8η Συνέχεια... (μακρύς ο δρόμος...)
Στη σύγκρουση αυτή αποκαλύπτεται η αιτία ενός μακρόχρονου εμφυλίου, δηλαδή της εσωτερικής σύγκρουσης μεταξύ δυο αντιλήψεων του βίου, στο πλαίσιο του «ελληνικού έθνους κοσμοσυστήματος».
Και, όπως συμβαίνει, σε κάθε εμφύλια σύρραξη, αυτό που προτάσσεται είναι το διακύβευμα της αντίθεσης, όχι το στοιχείο που ενώνει τους αντιπάλους («η ενοποιός ταυτοτική συνιστώσα» των αντιπάλων).
Ο Πορφύριος, ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος που έγραψε πλήθος έργων «υπέρ της των Ελλήνων ελευθερίας», θα ειπεί για τον Ωριγένη (που έζησε στα 185-251 μ.Χ.): «Έλλην εν Έλλησι παιδευθείς λόγοις προς το βάρβαρον εξώκειλε τόλμημα», και τη θέση του αυτή την πρόβαλε ως αντίρρηση στις «δεσποτικές καταβολές του χριστιανισμού».
Για να γίνει κατανοητός στην ουσία του αυτός ο προβληματισμός, είναι αναγκαίο να υπογραμμισθεί ότι η θρησκεία, αν και καταγράφεται ως σημαίνον στοιχείο του συλλογικού γίγνεσθαι, δεν συγκροτεί αυτοτελή «ανθρωποκεντρική ταυτότητα».
Για το λόγο αυτόν και ποτέ δεν υπήρξε πολεμική εναντίον εθνικών, εθνοτικών ή άλλων συλλογικοτήτων, αλλά κατά των απίστων στο εσωτερικό τους.
Η θρησκεία άλλωστε, και σε κάθε περίπτωση η χριστιανική θρησκεία, διαθέτει οικουμενική φιλοδοξία, υπερβαίνει δηλαδή τις επιμέρους ταυτοτικές, πολιτειακές ή άλλες συλλογικότητες.
Και πάντως, μέσα από τη θρησκεία, είναι δυνατόν να οδηγηθεί κάποιος σε αλλαγή συλλογικής ταυτότητας. Σε ό,τι αφορά στον ελληνικό κοσμοσυστημικό χώρο, αυτό παρατηρείται με τις κατακτήσεις των Αράβων και των Οθωμανών, αλλά και σε πολλές άλλες περιπτώσεις.
Δεν συνέβη, όμως, εκεί, όπου διατηρήθηκε η «ανθρωποκεντρική ιδιοσυστασία της κοινωνίας», σε συνδυασμό με τη σήμανσή της από την ελληνική παιδεία.
Γι’ αυτό και όταν θα καταλαγιάσει η σύγκρουση στο εσωτερικό του ελληνικού κόσμου, ο χριστιανισμός, στην ελληνική του εκδοχή, θα εγγραφεί ως συστατικό στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας.
Το ειδικό βάρος των δυο αυτών παρένθετων ταυτοτικών «αναφορών» (της ρωμαϊκότητας από τη μιά, και της ελληνικής εκδοχής του χριστιανισμού, από την άλλη πλευρά) στη συνολική σύνθεση του ελληνικού έθνους κοσμοσυστήματος, θα διαφοροποιηθεί καθώς περνάει ο καιρός.
Όμως, αυτό που συνέδεσε στέρεα και σταθερά τη σύνθεση ρωμαϊκών και ελληνικών στοιχείων, είναι η «καταγωγική» ελληνικότητα, που ανατροφοδοτεί η γλώσσα, και στην οποία αποτυπώνονται η ελληνική παιδεία και ο εν γένει ανθρωποκεντρικός τρόπος του βίου.
Τα τρία αυτά στοιχεία, η γλώσσα, η παιδεία και ο ανθρωποκεντρικός βίος, τα διατήρησαν στην ολότητά τους οι βυζαντινοί Έλληνες.
Η άποψη του Καθηγητή Γ. Κοντογιώργη είναι σαφής: Λέει στην ολότητά τους, διότι τελικά ο χριστιανισμός στην ελληνική του εκδοχή οικοδομήθηκε στη βάση των στοιχείων αυτών. Και επιχειρηματολογεί:
Το γεγονός αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στην προσέγγιση των βυζαντινών από τους «άλλους», οι οποίοι, τους αναγνωρίζουν στην ελληνική τους ταυτότητα
- είτε τους αποκαλούν απλώς Γραικούς ή Έλληνες (οι Λατίνοι)
- είτε Ρούμι (οι Άραβες)
- είτε Γιουνάν (οι Ασιάτες),
Ομοίως οι Βυζαντινοί, στην επικοινωνία τους με τους «άλλους», δεν παραλείπουν να υποσημειώσουν την καταγωγική τους σχέση με τους αρχαίους Έλληνες και την ελληνικότητα της παιδείας τους.
- «Εξ ημών προήλθον πάσαι αι επιστήμαι [...]», θα αντιτάξει στους Άραβες ο Κωνσταντίνος, ο μετέπειτα Κύριλλος, ο και εκπολιτιστής των Σλάβων (827-869).
- Η Άννα Κομνηνή (1083-1148±) σεμνύνεται για την ελληνική της παιδεία και αναφέρεται στον «αγράμματον Έλληνα ορθώς ελληνίζοντα», ενώ για
- τον Νικήτα Χωνιάτη,
- τον Γεμιστό και το σύνολο των λογίων, οι βυζαντινοί είναι αναντιλέκτως Έλληνες.
Εξού και οι ίδιοι οι βασιλείς στις στιγμές της δοκιμασίας της κοσμόπολης, θα προβάλουν και, μάλιστα, θα αντιτάξουν ότι
- η σοφία «εν τω γένει των Ελλήνων ημών βασιλεύει» ή
- ότι «απασών γλωσσών το ελληνικόν υπέρκειται γένος» και
- ότι «πάσα τοίνυν φιλοσοφία και γνώσις Ελλήνων εύρημα [...]».
Ο Νικήτας Χωνιάτης, αρνούμενος τη συνέχιση της ιστορίας του, «το κάλλιστον εύρημα των Ελλήνων», επικαλείται τη σταθερά της ελληνικής ταυτότητας του έθνους κοσμοσυστήματος.
Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν τη φάση της νέας εθνογένεσης, ούτε -πολύ περισσότερο- ότι δημιουργήθηκε ο νέος Ελληνισμός.
Σημαίνει απλώς, ότι αποκαλύφθηκε η βαθμιαία αμφισβήτηση της βυζαντινής κοσμοκρατορίας και η απειλή που άρχισε να επικρέμαται επί της ελληνικής «οικουμενικής κοσμόπολης».
Επίσης, θεωρεί ο Καθηγητής Γ. Κοντογιώργης, ότι δεν είναι σωστή η άποψη, όταν στα χρόνια του ύστερου Βυζαντίου προτάσσεται η ελληνική ταυτότητα, (να θεωρείται ότι) αυτό γίνεται επειδή το Βυζάντιο συρρικνώθηκε στις εθνικές εστίες του ελληνισμού.
Γιατί, εκτός από το ότι το οικουμενικό παρελθόν του ελληνισμού διαψεύδει πλήρως την ερμηνευτική αυτή εκδοχή, αυτό διαπιστώνεται και από το ότι η έννοια της εθνικής εστίας στους βυζαντινούς εξακολουθεί να γίνεται αντιληπτή όχι με γνώμονα τη γεωγραφία της «Ελλάδας», αλλά σε συνάφεια με τον ελληνίζοντα και συχνά με τον ιστορικό ζωτικό χώρο της κοσμοσυστημικής οικουμένης.
Αυτή ακριβώς την προσέγγιση την συναντάμε στον Μιχαήλ Παλαιολόγο, αλλά και πολύ αργότερα στον Ρήγα Βελεστινλή.
Ο απελευθερωτής της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, λίγο πριν από την είσοδό του στην Πόλη, θα υπενθυμίσει στους περιστοιχίζοντες αυτόν Έλληνες ότι προ του «διαμοιρασμού» της πατρίδος («της πατρίδος παθούσης») από τους Ιταλούς, τους Πέρσες, τους Βουλγάρους [...] και άλλους, η αρχή της οριζόταν «προς έω μεν Ευφράτη και Τίγριδι, προς δύσιν δε Σικελία και τοις πρόσω Πουλείας [...] Αιθίοπας δ’ είχε προς νότον και προς βορράν τα προσάρκτια [...]».
Ο Ρήγας θα οριοθετήσει με τον ίδιο τρόπο τα εδαφικά όρια της ελληνικής πατρίδας, τα οποία μάλιστα μερίμνησε να χαρτογραφήσει.
Περιλαμβάνονται σ’ αυτά «η Ρούμελη [η κάτωθεν του Αίμου ελληνική χερσόνησος], η Μικρά Ασία, οι Μεσόγειες Νήσοι [από την Κύπρο, το Αιγαίο και την Κρήτη, έως την Μάλτα και τα Επτάνησα] και η Βλαχομπογδανία».
Σε κάθε περίπτωση, η έννοια της πατρίδας στο ύστερο Βυζάντιο (και, προφανώς, στην τουρκοκρατία) λειτούργησε όπως ακριβώς στα περσικά ή ενώπιον της ρωμαϊκής απειλής.
Σημ.: Ακολουθεί και άλλο σημείωμα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου