6η συνέχεια....
Το ελληνικό παράδειγμα. Η ελληνική ταυτότητα. Σε τούτο το σημείωμα, θα δούμε ποιό είναι το ελληνικό παράδειγμα και τι διδάσκει; Υπήρξε ή όχι ελληνική εθνική ταυτότητα πριν από τη νεοτερικότητα – δηλ. πριν από τη δημιουργία του νεοελληνικού εθνικού κράτους – και εάν ναι, ποιο το περιεχόμενο αυτής της ταυτότητας;
Εδώ ακούγονται τρείς φωνές. Τρείς θεωρίες.
Η μια, η πιο μοντέρνα- η νεωτερική- (που θέλει να εξυπηρετήσει τους σύγχρονους καιρούς και τα ερωτήγματά του, καθώς και τους στόχους των καιρών), λέει ότι δεν υπήρξε ελληνικό έθνος πριν από τη δημιουργία του νεο-ελληνικού κράτους. Θα το ακούσετε να το λένε έτσι: «δεν υπήρξε ελληνικό έθνος πριν από τη γένεση του ελληνικού κράτους, ότι το κράτος δημιούργησε για πρώτη φορά το εληνικό έθνος» (!). Λένε βέβαια ότι πριν από το γεγονός της ίδρυσης του κράτους, υπήρχαν ασφαλώς ελληνόφωνοι πληθυσμοί, αλλά όχι έθνος. Αυτό το λένε γιατί δεν μπορούν αρνηθούν τις ιστορικές πηγές.
Κάποιοι, λιγώτερο ασυνείδητοι, ψεύτες ωστόσο κι αυτοί, λένε ότι «ενδεχομένως το ελληνικό έθνος να προϋπήρξε του ελληνικού κράτους, όμως αυτό διαμορφώθηκε ως συνέπεια της επίδρασης που είχε ο πολιτισμός των άλλων ευρωπαϊκών χωρών στους ελληνόφωνους που ζούσαν στα μέρη τους»(!). Και τούτο βέβαια, ψέμμα είναι. Μήπως μας λένε, ότι αυτό που συνέβη στην -προχριστιανική αλλά και τη μεταχριστιανική- ελληνική διαδρομή, έγινε μετά από τη φεουδαρχία της ευρώπης; Η θεωρία αυτή ακυρώνεται ολοσχερώς από την ιστορική πραγματικότητα. Γι' αυτό της πρέπει επιστημονικός αντίλογος και πρέπει να γίνει από τους αρμόδιους.
Η δεύτερη θεωρία ισχυρίζεται ότι το ελληνικό έθνος γεννήθηκε στην περίοδο του 10ου και του 13ου αιώνα.
Η δεύτερη θεωρία είναι κοντά στην πραγματικότητα, γιατί ακουμπάει σε ιστορικές αποδείξεις. Αλλά πρέπει και να απαντήσει στο ερώτημα πότε οι έλληνες ονομάστηκαν έλληνες. Και τούτο, γιατί αυτή η διαδικασία συνδέει τον κόσμο, δηλαδή τους ανθρώπους, με το χώρο, δηλαδή την επικράτεια, όπου ζούν και πραγματώνουν τον ελληνικό τρόπο και το ελληνικό μοντέλο ζωής. Η δεύτερη αυτή θεωρία δεν απαντάει στην «κοσμοσυστημική» ουσία του ελληνικού φαινομένου. Γι' αυτό εξ άλλου, δεν έχει διατυπωθεί το σχετικό ερώτημα (δηλ. το ερώτημα: υπάρχει ή όχι ελληνικό συλλογικό γεγονός πρίν από τα ύστερα χρόνια του βυζαντίου 10ος και του 13ος αιώνας;).
Η τρίτη θεωρία ισχυρίζεται, ρομαντικά και ιδεαλιστικά, ότι οι έλληνες υπήρχαν σαν έθνος από την αρχαιότητα, με αδιάπτωτη συνέχεια. Κάτι σαν από πάντα.
Ο Καθηγητής, Γιώργος Κοντογιώργης, μας λέει ότι για να ακουμπήσουμε το ελληνικό φαινόμενο-εφ'όσον είναι ένα ολοκληρωμένο κοσμοσύστημα που επιδεικνύει ολοκληρωμένη ανθρωποκεντρική διαδρομή- αυτό πρέπει να γίνει με μια γνωσιολογία πολύ ανεπτυγμένη και όχι τετριμμένη, απλή και συνηθισμένη.
Έτσι με οδηγό τη γνωσιολογική κατεύθυνση και με βάση τη μελέτη του Καθηγητή Γ. Κοντογιώργη, θα ξεκινήσουμε το διανοητικό μας ταξίδι στην κατανόηση του ελληνικού έθνους, ως πολιτιστικό και πολιτικό ιστορικό κατόρθωμα.
Ο Ελληνικός κόσμος χωρίς αντίρρηση ήταν ανθρωποκεντρικός σε όλη τη διάρκεια της ιστορικής του διαδρομής, από την ύστερη μυκηναϊκή εποχή μέχρι σήμερα που έχει οργανωθεί σε ορισμένη επικράτεια. Δηλαδή, ο ελληνισμός, είχε συλλογική ταυτότητα.
Ποιά είναι τα στοιχεία αυτής της ταυτότητας, οι συνέχειες και οι ασυνέχειες αυτής και οι πολιτικές προτεραιότητες (στόχοι) αυτής της συλλογικότητας;
Ο ελληνισμός έχει να επιδείξει, σε όλο το ιστορικό του βάθος, μία «ταυτοτική συνείδηση κοινωνίας», μια συνείδηση ότι ανήκουν σε έναν ανθρωποκεντρικά δομημένο (με κέντρο του τον άνθρωπο) πολιτισμικό χώρο, και όχι σε ένα κράτος.
Έχουμε δει ότι η έννοια της «συνείδησης κοινωνίας» είναι, πρωταρχικά πολιτισμική, και αναλύεται στην ουσία της ως ταυτότητα στο γινόμενο της ελευθερίας του «όλου». Αυτή η συνείδηση κοινωνίας αποκτά σάρκα και οστά όταν υπάρχει ένας κοινός «πολιτικός λόγος».
Αυτόν τον κοινό πολιτικό λόγο η νεωτερική θεωρία ισχυρίζεται ότι τον δίνει το κράτος. Ενώ στο ελληνικό παράδειγμα ο κοινός λόγος είναι το άθροισμα της βούλησης εκείνων που συναποτελούν την «πόλη», δηλαδή «των συστατικών πολιτειακών μερών του «όλου»», που εκφράζουν οι θεμελιώδεις κοινωνίες των πόλεων.
Το ζήτημα του πώς εκφράζεται πολιτικά το εθνικό όλο, θα αλλάξει από εποχή σε εποχή-ανάλογα με τη φάση κοινωνικής ανάπτυξης-, όπως και το ποιός διαχειρίζεται αυτήν την ευθύνη της έκφρασής του. Αλλά το πιο σημαντικό και κομβικό σημείο για τη συζήτηση περί του ελληνικού έθνους, είναι ποιός θα αποτυπώσει τη συνείδηση της κοινωνίας. Η πολιτική εξουσία ή απευθείας το σώμα των πολιτών;
Δεν μπορούμε να ξεχνάμε σε κάθε μας συζήτηση για το ελληνικό έθνος και το ελληνικό μοντέλο, ότι το έθνος των ελλήνων συγκροτήθηκε από την αρχή όχι ως κράτος έθνος, αλλά ως ένα κοσμοσύστημα. Δηλαδή, ως ένα σύνολο πολιτειακά οργανωμένων κοινωνιών-πολιτειών (πόλεων), με εσωτερική αυτάρκεια, με κοινές παραγωγικές παραμέτρους(σύστημα παραγωγής αγαθών) και ιδεολογικές συνιστώσες του βίου (αντιλήψεις για τη ζωή).
Αυτό το μοντέλο (ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας) θα έχει κέντρο της ανάπτυξής του την πόλη και θα είναι πια χαρακτηριστικό του ελληνικού τρόπου κοινωνικής οργάνωσης, και θα περάσει από όλες τις φάσεις ανάπτυξης, μέχρι τους νεώτερους χρόνους. Αυτό το μοντέλο θα διαδοθεί και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες θα πάρουν πολλά στοιχεία και θα οδηγηθούν στη δημιουργία ενός ευρύτερης κλίμακας αντίστοιχου κοινωνικού μοντέλου. Βλέπουμε ότι το ελληνικό κοσμοσύστημα (ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας) και το νεώτερο εθνοκρατικό παράδειγμα αντιπροσωπεύουν (και τα δύο) δύο φάσεις του ίδιου ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος.
Η ελληνική κοσμοσυστημική ταυτότητα αναδεικνύεται μέσα από δύο σαφώς προσδιορισμένες εκδηλώσεις: η μία, αφορά στα κοινά πολιτισμικά δρώμενα. Η άλλη, στην αντιπαραβολή της με τον «άλλον», τους βαρβάρους. Τα ιερά, ιδίως τα Μαντεία, βασικά της Δωδώνης και των Δελφών, αποτελούν θεμελιώδες σημείο συνάντησης των Ελλήνων.
Ο Ηρόδοτος θα διατυπώσει έναν ολοκληρωμένον ορισμό του έθνους, που θα υιοθετήσουν και οι νεωτεριστές. Ως σημείο σύνθεσης ο Ηρόδοτος προβάλλει τις κοινές πολιτισμικές παραδοχές και την καταγωγή. (Η έννοια της καταγωγής, στον Ηρόδοτο, είναι «φυλετική», ανάγεται δηλαδή στο «όμαιμον» των Ελλήνων).
Τον 5ο και ιδίως τον 4ο αιώνα, η έννοια του έθνους θα εστιασθεί κυρίως στην ελληνική παιδεία. Και αυτό θα αποτελέσει, μια σταθερή παράμετρο και το μέτρο (τη βάση) για να αποφανθούμε τελικά, αν υπήρξε ή όχι το Έθνος των Ελλήνων.
Η αναφορά στην ελληνική παιδεία είναι εξόχως πολιτική, γιατί παραπέμπει, στην παιδεία του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας.
Οι Έλληνες προτίμησαν την πολιτική ευθύνη για τη διαχείριση του έθνους των να την έχει η κοινωνία της πόλεως, γιατί η συστέγαση σε ένα μόνο κράτος του έθνους της κοινωνίας, θεωρήθηκε (από τους ίδιους ασφαλώς), απαράδεκτη, γιατί είναι περιορισμός της ελευθερίας. Το ίδιο και η λογική της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους. Αυτό φαίνεται από όσα συνέβησαν κατά τους περσικούς πολέμους.
Πώς θα ισορροπήσει ο ελληνικός κόσμος στη διαχείριση του συνολικού εθνικού πατριωτισμού και του πατριωτισμού καθεμιάς από τις πόλεις του; Με πολλές διακυμάνσεις, και στην κορύφωσή του θα φτάσει με τον πατριωτισμό υπέρ της πόλης.
Αυτή η ανατροπή θα σηματοδοτήσει το τέλος του ελληνικού παραδείγματος, ή -αλλιώς- του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας. Η δυναμική της εξέλιξης έφερε στο προσκήνιο της ιστορίας τη μετα-κρατοκεντρική οικουμένη, την οποία -στο πολιτικό επίπεδο- κλήθηκε να τη διαχειρισθεί η κοσμόπολη.
Παρά το γεγονός ότι το καινούργιο μοντέλο προσωρινά αποκατέστησε τα πράγματα, ήταν πολύ βαθειά ριζωμένο το παλιότερο μοντέλο ζωής και πολιτείας στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία. Κι έτσι, δεν ολοκληρώθηκε η οικουμενική μετάβαση ούτε στους Ελληνιστικούς χρόνους.
Ιστορικές πηγές λένε ότι ακόμα και κατά τη ρωμαϊκή κατάκτηση η ελευθερία των Ελλήνων ήτανε ζήτημα που το χειρίζονταν με τις αυτόνομες πόλεις τους, που από κοινού (με τις συμπολιτείες), επεχείρησαν να αναχαιτίσουν το ρωμαϊκό κίνδυνο.
Ούτε η οικουμενική πόλη, η κοσμόπολη θα λειτουργήσει εναρμονιστικά έναντι του πατριωτισμού των πόλεων. Μόνο το Βυζάντιο θα ενσαρκώσει το γενικό πνεύμα του έθνους κοσμοσυστήματος.
Όμως κι εκεί, η ισορροπία μεταξύ της μητρόπολης πολιτείας και των πόλεων, θα παραμείνει δυναμική, θα επιβεβαιώνεται δηλαδή διαρκώς από την ικανότητα της «βυζαντίου Πόλεως» να κάνει σεβαστή τη λειτουργία της ως κεντρικής πολιτείας στο σύνολο της επικράτειας.
Όταν η Οικουμενική πόλη, η κοσμόπολη, μετά την άλωση του 1204, στο μέσον μιας εντυπωσιακής όσο και πολυσήμαντης απογείωσης του ελληνικού κόσμου, δεν μπορεί να ανασυγκροτηθεί, δεν γίνεται σεβαστή η λειτουργία της ως κεντρικής πολιτείας στο σύνολο της επικράτειας.
Σημ.: Και δεν τελειώσαμε ακόμα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου