στο τσιμέντο μέχρι που (θεώρησε ότι ) το καθάρισε. Μετά, το άφησε στην άκρη (βούτηξε ξανά στον κουβά) και πήρε ένα άλλο γλιστερό ζωντανό. Καθάρισε πέντε χταπόδια συνολικά, και τ’ άφησε στον ήλιο να στεγνώνουν, με τα πλοκάμια τους να σπαρταράνε και τις βεντούζες τους να ζαρώνουν.
Στις 4 μ.μ. ακούστηκε ένας κόκκορας. Τι κάνει αυτός εδώ; Αναρωτήθηκα. Και το άλλο, γιατί αυτός λαλεί στις 4 μ.μ.; Το λάλημα του πετεινού έσπασε τη σιωπή με μια απόκοσμη εξαγγελία. Κοίταξα τα μπουκάλια, τις καρέκλες, τα τραπέζια, κι άκουσα τις καθησυχαστικές κουβέντες από μέσα. Κάτω και πέρα από την ταράτσα στο φώς και στην καρδιά μου, ένας άλλος κόσμος υπήρχε.
Μια ώρα αργότερα περπατούσα, ανάμεσα στα ερείπια, στη φαρδιά κεντρική λεωφόρο (την Ιερά Οδό), προς την προκυμαία, την περιοχή του Θεάτρου και τους ναούς στο λόφο. Στο διάβα μου συνάντησα κίονες με ραβδώσεις, χαραγμένους με περίπλοκα σύμβολα, χωρίς διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις. (Συνάντησα) βωμούς θυσιαστηρίων, μεγάλες στέρνες για την αποθήκευση του νερού της βροχής και του λαδιού, και εκτεταμένα δάπεδα που οριοθετούσαν αίθουσες συναντήσεων και αγορών δίπλα στα αγκυροβόλια. Εξερεύνησα τα χαλάσματα ιδιωτικών κατοικιών, περνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο, προσπαθώντας να καταλάβω πού μαγείρευαν, πού έτρωγαν και πού κοιμώνταν οι κάτοικοί τους, ξυπνούσα από το ονειροπόλημά μου από τους ιστούς καμμιάς αράχνης, ή την ουρά καμμιάς σαύρας. Καθώς περπατούσα και ο δύων ήλιος φώτιζε τις αίθουσες και τους τοίχους με ένα πορτοκαλοκόκκινο φώς, τα ερείπια φαίνονταν να παίρνουν από μόνα τους μια παράξενη ζωντάνια.
Αυτό που είχε γίνει απόκοσμη μοναξιά έγινε μεμιάς απόλυτη αιωνιότητα, μια αίσθηση κοινωνίας με άλλους κόσμους και άλλες εποχές. Με τις μπότες μου βάδισα σε δρόμους που σανδάλια είχαν πατήσει. Τα χέρια μου άγγιξαν τα μάρμαρα που άλλα χέρια είχαν πιάσει. Όταν έφτασα στα μωσαϊκά, αυτά μου φαίνονταν ζωντανές παραστάσεις, με τις πρασινομάτες τίγρεις και τα θαλασσιά δελφίνια, τα λουλούδια με κάθε σχήμα και κάθε χρώμα, ίδια για μένα όπως και για τους αμέτρητους εμπόρους και καλλιτέχνες που τα είχαν θαυμάσει αιώνες πρίν. Συνέχισα μέχρι επάνω στο λόφο, προς τους ναούς των συριακών, των αιγυπτίων καθώς και των ελλήνων θεών και αναλογίστηκα πόσο πολλούς διαφορετικούς πολιτισμούς είχα συναντήσει σ’ αυτή εδώ κάτω τη σιωπηλή κοιλάδα.
Ενώ καθόμουν στο ναό των αιγυπτίων θεών, εμφανίστηκε μια φιγούρα που ανέβαινε στο λόφο προς το μέρος που ήμουν εγώ. Δεν ήταν ο ιδιοκτήτης του εντευκτηρίου ούτε κάποιος από τουτς ψαράδες που είχα συναντήσει νωρίτερα. Αυτός ήταν ένας άνδρας με σόρτς κι ένα αμερικάνικο μπλουζάκι μ’ ένα σακίδιο κι ένα μπαστούνι. Ανταλλάξαμε χαιρετισμό και βιαστικές ματιές μέχρις ότου αυτός ήρθε κοντά και κάθισε δίπλα μου.
"Είσαι εγγλέζος;"
"Αμερικάνος"
"Α, καλά", είπε και μού ‘δωσε το χέρι.
Ήταν Φυσικός, από την Ουγγαρία, με άδεια για δυο βδομάδες, εργαζόταν σ’ένα κρατικό ερευνητικό πρόγραμμα. «Έχω συγκεντρώσει τα έξοδά μου γι’ αυτό το ταξίδι» μου είπε, «δεν είναι θαυμάσιο; Χτές παρατήρησα όλα τα ερείπια από εδώ» μου έδειξε με το χέρι του προς το στάδιο μέχρι την άκρη της κοιλάδας «μέχρι εδώ. Σήμερα έχω κάνει το γύρο της νήσου» σταμάτησε για να πάρει ανάσα, τα μάγουλά του (ήταν) γκρίζα σαν τις πέτρες που καθόμαστε. «Δεν υπάρχουν πολλά ακόμη να ιδώ».
Τα βουνά βάφονταν μώβ πάνω από τα κατακόκκινα νερά. Τα αρχαία χάνονταν σιγά-σιγά στο ηλιοβασίλεμα. Ήθελα να εξερευνήσω κι άλλα πριν πέσει στο σκοτάδι, κι έτσι συμφωνήσαμε να φάμε μαζί για βράδυ.
Όταν έφτασα στο περίπτερο, ο ιδιοκτήτης με χαιρέτησε σαν ένα παλιό χαμένο φίλο κι έφερε έξω τρία ποτήρια και ένα μπουκάλι ούζο «να πιούμε». Ο ούγγρος εμφανίστηκε από μια άλλη πόρτα, που καθώς έμαθα αργότερα οδηγούσε στον ξενώνα του περιπτέρου, που γινόταν άριστο κατάλυμα μ’ένα στρώμα και νιπτήρα. Τελειώσαμε το ένα μπουκάλι κι αρχίσαμε ένα άλλο, μιλώντας ελληνικά, ιταλικά, γαλλικά, γερμανικά και αγγλικά, για όλα, και γρήγορα για τίποτα. Όταν η μια γλώσσα αποτύγχανε, πιάναμε μια άλλη, μέχρι που όλοι μας μιλούσαμε τη διεθνώς γνωστή γλώσσα του σώματος.
Σε καμμιά-δυο ώρες ο ιδιοκτήτης μας ετοίμασε φαγοπότι με ψάρι, αρνί, τηγανητές πατάτες, ρύζι, ντομάτες και αγγούρια, με μπακλαβά και ρυζόγαλο για επιδόρπιο. Καθώς τρώγαμε ο Φυσικός κι εγώ συζητούσαμε. Έμαθα ότι το συγκρότημα των σπιτιών που είχα ιδεί νωρίτερα είχε ανεγερθεί από την Γαλλική Σχολή Κλασσικών Σπουδών, όταν έκανε τις ανασκαφές στη Δήλο το 1950 – 1960. Όταν και ο τελευταίος αρχαιολόγος έφυγε, ο διευθυντής του μουσείου, μετακόμισε εκεί με την οικογένειά του. Ο γιός του ήταν που συνάτησα αυτό το πρωϊ. Ο ηλικιωμένος που είχε χαιρετίσει την άφιξή μας ήταν ένας ψαράς από την περιοχή, που γινόταν ξεναγός, όταν δεν είχε ψάρεμα.
Όταν τελειώσαμε και το τρίτο μπουκάλι, προσφορά του καταστήματος, νόστιμο ρετσινάτο κρασί, ήπιαμε για καληνύχτα ένα βαρύ ελληνικό καφέ. Μετά ο Φυσικός πήγε για ύπνο στο δωμάτιό του ενώ τον ακολουθούσε η γυναίκα του ιδιοκτήτη κρατώντας ένα κανάτι κρύο νερό για (να το χρησιμοποιήσει) το πρωϊ. Ταξίδευα με κάποια εφόδια και όταν ο ιδιοκτήτης μου προσέφερε ένα δωμάτιο με 30 δραχμές (λιγότερο από ένα δολλάριο,) στη μισή τιμή από εκείνη του ξενώνα, ευχαρίστως δέχτηκα.
Ανέβηκα από τα τσιμεντένια σκαλιά στο 2ο όροφο, (και βρέθηκα) σε μια τσιμεντένια ταράτσα, με ψηλό περβάζι, σαν μεσαιωνικό φρούριο με τοίχο. Τ’ αστέρια λαμποκοπούσαν σαν νυχτερινός καθρέφτης των μαρμάρινων ερειπίων. Χώθηκα στον υπνόσακό μου σε μια προστατευμένη γωνιά, ευελπιστώντας ότι οι σαύρες δεν θα μπορούσαν να με βρουν σε τέτοιο ύψος και έψαξα στα πράγματά μου για σαπούνι, οδοντόκρεμα και οδοντόβουρτσα..
"Χρειάζεσαι αυτό;" Ο Φυσικός μου έδειξε το φακό του. "ήρθα να σου ειπώ να βιαστείς με την τουαλέτα σου, γιατί ο ιδιοκτήτης θέλει να κλείσει το ηλεκτρικό."
Αφού πλύθηκα και βούρτσισα τα δόντια μου τρέκλισα πίσω στα σκαλιά για το κρεβάτι μου, κι άκουσα βήματα, δυνατές φωνές μπροστά και πίσω, μέσα στο σκοτάδι και τα φώτα άναψαν.
Τα βήματα επέστρεψαν, μια πόρτα έτριξε και βρόντηξε κλείνοντας, καρέκλες σύρονταν. Μετά όλα ήταν σιωπηλά, Ούτε ήχοι μηχανής, ανθρώπων ή ζώων. Απόλυτη σιωπή. Είμαι ξαπλωμένος μέσα στον υπνόσακό μου και τα ερείπια κυριαρχούν στα όνειρά μου, οι παλιο-σαύρες να σέρνονται πάνω στις πέτρες, η γλυκειά ηρεμία του μαρμάρου στο ηλιοβασίλεμμα, (ενώ) το ελαφρό άρωμα της παπαρούνας έρρεε στις ραβδώσεις των λευκών θραυσμάτων.
Οι ακτίνες του ήλιου με ξύπνησαν. Γύρισα να ιδώ το ρολόι μου και με διέκοψε μια μαύρη γατούλα που είχε φωλιάσει χαμηλά, στα πόδια μου. Κι εγώ με τη σειρά μου κούνησα το ζαλισμένο μου κεφάλι (από το ούζο και τη ρετσίνα που είχαπιεί), και πλησίασα όσο πιο κοντά μπορούσα στη σκιά του τοίχου. Στις 6.45 τράβηξα την πετσέτα μου πάνω στο κεφάλι μου και προσπάθησα εις μάτην να φανταστώ το βραδινό αεράκι. Η γατούλα νιαούρισε με τον τρόπο της κάτω από την πετσέτα μου, κι άρχισε να με γλείφει στο μάγουλο, σαν να βρήκε ένα μπώλ με γάλα.
Κατέβηκα τα σκαλιά και πλύθηκα με το χλιαρό νερό της βρύσης νερό μέχρι που επί τέλους ένιωσα ικανός να στέκομαι στα πόδια μου. Πίσω από το περίπτερο μια απλώστρα ήταν στερεωμένη σε μια σκουριασμένη γεννήτρια. Κότες κορδώνονταν μέσα στο κοτέτσι, στο σπίτι του διευθυντή. Η Ρήνεια πρόβαλε μέσα από την πρωινή αχλύ.
Και πάλι περιπλανήθκα ανάμεσα στα ερείπια, που τά 'βλεπα διαφορετικά τώρα, λαμπερά στο φώς της μέρας και (με το μυαλό) στο ότι έπρεπε να φύγω. Άλλοι τουρίστες θα έρχονταν στη Δήλο, κι εγώ θα πήγαινα στη Μύκονο. Πήραμε πρωϊνό μαζί με τον Φυσικό, μετά περπατήσαμε πίσω στην Ιερά Λίμνη και την αγορά μέχρι την περιοχή των λεόντων. Στεκόμενοι ανάμεσα στους πέντε λέοντες της Δήλου, που κατασκευάσθηκαν το 7ο αι. π.Χ. για να προστατέψουν τη νήσο από τους εισβολείς, κοίταξα πάνω από τους ερειπωμένους τοίχους και τους μικρούς κίονες, προς τους ναούς στο λόφο.
Σαν οδηγοί οι ναοί αυτοί κατευθύνουν την πορεία των τουριστών που επισκέπτονται το νησί έχοντας το νού τους να αποτυπώσουν την ανάμνηση αυτή στις κάμερες και στους ταξιδιωτικούς οδηγούς που κουβαλάνε μαζί τους.
Καθώς το καραβάκι πλησίαζε ένας σκυφτός ναυτικός με μπλέ μπερέ, έτρεξε βιαστικά προς το ντόκο, κι ένα αγόρι με κοντά παντελόνια έτρεξε έξω από του διευθυντή το σπίτι, πίσω από τον ούγγρο, πίσω από μένα, και μέσα στα ερείπια».