Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Μνήμη αξιοσέβαστης ψυχής


 


Περάσανε κιόλας έξι μήνες, Μάνα μου, που μας άφησες χωρίς την καθημερινή σου έγνοια και τη φροντίδα μας.

Μας λείπει  η αγάπη και η φροντίδα σου για μας. Αυτή, που την είχες ακόμη κι όταν  δεν μπορούσες πια να μας φροντίζεις. Και τότε, η έγνοια σου ήταν σαν τι μπορουσες εσύ να κάνεις για να μην κουραζόμαστε, να μην λυπηθούμε, να μη στενοχωρηθούμε. Η έγνοια σου ήταν σαν τι θα μπορουσες εσύ να κάνεις για να ελαφρώσεις το δικόμας φορτίο! Αχ! Μάνα, αυτή σου η φιλαλληλία κι η στοργή!

Αχ! Μάνα. Σαν τη δική σου τη σκέψη, φιλόστοργη κι ακούραστη, σαν τη δική σου προστασία, σαν τη δική σου λαχτάρα, δεν υπάρχει άλλη.

Λακεδαιμονία εγώ, με παράδοση μακρά στο μυαλό μου κατασκηνωμένη, τις χάρες και τις λύπες, και τη ζωή στο θάνατο έχοντας ακούσει τραγουδισμένα, άλλοτε για ολάνθιστα νιάτα και άλλοτε γεράματα τυραννισμένα ή κι ευτυχή,  η ψυχή μου φτερούγισε σ' ενα θρήνο για το χωρίς γυρισμό ταξίδι σου.

Και σαν έφυγες, το τραγούδι της καλωσύνης σου και της αγάπης σου, χάραξε τα σπλάχνα μου, και σε τραγούδησα, στολισμένη να σε ξεπροβοδίσω, και φορτωμένη με τις χάρες της καρδιάς και της αγάπης σου για να φτάσεις στην αγκαλιά του Κυρίου μας. Μην κι είναι νύχτα και δεν φαίνονται. Μην κι είναι συννεφιά και δέ λάμπουν.

Μάνα μου, το τραγούδι μου λυπητερό δεν ήταν, δεν είχε κάτι να λυπάμαι που ήσουν η Μάνα μου. Ήταν η χαρά της ζωής και της καρδιάς μου. Σμίλεψες μες στην ψυχή μου το καλύτερό σου εργόχειρο. Κι άφησες τα χνάρια της αγάπης σου για όλον τον κόσμο, σε κάθε μου σκέψη.

Μάνα μου, τώρα λυπάμαι, τώρα, που σε χρειάζομαι. Γιατί ο καιρός  περνάει και δεν ξαναγυρίζει. Και δεν είμαι πια παιδί. Και δεν είμαι πια το μικρότερο παιδί. Κανενός. Κι είμαι κι εγώ γονιός. Μεγάλος πια.

Και παλεύω με τη σκέψη μου, μέσα στου κόσμου την κακία, και σε θυμάμαι.
Αχ! Μάνα, πόσο μικροί κι αδύναμοι είμαστε τότε, και ήσουν πάντα κοντά μας!
Αχ! Μάνα, πόσο μικροί κι αδύναμοι είμαστε και τώρα. Που λείπεις!
Κι οι αγαπημένοι μας, κι αυτοί μεγαλώσαν, ορφανεμένοι κι αυτοί, δυο γερόντια γινόμαστε, Μάνα! Δυο γερόντια, εμείς, τα παιδιά!

Η ευχή σου, Μάνα! Η ευχή σου, είναι εκείνη που ξανασηκώνει την ελπίδα και το φώς στην καρδιά. Και τα βήματα, που κάναμε μαζί σου.

Σ' ευχαριστώ για τη ζωή που μου χάρισες.
Σ' ευχαριστώ που μ' έμαθες ν' αγαπώ όλον τον κόσμο,  αλλά να ξέρω ποιός άνθρωπος είμαι.
Ας είναι ελαφρό το χώμα που σε σκεπάζει.


Η εικόνα: Γιαννούλη Χαλεπά: Φιλοστοργία (Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού), γύψος, (1875) 1,03 x 1,16 x 0,24  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου