Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

28 Οκτωβρίου 1940. Μια χρωστούμενη κι ανεξόφλητη τιμή





Όπως σας είπα και προχτές εδώ, άρχισα κι εγώ να  ετοιμάζομαι για τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου. Τούτη η σκέψη με κατατρώγει. Γιατί ξέρω ότι τα σημαντικά πράγματα θέλουν να τους δώσεις τη σημασία που τους πρέπει. Και μάλιστα πολύ καιρό πιο πρίν.

Και θα μου πείτε: τί θα πεί γιορτασμός, σήμερα, που δεν έχουμε τίποτα να γιορτάσουμε;

Σας λέω, λοιπόν, πως άμα πιστεύουμε πως πρέπει να  γιορτάσουμε, ότι δηλαδή πρέπει να θυμόμαστε το λαμπρό εθνικό μας κατόρθωμα και να το τιμάμε, θα αποκτήσουμε και πάλι λόγο, να την ξαναποκτήσουμε τη λευτεριά μας, ακόμη και σήμερα. Λευτεριά απ' όλα τα δεινά που μας μαστίζουν σήμερα. Ανέχεια, ανασφάλεια, χρεωκοπία, πολιτική θολούρα και ασάφεια, αναποτελματικότητα και οικονομικό αδιέξοδο.

Και θα σας πώ ακόμη, ότι ο απελπισμένος δεν σκέφτεται καθαρά, και συνεπώς δεν κάνει σκέψεις που θα τον βγάλουν από το τέλμα του. Γι' αυτό αναθεωρείστε την αρνητικότητά σας.

Βέβαια, εδώ και καιρό, συνηθίσαμε να ζούμε κάπως, ψεύτικα, και προσχηματικά, και δεν μας είναι μπορετό να ξεβολευτούμε από τη ραθυμία του σήμερα και την ακηδία για το αύριο.

Μας συνηθίσανε οι εκμαυλιστές,  να μας διορίζουνε για να τους εξυπηρετούμε. Εξαγοραστήκαμε, υποθηκεύοντας το μέλλον! Κι εμείς μ' ένα  προσωρινό μηνιάτικο, κάναμε τη ζωή μας (ολιγόλεπτη .... απουσία για ψώνια, καφέ, και ξανά πίσω στη δουλειά για να επιστρέψουμε μετά στο σπίτι). Εμείς οι διορισμένες μαμάδες φτιάξαμε κάτι μπουμπούκια παιδάκια, και τους μεταδώσαμε το όνειρο του διορισμού. Μόνιμη επωδός και παράπονο «δε διορίζεται το παιδί!».

Πόσο κακή είναι η κοινωνία που δε διορίζει σε αργομισθία τα καμάρια μας, σκεφτόμουνα πολλές φορές. Κι όσες φορές διατύπωσα φωναχτά την απορία μου, «και σαν τί τάχα ξέρει το καμάρι σου να κάνει; ποιός θα το πληρώνει και τί θα  παράγει γι' αυτόν; έχει καμμιά έξυπνη ιδέα;» [Αφού έκανε 10 χρόνια για ένα ρημάδι πτυχίο, που το πήρε με αντιγραφές, κοπάνες, ταξίδια, πάρτι, με τόσο μιστρί και πιλοφόρι -για το χτίσιμο ντε των δασκάλων του- (το δικαστήριο είπε ότι τα παιδιά «νομίζανε» πως ήτανε σωστό, πως δεν ήτανε παράνομο!) τί να ξέρει; βρήκε τον καιρό να μάθει τίποτα;]. «Το καμάρι ήτανε πτυχιούχο!» Αλλά βέβαια, αυτά δεν τα συζητάς σε βάθος, γιατί άμα ο γονιός σκέφτεται έτσι, πώς θέλεις να σκέφτεται το παιδί; Λίγοι ήτανε οι νέοι οι δουλευταράδες, οι σκεφτόμενοι, οι κόντρα στο ρεύμα της σαπίλας, της ακινησίας του ετοιματζίδικου, του έλα μωρέ, του ωχ αδερφέ!

Θεωρήσαμε ανελεύθερο να παράγουμε και να επινοούμε δημιουργικά. Προσομοιώσαμε την απληστία μας με την ελευθερία απόκτησης. Και την διάδοση της ανοησίας  με την ελευθερία της έκφρασης. Έτσι, ήμασταν επιδεικτικά και μιμητικά δυτικοί και λιγότερο Έλληνες μετρημένοι και σώφρονες δηλ. «καθυστερημένοι και εσωστρεφείς». Και αδειάσαμε. Από την παράδοση, την ιστορία, τα έθιμα, τους τόπους μας, και τους δικούς μας ανθρώπους. Η τέχνη μας έγινε παγκόσμια κληρονομιά, η δραματουργία μας και η Γραμματεία μας έγιναν σοφία του δυτικού πολιτισμού, κι εμείς γίναμε πολύ δήθεν, περιφρονώντας αυτό που, πράγματι, θα μπορούσε ο καθένας από μας, να κουβαλάει μέσα του.



Αυτό ήταν το αντικείμενο των ανώτατων σπουδών μας, και αυτά τα «πτυχία» πήραμε στη μεταπολίτευση.

Εμείς, ο ανθός της Ελλάδας, η γενιά που δε γνώρισε πόλεμο, καήκαμε πιο εύκολα, και μεταδώσαμε την πυρκαγιά μέχρι τα θεμέλια. Ίσως γιατί δεν την κατακτήσαμε μόνοι μας τη λευτεριά μας. Μας τη δώσανε προίκα οι γονιοί μας, που σκύψανε στη γή, κι όπου αλλού δούλευε ο καθένας, για να σπουδάσουμε εμείς. Τί κρίμα! Να χαθεί τόσο αίμα, να χαθεί τόση αγάπη, να χαθούνε τόσα δώρα της φύσης, κι απ'αυτά  να βγούμε εμείς: οι «έξυπνοι», οι πτυχιούχοι, οι ταξιδεμένοι, οι επιστήμονες, οι καλλιτέχνες, κι αντί για δώρα στην πατρίδα,  γυρνώντας, της φέραμε φίδια, χάντρες, κόλπα και κρυμμένες φωτιές για να πυρπολήσουμε τις ψυχές, τα χτίρια, τα όνειρα κι όλη την χώρα. Και στη χώρα του ήλιου εγκαταστήσαμε τη μιζέρια του κόσμου, και την κάναμε άντρο υποδούλωσης των ελευθέρων, κι εστία απελευθέρωσης της μόλυνσης.
Σήμερα, σιγά-σιγά, η πατρίδα μας γίνεται το φυσικό τοπίο της παγκόσμιας κληρονομιάς, κι εμείς θα διωχθούμε από εδώ, ανόητοι, αφελείς, δήθεν, εξανδραποδισμένοι, μη πιστεύοντας στο θαύμα, πως η φωτιά της ελευθερίας φωτίζει ανθρώπους, και πως  μονάχα το ζωντανό  θέλει  στεγνή τροφή με σκυφτό το κεφάλι.

Γιατί  οι επιχειρηματίες του είδους επινόησαν τρόπους να καρπωθούν από την αποχαύνωσή μας. Άλλοι με τη διαφήμιση, άλλοι με τον εκμαυλισμό, κι άλλοι με την επ' αμοιβή υποβολή σε αποπροσανατολιστικά ψεύδη, σχετικά με την αλήθεια και την ιστορία και το συμφέρον μας.

Την αλήθεια μπορούν προσωρινώς μονάχα, να τη σκιάσουν. Την ιστορία την κουβαλάμε στα κόκκαλά μας, όσοι την ακούσαμε, γιατί τότες, μας ξεδιαλύθηκαν εκείνες οι μυστήριες μαρμαρυγές, που νιώθαμε  στα ηρωϊκά ακούσματα. Και γι' αυτό θέλουν να μας την καταργήσουν. Το συμφέρον μας είναι λάθος να  αφήσουμε να μας το εξηγούνε τρίτοι. Γιατί, αν δεν το ξέρουμε εμείς καλύτερα από κάθε άλλον, ένα είναι  βέβαιο: αυτοί θα μιλάνε για το δικό τους συμφέρον!

Σας ρωτώ: Κι εμείς θα τους πληρώνουμε όλους αυτούς; Θα τους ακούμε όλους αυτούς; Και δεν θα πανηγυρίζουμε, μέρες που έρχονται - 28  Οκτωβρίου- για τη λευτεριά μας, που -εξάλλου- στο DNA μας την έχουμε- κι όποτε αποφασίσουμε την ξανακατακτάμε;


Ας απελευθερωθούμε φίλοι μου, από όλους τους φωταδιστές της υποτίμησης, που πλειοδοτούν στην ηττοπάθειά μας, την αποχαύνωση και την εκμετάλλευσή μας.

Είναι ο καιρός για το δικό μας το «ΟΧΙ». Συνειδητά, και όχι κατά λάθος. Όχι γιατί άλλοι μας έδωσαν τελεσίγραφο εισβολής, αλλά γιατί εμείς επιλέξαμε  να αντισταθούμε στην κατάργηση της ζωής και της ταυτότητάς μας. Θέλουμε κι εμείς να ζήσουμε, και μάλιστα να ζήσουμε ελεύθεροι,  τουλάχιστον όπως οι πρόγονοί μας!

Ας αγωνιστούμε γι' αυτό.

Ας γιορτάσουμε τη μέρα του «ΟΧΙ». Κι ας το κάνουμε το δικό μας ΟΧΙ, όχι στο σκοτάδι, στη βία, την αρπαγή, την εισβολή, την αυθαιρεσία, την απάτη, το ψέμμα, την αποχαύνωση και την εκμετάλλευση.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου