Εκεί στο χαγιάτι το ξύλινο, με τη μεγάλη σκεπή, πόσες φορές δεν κάθισα αγναντεύοντας τον Ευρώτα, καθώς κατεβαίνει μέχρι τη θάλασσα, και τον Ταύγετο, βλοσυρό κάτω από το συννεφιασμένο ουρανό, ή ολόφωτο και χαρούμενο κάτω από το λαμπερό ήλιο, ή τον κάτασπρο χιονένιο σκούφο του!
Εκεί ήταν το πατρικό της μάνας μου. Πηγαίναμε συχνά τις Κυριακές, για να επισκεφτούμε την αδερφή της και την οικογένειά της. Πότε εμείς εκεί, στον Αη-Γιώργη, στο βουνό, πότε εκείνοι σ' εμάς. Στον κάμπο, στο Έλος.
Εκεί θυμάμαι, Κυριακές, με τις ξαδέρφες μου και τις αδερφές μου, να παίζουμε και να χαιρόμαστε τη συντροφιά μας.
Σε τέτοιες συναντήσεις, οι νοικοκυρές ετοιμάζονταν από την προηγουμένη: Με τόσα παιδιά στα πόδια τους, θά 'πρεπε να 'χουν ό,τι ζητήσει η όρεξη και το γούστο μας, για να περάσουμε όλοι καλά: πίτες, γλυκά, κουλουράκια, παξιμάδια, φαγητά, φρούτα. Τα τρώγαμε όλα. Ρίχναμε έξω όλες τις προβλέψεις.
Γιατί... ο Θεός ευλογάει μόνο τα πολλά χέρια, κι όχι τα πολλά στόματα...
Τα πολλά στόματα πρέπει να είναι γλυκομίλητα. Κι εμείς, ήμασταν όλοι, χαρούμενοι κι ευτυχείς, κι η χαρά μας φαινόταν στο παιχνίδι, στο γέλιο και στο φαγητό μας. Κι οι μικροκαυγάδες του παιχνιδιού κι οι αντιζηλίες της στιγμής, δε σκότιζαν την ευτυχία μας. Πόσο ξέγνοιαστα χρόνια, αλήθεια!
Εκεί περνούσαμε τη μέρα μας, παίζοντας με τις κούκλες μας, λύνοντας αινίγματα, απαγγέλλοντας ποιήματα και τραγουδώντας, κάναμε επιδείξεις ανάγνωσης οι μικροί, κι είπαμε (τόσο αδέξια κι αστεία!) τα πρώτα μας παραμύθια, παίξαμε πεντόβολα, κυνηγητό, κρυφτό.
Κι είχε ετούτος ο τόπος, μέρη πάμπολλα για κρυφτείς: Κάτω από το χαγιάτι, πίσω από το σπίτι, πίσω από τη μεγάλη συνοριακή φραγκοσυκιά, πίσω από το φούρνο, από πάνω- στον «άγριο τόπο»- με τις φραγκοσυκιές, και τ' άλλα τ' άγρια φυτρώματα στο βουνό.
Σ' ετούτες τις Κυριακάτικες συναντήσεις μας μαζευόμασταν συνήθως πολλές γυναίκες. Πολλές. Η αδερφή της μάνας μου, η θειά-Αθηνά, με τις δυό της κόρες, η γειτόνισσα (και νέα συγγένισσα της μάνας μου -ξαδέρφη από τον Πατέρα μου) η θεια-Αθηνούλα, με την κόρη και την πεθερά της. Εμείς, πέντε με τη μάνα μου, κι όσες γειτόνισσες «ζηλεύανε» την παρέα μας έρχονταν κι αυτές.
Αυτό το σπίτι, ιστορικά, ήτανε τόπος συνάντησης κι αγάπης. Ήτανε σπίτι της αγάπης και του γέλιου, του χορού, της δημιουργίας, της εργασίας, της αλληλεγγύης και της σύμπνοιας. Από εδώ η γιαγιά μου η Ευτυχούλα, παράστεκε -έχοντας και μικρά παιδιά- και βοηθούσε έναν άρρωστο πρόσφυγα (από τη Μ.Ασία) γείτονά της, που έπασχε από λοιμικό νόσημα, κι ήταν απόλυτα απομονωμενος, για το φόβο της μετάδοσης της αρρώστειας. Εκείνη δε φοβόταν. Ανέβαινε από τη λιόσκαλα στο παραθύρι του και τού δινε από το φαί των παιδιών της, για να ζήσει κι εκείνος. Και δεν κόλησε τίποτε. Ούτε αυτή, ούτε τα παιδιά της. Κι όλα αυτά σβήσανε. Γιατί ο άνθρωπος είναι λίγος στη διάρκεια, αλλά μπορεί να γίνει μεγάλος στα έργα. Οι άνθρωποι φεύγουν, ο καθένας με τον τρόπο που ναι' για 'κείνον. Όμως τα έργα και η μνήμη του τρόπου των ανθρώπων μένουν. Άλλοι -από το σπίτι τούτο- φύγαν πολύ νέοι, μ' αφήσαν αγάπη αστέρευτη πίσω τους, άλλοι μεγάλοι, μ' αφήσαν πρότυπο πίσω τους και ζεστασιά ψυχής, πού 'ναι σαν να σου χουχουλίζουν την παγωνιά και να σου δίνουν πνοή, εκεί που πας να χάσεις και την τελευταία σου ικμάδα ζωής.
Στο τεράστιο χαγιάτι, με το απέραντο ξάγναντο, τρώγαμε, παρέες-παρέες τα παιδιά σύμφωνα με την ηλικία και τις κλίσεις μας, οι μητέρες και οι μεγάλες συγγενείς. Τρώγαμε και μιλούσαμε. Μα δε θυμάμαι τί λέγανε οι μεγάλοι. Η μάνα μου με τη θειά μου, ώρες-ώρες κοιτάζονταν στά μάτια, και μετά τα κατέβαζαν, τώρα ξέρω, βουρκωμένα: θυμόνταν τις βραδιές, τις μέρες, τις γιορτές, τα καλοκαίρια και τις συντροφιές που -μικρές κι εκείνες- κάνανε με τους γονείς και τ' αδέρφια τους. Τί οικογένεια!
Ο Γιώργης, ο παππούς μου, που ερωτεύτηκε τη γιαγιά μου την Ευτυχούλα, την πήρε με τόση αγάπη και τόση λαχτάρα, λές κι ήξερε πως θά' ταν λίγος ο καιρός της αγάπης τους μαζί. Η μάνα του, η γριά Ευγενία, που τον είχε πια μόνο-αφού έχασε τον άλλο της γιό- τη βρήκε στο δρόμο, και της έφραξε τη στράτα: μαθαίνω πως θα φύγεις για την Αμερική, μα δε θα σ' αφήσω, γιατί ο Γιώργης μου λιώνει για σένα, της είπε. Κι εκείνη της απάντησε πως είναι πια κανονισμένο. Η γριά Ευγενία δεν την ευχήθηκε να φύγει. Και να: τη γυρίσανε πίσω, από την Ιταλία, γιατί διαγνώσθηκε με ασθένεια στα μάτια. Και σα γύρισε έγινε η γυναίκα του Γιώργη, που η συζυγική τους αγάπη και αφοσίωση ήταν ολοκληρωτική και μεγαλειώδης.
Ο Παππούς μου, την άφησε (το 1937) στα 49 του χρόνια, μόνη με τρεις κόρες και τους δυο γιούς τους. Ευτυχώς, που εκείνος έφυγε νωρίς. Ένας τόσο τρυφερός άνθρωπος, δεν θα άντεχε ετούτο που συνέβη λίγο καιρό αργότερα. 1940 και 1944 οι δυο τους γιοί έφυγαν από τούτον τον κόσμο, ο ένας άρρωστος, ο άλλος στον πόλεμο.
Μα τούτη η γιαγιά, η Ευτυχούλα, που έμεινε μονάχα με τις κόρες της, ήταν λιοντάρι, ήταν Παναγία. Ήταν αγκαλιά και καταφύγιο, ήταν νοικοκυρά και πολεμιστής, εργάτης και τεχνίτης. Τα ήξερε όλα, Τους τά' μαθε όλα. Ήταν σπαρτιάτισσα στην ψυχή, στην αντοχή, στη γνώση, στην πίστη, στην απόφαση, στην υπομονή. Στη δουλειά, στην αγάπη, στη στοργή που χρειάζεται ο ασθενής, ο ανήμπορος, ο πληγωμένος, ο πονεμένος. Λες κι ή ίδια δεν είχε πονέσει!
Κι όταν καμμιά φορά, συνέβαινε και τη ρωτούσαν πώς μπορούσε να είναι τόσο καλή κι ευχάριστη, απαντούσε πως ο πονεμένος ξέρει πώς είναι να μην είναι κάποιος χαρούμενος, και γι' αυτό θέλει να δώσει χαρά (ο πονεμένος, έλεγε, τον πόνο του δεν τον χάνει, είναι όλος δικός του!).
Πώς περάσανε τα χρόνια! Η μάνα μου, μού 'δωσε τούτο το σπίτι! Το σπίτι, που έζησα κι είδα απέθαντες όψεις της γενέθλιας γής.
Το ποτάμι, στα πόδια μου. Μικρό παιδάκι, σ' εκείνες τις Κυριακές, πήγαινα με την παρέα μου κρατώντας ένα κανάτι, να φέρω νερό από την πηγή, που ανάβρυζε σα μικρό συντριβάνι, στο «φρύδι» του ποταμού (άκρη-άκρη). Σκύβαμε προσεκτικά, βάζαμε το κανάτι μας, καταμεσής στο «συντριβάνι» της μικρής πηγής, γεμίζαμε και μετά ανεβαίναμε τα 200 τόσα μέτρα κρατώντας το αποδεικτικό της αξιοσύνης μας. Τί νερά! αέναα κινούμενα, ανανεούμενα, ζωοδοτούντα τον κάμπο, κι όλα τα χωριά. Και το φιδίσιο του ποταμού κορμί, καθώς ταξιδεύει ίσαμε τη θάλασσα, το παραστέκουν καλαμιές, κι υψηλόκορμα δέντρα, ευκάλυπτοι και λεύκες. Κοίτη δεν έχει μόνο μια. Στο διάβα του χρόνου, τόσο η ορμή του ποταμού, όσο και οι καιροί, την έχουν αλλάξει. Οι γενιές έχουν να θυμούνται τα διάφορα περάσματά του Ευρώτα, και τις «επισκέψεις» του στα σπιτικά τους! Θυμάμαι κι εγώ, να πλένε στην αυλή του σπιτιού (στο πατρικό μου, στον κάμπο) σκάφες, κότες, δεμάτια λιανόξυλων...
Κι η γέφυρα! που χωρίζει τον κόσμο, στους από εδώ, και στους από εκεί!
Ο Ταύγετος, τί μεγαλείο έχει με τα χιόνια του, και τί θεριό, καθώς τα χιόνια του λιώνουν και κατηφορίζουν απ' όλες τις συρμές μέχρι τον Ευρώτα.
Κι η θάλασσα στο βάθος, που χρυσίζει με τον ήλιο, κοκκινίζει στο πανσέληνο φώς του φεγγαριού, κι είναι καταγάλανη στην ηλιόλουστη μέρα. Απέραντη. Ήσυχη ή ταραγμένη, απέραντη. Κατακλυσμιαία απέραντη. Μονάχα σα βρεθείς κοντά της μπορείς να ιδείς το χειμωνιάτικο θυμό της, καθώς κρατάει στα σπλάχνα της δέντρα, όσα παρέσυρε στην αγκαλιά της το ποτάμι, και σκάφη, όσα το κύμα της έλυσε και έδιωξε μακριά, καθώς τα βγάζει στ' ακρογιάλι λεηλατημένα, ρημαγμένα, από την αρμύρα, και τη δύναμη του νερού και του αέρα.
Και τώρα, νιώθω πως όλα τούτα ήταν από τις πρώτες μου αποσκευές στο δρόμο μου μέχρι εδώ. Για όλα τούτα, πρέπει ν' αναστήσω τις ψυχές που πέρασαν κι έζησαν εκεί, και να τις διαβ(ιβ)άσω σαν παραμύθι σ' εκείνους που θα με ρωτήσουν: τί θυμάσαι από παιδί;
Πρέπει ν' αναστήσω την αγάπη ωραίων ανθρώπων, και να κρατήσω τη μνήμη τους ζωντανό παράδειγμα, σαν ευγνωμοσύνη για όσες δωρεές έλαβα από αυτή τους την αγάπη και την ομορφιά. Τόσο των ανθρώπων, όσο και των τόπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου