Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Παγκοσμιοποίηση, έθνος και Ελληνικό έθνος.


child reads

 11η Συνέχεια, Συμπερασματικά...


Καταληκτικά, το έθνος ως πολιτισμική ταυτότητα αποτελεί συμφυές γνώρισμα κάθε ανθρωποκεντρικής κοινωνίας, όπου τα μέλη της έχουν τη συνείδηση ότι αποτελούν κοινότητα με ταυτόσημα αιτήματα ζωής.

Στο πολιτικό πεδίο το έθνος εκφράζει το «γινόμενο της ελευθερίας» που ενσωματώνει. Το γινόμενο αυτό της ελευθερίας, που εκτιμάται  ότι είναι  συστατικό στοιχείο στη συλλογική ταυτότητα, κυμαίνεται ανάλογα με τις φάσεις ανάπτυξης που διέρχεται ολόκληρη η οργανωμένη οικουμένη.

Έτσι, στην πρωτο-ανθρωποκεντρική φάση το έθνος αποσπάται από τον φυσικό του φορέα, την κοινωνία, προκειμένου να υπηρετήσει τη νομιμοποίηση της κατεχόμενης από το κράτος πολιτείας.
Στον αντίποδα, η ευθύνη του έθνους στην ανθρωποκεντρικά ολοκληρωμένη κοινωνία της δημοκρατίας, περιέρχεται στην αρμοδιότητά της τελευταίας, επειδή ακριβώς η καθολική ελευθερία επιβάλλει την ενσάρκωση της πολιτείας από αυτήν.

Σε κάθε περίπτωση, το ελληνικό κοσμοσυστημικό παράδειγμα και, στο πλαίσιο αυτό, η μετάβαση του ελληνισμού από το έθνος κοσμοσύστημα στο έθνος κράτος, προσφέρεται ως το μοναδικό εργαστήρι για την οικοδόμηση μιας εναλλακτικής καθολικής γνωσιολογίας, ικανής να οδηγήσει στην αυτογνωσία, στη σφαιρική κατανόηση του κοινωνικού φαινομένου και, περαιτέρω, σε μια ασφαλή διάγνωση της προοπτικής του σύγχρονου κόσμου.

Ώστε η γενική γνωσιολογία του έθνους, που έχει προηγηθεί στη μελέτη αυτή  και αφορά  στην ανθρωποκεντρική περίοδο της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας, οφείλει να συνδυασθεί με την προβληματική για το ελληνικό έθνος κοσμοσύστημα, στο μέτρο που αυτό ανάγεται σε μια ολοκληρωμένη εξελικτική τροχιά του ανθρωποκεντρικού γίγνεσθαι.


Σημ.: Όλα τα σημειώματα (1-10, που έχουν γραφεί αυτές τις μέρες, εδώ, στη Φιλαρέτη), για το έθνος, την παγκοσμιοποίηση και την πλαστογραφία της ιστορίας μας κλπ., αποτελούν μια συνοπτική παρουσίαση των βασικών εννοιών που αναλύει ο καθηγητής κ. Γιώργος Κοντογιώργης στη μελέτη του με τίτλο «Η γνωσιολογία των συλλογικών ταυτοτήτων. Οι νεώτερες προσεγγίσεις και η ελληνική ταυτότητα». Η μελέτη αυτή είναι δημοσιευμένη εδώ, για όποιον θέλει να δει πληρέστερα την επιστημονική προσέγγιση του θέματος, όπου θα βρει πολλές παραπομπές και σε άλλα έργα του ιδίου και άλλων.

Ψυχολογία: Σχέσεις Ζευγαριών...

 
Έχω  πρόσκληση από μια φίλη, για να παρακολουθήσουμε ένα βιωματικό σεμινάριο  με θέμα: «Θεραπεία Ζεύγους».
Το αντικείμενο έχει πολύ ενδιαφέρον!

Αν χρειαστείς και ένα τέτοιο σεμινάριο (ή πολλά σεμινάρια), για να καταλάβεις το είδος της σχέσεις που ζεις, πρέπει να μάθεις και να καταλάβεις πολλά. Αλλά όχι μόνος. Πρέπει να το κάνετε μαζί, με τον εμπλεκόμενο στη σχέση. Τότε θά 'χει αξία και για τους δυό. Αλλιώς, είναι βέβαια σημαντικό να καταλαβαίνει κανείς τί πρέπει να ξέρει και τί πρέπει να κάνει, αλλά για να έχει αξία συνολική, πρέπει να ενημερωθούν και οι δύο.
Γιατί εδώ, δεν είναι να μάθεις τί να αποφεύγεις, ή τί να κάνεις εσύ άσχετα από τον άλλο,αλλά πώς να «δουλέψετε μαζί» τις δυσαρμονίες σας, ώστε να περιορισθούν ή/και να απαλειφθούν.
Αν δεν μπορείτε να παρακολουθήσετε μαζί την ενημέρωση από τον ειδικό, πρέπει να προσπαθήσει κάποιος πολύ από μόνος του για να καταλάβει ποιόν άνθρωπο έχει μαζί του, την ιδιοπροσωπία του, τις ιδιοσυγκρασιακές του προτιμήσεις, αλλά και τα αθεράπευτα τραύματά του, για να εργαστεί καταλλήλως.
Μια τέτοια σχέση, σχέση με δυσαρμονίες, έχει εμμονές και ανωριμότητες, από τη  μιά ή και από τις δύο πλευρές. Κι όσο παραμένουν κι οι δυο τους μωρά, που δεν  μεγαλώνουν ποτέ, οι δυσαρμονίες θα υφίστανται.
Υπάρχουν άνθρωποι που  δεν δεσμεύτηκαν ποτέ τους, και δεν μοιράστηκαν τίποτε με κανέναν. Αυτοί ξέρουν καλύτερα τον εαυτό τους.
Αλλά υπάρχουν και τύποι, που δεν δεσμεύτηκαν γιατί ήξεραν καλά ποιοί είναι,  και, επειδή φοβήθηκαν την απόρριψη, απέφυγαν να εκτεθούν, είτε γιατί νόμισαν πως κάποιον θα εκμεταλλευτούν για πάντα και αδιαμαρτύρητα, είτε γιατί  θέλαν όλα τους τα κατορθώματα να τα καρπωθούν μόνοι τους οι ίδιοι, είτε γιατί φοβήθηκαν να δημιουργήσουν, να εκφραστούν.

Είναι τυχεροί όσοι συνάντησαν μια «καλή πάστα ψυχής», κι όσο για τις περιστασιακές δυσαρμονίες, πρέπει να βρούνε τον τρόπο συμπόρευσης
παρά τα «τραύματα, τις ασθένειες» και τις όποιες άλλες δυσκολίες, γιατί ο καιρός που περνάει, η ηλικία, οι συνθήκες, δημιουργούν άλλα προβλήματα.

Κι αυτά είναι προβλήματα που τα αποκτάμε όλοι μας. Ο χρόνος και οι συνθήκες μας επηρεάζουν όλους. Κατανόηση, υπομονή και αλληλεγγύη είναι λοιπόν το ζητούμενο.

Αν ξέρετε (ή μπορείτε να βρείτε) κάποιο καλύτερο μέσο ή τρόπο είστε σε πλεονεκτική θέση.

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Παγκοσμιοποίση: Η Νεωτερική Ιστοριογραφία Αρνείται τη Συνέχεια του Ελληνισμού. Νεο-Ελληνικό Κράτος


 

10η Συνέχεια...

Ως προς τον ισχυρισμό σχετικά με το εθνικό χαρακτήρα του ύστερου Βυζαντίου κατά την περίοδο της οθωμανοκρατίας, με βάση την νεωτερική άποψη ότι ο νεώτερος ελληνισμός συγκροτείται, εξ επόψεως ταυτότητας, κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο (μεταξύ των 10ου και 13ου αιώνων): Αυτό δεν είναι βάσιμο γιατί η έννοια του έθνους, κατά τη φάση αυτή, παραμένει απολύτως συνδεδεμένη με την κοσμοσυστημική ιδιοσυστασία του ελληνισμού. Ο Ελληνισμός, ενεργεί ως «έθνος κοσμοσύστημα» και οι πολιτικές του προτεραιότητες φανερώνουν ότι είναι εκείνες της οικουμενικής κοσμόπολης.

Η αγωνία των μετά την άλωση του 1204 Ελλήνων και έως την τελική άλωση του 1453, εστιάζεται στην ανασυγκρότηση της οικουμενικής κοσμόπολης, όχι στην υπέρβασή της. Η περίπτωση του Γεμιστού είναι χαρακτηριστική. Το διακρίνουμε αυτό, επίσης, στην έννοια του έθνους, στις πολιτειακές αντιλήψεις και στα παλιγγενεσιακά προτάγματα της τουρκοκρατίας. Από τον Ρήγα έως τους Φαναριώτες, την Εκκλησία, τη Φιλική Εταιρεία και τον Υψηλάντη, όλοι αναφέρονται στο «έθνος κοσμοσύστημα της ελληνικής ανθρωποκεντρικής οικουμένης». Αυτό βιώνουν άλλωστε στο πλαίσιο των κοινών/πόλεων, και στοχάζονται για την ανασύσταση, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, της οικουμενικής κοσμόπολης.

Ακόμη και τα Συντάγματα της Επανάστασης εμπνέονται κυριολεκτικά από το σύστημα των πόλεων/κοινών. Σε καμιά περίπτωση, δεν προσβλέπουν σε μια κοινωνία με το δεσποτικό-κρατικό χαρακτήρα της εποχής, ούτε στην ιδέα του πολιτικά κυρίαρχου, ενιαίου και πολιτισμικά ομοιογενούς κράτους έθνους, το οποίο άλλωστε θα υιοθετήσει πολύ αργότερα η Εσπερία.

Τα κράτη αυτά εθεωρείτο ότι ταίριαζαν πιο πολύ σε κοινωνίες της μετάβασης ή, έστω, σε πρωτο-ανθρωποκεντρικές κοινωνίες, όπως οι ευρωπαϊκές.

Γι’ αυτό, οι Έλληνες της εποχής, παρόλο που συνεργάζονταν και συζητούσαν με τις ευρωπαϊκές χώρες, δεν ακολουθούσαν στο πολιτειακό, αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικό τους διάβημα.

Είναι ασφαλές-ιστορικά- να δεχθούμε ότι η ιδέα του έθνους, μέχρι τουλάχιστον την Επανάσταση, είναι άρρηκτα προσδεδεμένη στην κοσμοσυστημική ιδεολογία του ελληνισμού, ορίζεται δηλαδή ως έθνος κοσμοσύστημα.

Αυτή η αντίληψη, αντλεί, συγκεκριμένα, το «υλικό» της από την ανθρωποκεντρική φάση της οικουμένης. Γι' αυτό και παραμένει, ως προς την ουσία της, εξαρτημένη από την καταγωγή. Και επικαλείται την καταγωγή των συγχρόνων Ελλήνων από τους προγόνους Έλληνες, χωρίς να διακρίνει ανάμεσα σ’ αυτούς της κρατοκεντρικής (των πόλεων κρατών) και της οικουμενικής (ελληνιστικής, ρωμαϊκής και βυζαντινής) περιόδου.

Η καταγωγή, επομένως, εξακολουθεί να μην ανάγεται στη «ροή του αίματος», αλλά να αναφέρεται στη συνέχεια της ελληνικής ανθρωποκεντρικής παιδείας. Αυτό ακριβώς εννοεί ο Ρήγας όταν χαρακτηρίζει το «λαό», που κατοικεί στον ευρύτερο ζωτικό χώρο του ελληνισμού, ως «απόγονο των Ελλήνων».

Ο λαός του έθνους αυτού (του ελληνικού κοσμοσυστημικού έθνους) απαρτίζεται από όλες τις επιμέρους εθνοτικές ή άλλες πολιτισμικές ομάδες (Αλβανούς, Βούλγαρους, Ρουμάνους κ.α.) χωρίς διακρίσεις ή εξαιρέσεις.

Για τον ίδιο λόγο, ό,τι σηματοδοτεί το χαρακτήρα του έθνους («το πολιτειακό πρόσημο του έθνους») συγκεντρώνει όλες εκείνες τις ελευθερίες που ταιριάζουν στη συγκεκριμένη ιστορική φάση (οικουμενική), τις εξής τέσσερις:
  • την εθνική έναντι του «άλλου», 
  • την συνάδουσα με την πολυσημία του έθνους και, οπωσδήποτε, την προϋπόθεση όλων, την ατομική ελευθερία, 
  • σε συνδυασμό με την κοινωνική και 
  • την πολιτική ελευθερία, η οποία, η τελευταία, τέμνει το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης του έθνους, δηλαδή της ευθύνης για τα κοινά, υπέρ της κοινωνίας.
Η θεμελιώδης κοινωνία του έθνους αυτού συνδυάζει το σύστημα των πόλεων/κοινών με τη διακρίνουσα της σύνολης κοινότητας, την κοσμόπολη.

Ώστε ο νεώτερος ελληνισμός, συγκροτείται μόλις κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα, με τη μετάβαση από το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας στο ομόλογο κοσμοσύστημα της μεγάλης κλίμακας, που γέννησε το έθνος κράτος.

Από ανθρωποκεντρική άποψη, δηλαδή υπό το πρίσμα της προόδου, η μετάβαση αυτή, με τον τρόπο που τελικά έγινε, ήταν αναπόφευκτο να σημάνει μια κεφαλαιώδη οπισθοδρόμηση για τον ελληνικό κόσμο: οι ελληνικές κοινωνίες που ενσωματώνονταν στο κράτος, αντί να μεταφέρουν εκεί το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο της οικουμένης, εκαλούντο να το εγκαταλείψουν και να ανασυγκροτηθούν στη βάση μιας μεταβατικής δεσποτείας και, στη συνέχεια, με πρόσημο το πρωτο-ανθρωποκεντρικό κεκτημένο του νεώτερου κόσμου.

Μολονότι η μετάβαση αυτή, θα διαρκέσει ακριβώς έναν αιώνα, η νέα εθνική ιδέα θα αποκρυσταλλωθεί ιδεολογικά μετά τη μικρασιατική καταστροφή και ιδίως από τη δεκαετία του 1930.

Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται για τη σύγχυση που επικρατεί στη νεοτερική σκέψη σε ό,τι αφορά στις σταθερές και στις μεταβλητές της έννοιας του έθνους.

Χωρίς αμφιβολία το έθνος, ως έννοια και ως συνείδηση κοινωνίας, διαφοροποιείται στο χρόνο, σε συνάρτηση με τις φάσεις που διέρχεται το σύνολο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα.

  • Διαφοροποιείται, για παράδειγμα, ως προς τη βαρύτητα των πολιτισμικών στοιχείων που προσκυρώνονται στο «είναι» του.
  • Διαφοροποιείται, επίσης, ως προς το εύρος της ελευθερίας που ενσωματώνει κάθε φορά και, συνακόλουθα, ως προς το ποιος έχει την αρμοδιότητα να το ενσαρκώσει. 
  • Διαφοροποιείται, τέλος, ως προς το καταγωγικό επιχείρημα που συνάπτεται με αυτό, το ιστορικό του κεκτημένο και, μάλιστα, ως προς τις προσλήψεις του παρελθόντος ή τις κατευθύνσεις του μέλλοντος.
Όμως, οι διαφοροποιήσεις αυτές αποτελούν μεταβολές που όσο μεγάλη σημασία και να έχουν δεν αναιρούν τις θεμελιώδεις σταθερές.
  • Οι σταθερές ορίζουν την ενότητα και τη συνέχεια του έθνους/της συλλογικής ταυτότητας στο χρόνο. 
  • Οι μεταβλητές εγγράφονται ως ο δείκτης εναρμόνισης του έθνους στον κοσμοσυστημικό χρόνο, 
  • οι σταθερές βεβαιώνουν την ύπαρξή του ως συνείδησης κοινωνίας, δηλαδή ως ταυτοτικού γεγονότος. Αλλά, το φαινόμενο αυτό δεν εντοπίζεται ως ιδιαιτερότητα του έθνους.

Η «εθνική ουσία», ο τρόπος ύπαρξης,  εφαρμόζεται στο σύνολο του κοινωνικού βίου. Το πολιτικό σύστημα, η σχέση του με το κράτος, η θέση της κοινωνίας των πολιτών σ’ αυτό, η ελευθερία, η ισότητα, η δικαιοσύνη, το οικονομικό σύστημα και, μάλιστα, ο τρόπος συγκρότησης του ανθρωποκεντρικού γεγονότος μεταλλάσσονται στον κοσμοσυστημικό χωροχρόνο, χωρίς εντούτοις να χάνουν την ιδιοσυστασία τους. 

Για να γίνει κατανοητή η επισήμανση αυτή, αρκεί να επικαλεσθώ το παράδειγμα του ανθρώπου, καθώς ισχύει γι’ αυτόν αναλογικά ό,τι και για την κοινωνία εν συνόλω. Όντως, ο άνθρωπος, από τη γέννησή του έως το θάνατο, μεταλλάσσεται και μάλιστα ουσιωδώς. Όμως, δεν παύει εξ επόψεως ταυτότητας να παραμένει ο ίδιος.

Σε κάθε περίπτωση, η επώδυνη διαδικασία της μετάβασης του ελληνισμού από τη μικρή στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα του ανθρωποκεντρικού γίγνεσθαι, από το έθνος κοσμοσύστημα στο έθνος κράτος, βρίσκεται πίσω από πλήθος ζητημάτων και παρανοήσεων που εγείρει η συμβίωση του νεώτερου πρωτο-ανθρωποκεντρικού κράτους με τις ανθρωποκεντρικές κληρονομιές της ελληνικής κοινωνίας.

Κατά τούτο, δεν είναι καθόλου τυχαία η τροπή που έλαβε η συζήτηση για το έθνος στην εποχή μας, ούτε και η αγωνιώδης προσπάθεια μια σημαντικής μερίδας της διανόησης να απομειώσει το παρελθόν και, μάλιστα, να αρνηθεί όχι μόνο την ελληνική συνέχεια, αλλά και αυτή την ύπαρξη του ελληνικού έθνους πριν από το νεοτερικό κράτος.

Προφανώς αυτό έγινε για λόγους χρηματοδοτικής εξάρτησης της νεωτερικής, και αγοραίας αυτής, διανόησης, από την Εσπερία.

Και γι' αυτό ακριβώς το λόγο, αυτή η μερίδα της διανόησης είναι υπόλογη, για την ενορχηστρωμένη προσπάθεια που γίνεται προκειμένου να ενοχοποιηθεί η ελληνική κοινωνία και, κατ’ επέκταση, οι κληρονομιές της (το Βυζάντιο και η τουρκοκρατία) για την αδυναμία και, ουσιωδώς, για την άρνηση του κράτους να εναρμονισθεί με τις προσδοκίες της.

Με αυτή την προοπτική, η νεωτερική και «εκσυγχρονιστική» της ιστορίας  διανόηση, διαχωρίζει τη θέση της από τη γνωσιολογία της ιστορίας, ώστε να αναλάβει τον κατάλληλο -καταφανώς ιδεολογικό και, μάλιστα, πολιτικώς άκρως συντηρητικό- ρόλο, εχθρικό κυρίως  προς την ελευθερία του σώματος της κοινωνίας των πολιτών.

Σημ.: Ακολουθεί κι άλλο  σημείωμα.

Παγκοσμιοποίηση και νεωτερική ιστοριογραφία. Βυζάντιο και Μεσαίωνας.


 

9η Συνέχεια...

Έχουμε ήδη διαπιστώσει ότι προϋπόθεση του έθνους είναι το «ανθρωποκεντρικό γεγονός» και η «ταυτοτική σήμανση της συνείδησης κοινωνίας».

Αυτό υποδηλώνει ότι, εάν ο ελληνικός κόσμος είχε περιέλθει στη δεσποτεία/φεουδαρχία, θα είχε χάσει την ταυτότητά του, ακόμη και αν κατάφερνε να διατηρήσει ζωντανό το γλωσσικό του ιδίωμα. Το ίδιο θα συνέβαινε κι αν χανόταν ο ελληνικός χαρακτήρας της ανθρωποκεντρικής παιδείας, όπως ακριβώς συνέβη με τις αραβικές κατακτήσεις. Τούτο όμως δεν έγινε.

Η ύπαρξη και η λειτουργία του «ελληνικού έθνους κοσμοσυστήματος» σε ολόκληρη τη διάρκεια του Βυζαντίου, αντανακλά το γεγονός ότι συνεχίζει αδιατάρακτα τον ελληνικό ανθρωποκεντρικό τρόπο, οργανωμένον όπως ήταν και εκείνος των παλαιών-και-αρχικών κοινωνιών των πόλεων/κοινών με κατευθυντήριο πρότυπο εναρμόνισης τη «μητρόπολη πολιτεία».

Με άλλα λόγια, στο Βυζάντιο ο ελληνισμός συνέχισε να βιώνει αδιατάρακτα το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας της φάσης της οικουμένης. Το Βυζάντιο υπήρξε καθόλα οικουμενική κοσμόπολη, όχι (δεσποτική) αυτοκρατορία.
Είναι άπειρες οι πηγές που μαρτυρούν την καθολική συγκρότηση των κοινωνιών του Βυζαντίου με πρόσημο την κοσμόπολη, η οποία αναλύεται στη συνάντηση της μητρόπολης ή βασιλεύουσας πόλης και του συστήματος των ανθρωποκεντρικών πόλεων/κοινών.

Tη μεγαλύτερη αποδεικτική δύναμη, ωστόσο, έχει το γεγονός ότι ο ελληνικός κόσμος εισέρχεται στην τουρκοκρατία, οργανωμένος με υπόβαθρο τις κοινωνίες των κοινών/πόλεων, των οποίων μάλιστα οι πολιτείες διάγουν και πολιτεύονται (λειτουργούν και διοικούνται) σαν να προέρχονται κατ'ευθείαν από εκείνες που υπήρχαν στην προ-οικουμενική, δηλαδή στην κλασική εποχή.

Επομένως, η «νεοτερική ιστοριογραφία» προσπαθώντας να ξαναγράψει την ιστορία, δείχνει μια αξιο-περίεργη εμμονή να ορίσει το τέλος της «αρχαιότητας» με το ανυπόστατο επιχείρημα ότι το σύστημα των πόλεων τέλειωσε.

Αδόκιμη είναι, επίσης, και η ταξινόμηση του Βυζαντίου στο Μεσαίωνα, δηλαδή σε καθεστώς δεσποτείας.

Χωρίς άλλο, αδόκιμη είναι και η προβολή του πολυεθνικού χαρακτήρα του Βυζαντίου. Και τούτο, γιατί πρόκειται στην ουσία για κοινή πολιτισμική/ ταυτοτική και κοσμοσυστημική στέγη, η οποία είναι πολύ περισσότερο εμφανής, από ό,τι στις ελληνιστικές και στη ρωμαϊκή κοσμοπόλεις.

Ας μη μιλήσουμε για τις προεκτάσεις και τις σκοπιμότητες που υπηρετούνται κι επιδιώκονται με αυτές της θεωρίες της νεωτερικής ιστοριογραφίας. Είναι λίγο ως πολύ προφανείς.

Επί του παρόντος, προέχει η δική μας καλή γνώση για τη δική μας ιστορία και την εξελικτική πορεία του Ελληνικού Έθνους, στο διάβα του χρόνου.

Σημ. Θα ακολουθήσει και άλλο σημείωμα....

Παγκοσμιοποίηση. Ελληνικό ανθρωποκεντρικό σύστημα- Χριστιανισμός- Εστία και Συσπείρωση του Ελληνισμού.


 

8η Συνέχεια... (μακρύς ο δρόμος...)

Στη σύγκρουση αυτή αποκαλύπτεται η αιτία ενός μακρόχρονου εμφυλίου, δηλαδή της εσωτερικής σύγκρουσης μεταξύ δυο αντιλήψεων του βίου, στο πλαίσιο του «ελληνικού έθνους κοσμοσυστήματος».

Και, όπως συμβαίνει, σε κάθε εμφύλια σύρραξη, αυτό που προτάσσεται είναι το διακύβευμα της αντίθεσης, όχι το στοιχείο που ενώνει τους αντιπάλους («η ενοποιός ταυτοτική συνιστώσα» των αντιπάλων).

Ο Πορφύριος, ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος που έγραψε πλήθος έργων «υπέρ της των Ελλήνων ελευθερίας», θα ειπεί για τον Ωριγένη (που έζησε στα 185-251 μ.Χ.): «Έλλην εν Έλλησι παιδευθείς λόγοις προς το βάρβαρον εξώκειλε τόλμημα», και τη θέση του αυτή την πρόβαλε ως αντίρρηση στις «δεσποτικές καταβολές του χριστιανισμού».

Για να γίνει κατανοητός στην ουσία του αυτός ο προβληματισμός, είναι αναγκαίο να υπογραμμισθεί ότι η θρησκεία, αν και καταγράφεται ως σημαίνον στοιχείο του συλλογικού γίγνεσθαι, δεν συγκροτεί αυτοτελή «ανθρωποκεντρική ταυτότητα».

Για το λόγο αυτόν και ποτέ δεν υπήρξε πολεμική εναντίον εθνικών, εθνοτικών ή άλλων συλλογικοτήτων, αλλά κατά των απίστων στο εσωτερικό τους.

Η θρησκεία άλλωστε, και σε κάθε περίπτωση η χριστιανική θρησκεία, διαθέτει οικουμενική φιλοδοξία, υπερβαίνει δηλαδή τις επιμέρους ταυτοτικές, πολιτειακές ή άλλες συλλογικότητες.

Και πάντως, μέσα από τη θρησκεία, είναι δυνατόν να οδηγηθεί κάποιος σε αλλαγή συλλογικής ταυτότητας. Σε ό,τι αφορά στον ελληνικό κοσμοσυστημικό χώρο, αυτό παρατηρείται με τις κατακτήσεις των Αράβων και των Οθωμανών, αλλά και σε πολλές άλλες περιπτώσεις.

Δεν συνέβη, όμως, εκεί, όπου διατηρήθηκε η «ανθρωποκεντρική ιδιοσυστασία της κοινωνίας», σε συνδυασμό με τη σήμανσή της από την ελληνική παιδεία.

Γι’ αυτό και όταν θα καταλαγιάσει η σύγκρουση στο εσωτερικό του ελληνικού κόσμου, ο χριστιανισμός, στην ελληνική του εκδοχή, θα εγγραφεί ως συστατικό στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας.

Το ειδικό βάρος των δυο αυτών παρένθετων ταυτοτικών «αναφορών» (της ρωμαϊκότητας από τη μιά, και της ελληνικής εκδοχής του χριστιανισμού, από την άλλη πλευρά) στη συνολική σύνθεση του ελληνικού έθνους κοσμοσυστήματος, θα διαφοροποιηθεί καθώς περνάει ο καιρός.

Όμως, αυτό που συνέδεσε στέρεα και σταθερά τη σύνθεση ρωμαϊκών και ελληνικών στοιχείων, είναι η «καταγωγική» ελληνικότητα, που ανατροφοδοτεί η γλώσσα, και στην οποία αποτυπώνονται η ελληνική παιδεία και ο εν γένει ανθρωποκεντρικός τρόπος του βίου.  

Τα τρία αυτά στοιχεία, η γλώσσα, η παιδεία και ο ανθρωποκεντρικός βίος, τα διατήρησαν στην ολότητά τους οι βυζαντινοί Έλληνες.


Η άποψη του Καθηγητή Γ. Κοντογιώργη είναι σαφής: Λέει στην ολότητά τους, διότι τελικά ο χριστιανισμός στην ελληνική του εκδοχή οικοδομήθηκε στη βάση των στοιχείων αυτών. Και επιχειρηματολογεί:

Το γεγονός αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στην προσέγγιση των βυζαντινών από τους «άλλους», οι οποίοι, τους αναγνωρίζουν στην ελληνική τους ταυτότητα
  • είτε τους αποκαλούν απλώς Γραικούς ή Έλληνες (οι Λατίνοι)
  • είτε Ρούμι (οι Άραβες)
  • είτε Γιουνάν (οι Ασιάτες),

Ομοίως οι Βυζαντινοί, στην επικοινωνία τους με τους «άλλους», δεν παραλείπουν να υποσημειώσουν την καταγωγική τους σχέση με τους αρχαίους Έλληνες και την ελληνικότητα της παιδείας τους.

  • «Εξ ημών προήλθον πάσαι αι επιστήμαι [...]», θα αντιτάξει στους Άραβες ο Κωνσταντίνος, ο μετέπειτα Κύριλλος, ο και εκπολιτιστής των Σλάβων (827-869). 
  •   Η Άννα Κομνηνή (1083-1148±) σεμνύνεται για την ελληνική της παιδεία και αναφέρεται στον «αγράμματον Έλληνα ορθώς ελληνίζοντα», ενώ για
  •  τον Νικήτα Χωνιάτη,
  •  τον Γεμιστό και το σύνολο των λογίων, οι βυζαντινοί είναι αναντιλέκτως Έλληνες.
Ο κοινός αυτός παρονομαστής της ελληνικής παιδείας και, ουσιαστικά, η ιστορική της συνάφεια με την έννοια της ελληνικότητας, εμφανίζεται ως η «διακρίνουσα» της ελληνικής ταυτοτικής συνείδησης.

Εξού και οι ίδιοι οι βασιλείς στις στιγμές της δοκιμασίας της κοσμόπολης, θα προβάλουν και, μάλιστα, θα αντιτάξουν ότι
  •  η σοφία «εν τω γένει των Ελλήνων ημών βασιλεύει» ή
  •  ότι «απασών γλωσσών το ελληνικόν υπέρκειται γένος» και
  •  ότι «πάσα τοίνυν φιλοσοφία και γνώσις Ελλήνων εύρημα [...]».
Το τέλος του εμφυλίου και, ιδίως, η σύγκρουση με τον «άλλον», που θα αποτελέσει μείζον ζήτημα του Βυζαντίου από τον 9ο-10ο αιώνα, θα φέρει στην επιφάνεια τη διακρίνουσα της συλλογικής ταυτότητας. Η οποία, εν προκειμένω, θα αναδείξει την ταυτοτική διαφοροποίηση έναντι του «άλλου», δεν θα λειτουργήσει όμως ως δημιουργός της ελληνικής ταυτότητας.
Ο Νικήτας Χωνιάτης, αρνούμενος τη συνέχιση της ιστορίας του, «το κάλλιστον εύρημα των Ελλήνων», επικαλείται τη σταθερά της ελληνικής ταυτότητας του έθνους κοσμοσυστήματος.

Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν τη φάση της νέας εθνογένεσης, ούτε -πολύ περισσότερο- ότι δημιουργήθηκε ο νέος Ελληνισμός.

Σημαίνει απλώς, ότι αποκαλύφθηκε η βαθμιαία αμφισβήτηση της βυζαντινής κοσμοκρατορίας και η απειλή που άρχισε να επικρέμαται επί της ελληνικής «οικουμενικής κοσμόπολης».

Επίσης, θεωρεί ο Καθηγητής Γ. Κοντογιώργης, ότι δεν είναι σωστή η άποψη, όταν στα χρόνια του ύστερου Βυζαντίου προτάσσεται η ελληνική ταυτότητα, (να θεωρείται ότι) αυτό γίνεται επειδή το Βυζάντιο συρρικνώθηκε στις εθνικές εστίες του ελληνισμού.

Γιατί, εκτός από το ότι το οικουμενικό παρελθόν του ελληνισμού διαψεύδει πλήρως την ερμηνευτική αυτή εκδοχή, αυτό διαπιστώνεται και από το ότι η έννοια της εθνικής εστίας στους βυζαντινούς εξακολουθεί να γίνεται αντιληπτή όχι με γνώμονα τη γεωγραφία της «Ελλάδας», αλλά σε συνάφεια με τον ελληνίζοντα και συχνά με τον ιστορικό ζωτικό χώρο της κοσμοσυστημικής οικουμένης.

Αυτή ακριβώς την προσέγγιση την συναντάμε στον Μιχαήλ Παλαιολόγο, αλλά και πολύ αργότερα στον Ρήγα Βελεστινλή.

Ο απελευθερωτής της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, λίγο πριν από την είσοδό του στην Πόλη, θα υπενθυμίσει στους περιστοιχίζοντες αυτόν Έλληνες ότι προ του «διαμοιρασμού» της πατρίδος («της πατρίδος παθούσης») από τους Ιταλούς, τους Πέρσες, τους Βουλγάρους [...] και άλλους, η αρχή της οριζόταν «προς έω μεν Ευφράτη και Τίγριδι, προς δύσιν δε Σικελία και τοις πρόσω Πουλείας [...] Αιθίοπας δ’ είχε προς νότον και προς βορράν τα προσάρκτια [...]».

Ο Ρήγας θα οριοθετήσει με τον ίδιο τρόπο τα εδαφικά όρια της ελληνικής πατρίδας, τα οποία μάλιστα μερίμνησε να χαρτογραφήσει.

Περιλαμβάνονται σ’ αυτά «η Ρούμελη [η κάτωθεν του Αίμου ελληνική χερσόνησος], η Μικρά Ασία, οι Μεσόγειες Νήσοι [από την Κύπρο, το Αιγαίο και την Κρήτη, έως την Μάλτα και τα Επτάνησα] και η Βλαχομπογδανία».

Σε κάθε περίπτωση, η έννοια της πατρίδας στο ύστερο Βυζάντιο (και, προφανώς, στην τουρκοκρατία) λειτούργησε όπως ακριβώς στα περσικά ή ενώπιον της ρωμαϊκής απειλής. 


Σημ.: Ακολουθεί και άλλο σημείωμα...


Παγκοσμιοποίηση. Οι Έλληνες πολίτες του Βυζαντίου. Το ελληνικό κοσμοσύστημα και η Βυζαντινή Πολιτεία.


 

7η Συνέχεια...

Τί έγινε λοιπόν στα βυζαντινά χρόνια κι άλλλαξαν οι Έλληνες τον τρόπο που έβλεπαν να οργανώνεται και να πολιτεύεται η κοινωνία τους;

Λοιπόν, αυτό που άλλαξε κατά τη βυζαντινή περίοδο της οικουμενικής κοσμόπολης, έτσι, ώστε η ευθύνη για την πολιτική υλοποίηση της εν κοινωνία ζωής και την ανάληψη της διαχείρισης του «έθνους κοσμοσυστήματος» από την πόλη στην κοσμόπολη, ήταν τα εξής ιστορικά δεδομένα και αδιάψευστα «γεγονότα»:

Πρώτον, η ρωμαϊκή κληρονομιά του Βυζαντίου ήταν μια σαφώς προδιαγεγραμμένη πολιτική ισορροπία μεταξύ της μητρόπολης πολιτείας και του συστήματος των πόλεων.

Δεύτερον, η μετα-στέγαση/μεταφορά της «μητρόπολης πολιτείας» στο Βυζάντιο θα οδηγήσει εξαρχής στην εξάρτησή της από το σύνοικο -πλέον- ελληνικό και ανθρωποκεντρικό στοιχείο της Πόλεως και, προοπτικά, στον εξελληνισμό του κράτους.

Η μεταβολή αυτή, θα εξ-οικειώσει την «μητρόπολη πολιτεία» με τον ελληνισμό και, εντέλει, θα οδηγήσει στην οικειοποίηση της ιδέας της Ρώμης (της ρωμαϊκότητας) από τον ελληνικό κόσμο. Προς την κατεύθυνση αυτή θα συμβάλει εντονώτατα και το γεγονός πως η δυτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία θα περιέλεθει στη βαρβαρότητα και ουσιαστικά θα αποσχισθεί από την ρωμαϊκή επικράτεια. Και παρά το γεγονός ότι ποτέ η ανατολική Ρώμη/ ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν παραιτήθηκε από την εξουσία της επί της δυτικής, οι κάτοικοι της τελευταίας θα αυτοαποκαλούνται με το προσωνύμιο του Λατίνου, όχι του Ρωμαίου.

Η επιλογή τους αυτή υποδηλώνει, χωρίς αμφιβολία, ότι οι Λατίνοι όχι μόνον δεν είναι πια οι φορείς της ιδέας της «Ρώμης», αλλ’ ότι ουσιαστικά  δεν δικαιούνται ούτε να ισχυρισθούν ότι την μοιράζονται ισότιμα με τους Έλληνες, αφού οι τελευταίοι, τους υποκατέστησαν στην ηγεσία της κοσμόπολης.

Από την άλλη μεριά, μόνον οι Έλληνες μπορεί να θεωρηθούν ότι ανήκουν στην κοσμοσυστημική δικαιοταξία της «Ρώμης», δηλαδή στο ελληνικό ή «ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας». Και οι βυζαντινοί θα αντιτάξουν στους Λατίνους ότι η ρωμαϊκή κληρονομιά περιήλθε ως καταπίστευμα στο γένος των Ελλήνων. Μετά από μια στιγμή, η ρωμαϊκή πολιτειακή ταυτότητα λειτούργησε ως η εναλλακτική διατύπωση της πολιτικής ελληνικότητας.

Ανάλογα ισχύουν και για τη νέα θρησκεία. Το φαινόμενο της οικοδόμησης εξυπαρχής μίας νέας θρησκείας σε ανθρωποκεντρικό περιβάλλον υπήρξε συγκλονιστικό από τη φύση του και είναι, χωρίς αμφιβολία, μοναδικό στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η μοναδικότητα αυτή, εντούτοις, συνομολογεί ότι ο χριστιανισμός υπήρξε ουσιαστικά εσωτερική υπόθεση του ελληνικού κοσμοσυστήματος.

Αυτό είναι πολύ σπουδαίο και πρέπει να μην το ξεχνάμε. Γιατί θα μπορούσε να επικαλεσθεί κανείς τη διαρκή αναφορά στους «Έλληνες», κατά την πρώτη και τη μέση βυζαντινή περίοδο, που συμπίπτει με την οικοδόμηση και την οριστική επικράτηση του χριστιανισμού, ώστε να «αποδείξει» την ύπαρξη της ταυτοτικής τους συλλογικότητας.

Παρ' όλα αυτά, αν και οι διώξεις των χριστιανών έγιναν από τη ρωμαϊκή πολιτεία, η αντιπαράθεση ορθώθηκε εναντίον των «Ελλήνων». Γιατί αυτή η αντιπαράθεση (η αντίθεση των ρωμαίων προς τους χριστιανούς δεν γίνεται ως αντίθεση προς τους Έλληνες ως «εθνική συλλογικότητα», αλλά στον ελληνισμό ως τον κόσμο που σαρκώνει συγκεκριμένη αντίληψη της ζωής και του πολιτεύεσθαι, και για να το πούμε επιστημονικά ως το «ταυτοτικό ισοδύναμο του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος».

Η αντίθεση φαινόταν ότι εστιαζόταν, καταρχήν, στον αγώνα επικράτησης μεταξύ των δύο θρησκειών. Στο βάθος, όμως, υπέβοσκε η ασυμβατότητα του ανθρωποκεντρικού τρόπου του βίου (που προσιδίαζε, τότε, στην οικουμενική φάση του ελληνικού κοσμοσυστήματος), με τις πηγές μιας δεσποτικής θρησκείας, της εβραϊκής, οι οποίες εξακολουθούσαν να συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των θεωρητικών του χριστιανισμού, παρόλο που και ο ίδιος ο Χριστός επήρε αποστάσεις με τη διδασκαλία του από αυτές.

Αξίζει να προσεχθεί ότι το ενδιαφέρον αυτό γινόταν ολοένα μεγαλύτερο, καθώς η νέα θρησκεία εξελισσόταν σε σύστημα ζωής (αντίληψης του κόσμου) και πολιτεύεσθαι.

Σημ.: Ακολουθεί και άλλο σημείωμα..



Παρελάσεις: Ένας αντίλογος στον αντίλογο


 

Διάχυτο είναι γύρω μας το πνεύμα τις αντίρρησης σε κάθε τί που αναφέρεται στην ελληνική μας ιδιοπροσωπία και στην προτίμησή μας να τιμάμε, να θυμίζουμε και να ζούμε φέροντες, εκφράζοντες και εκφραζόμενοι υπό την εθνική μας ταυτότητα.

Ο,τιδήποτε αφορά έστω και τη στοιχειώδη υπόμνηση, ακόμη και λανθάνουσα ότι είμαστε Έλληνες, με αυτή τη -συγκεκριμένη και γνωστή- διαδρομή, αυτή την ιστορία, αυτές τις ιστορικές επιλογές, φάσεις, κατευθύνσεις, προτιμήσεις, συνήθειες, ότι είμαστε έλληνες και ότι διάφοροι λαοί, στο διάβα του χρόνου, μας προξένησαν ζημίες, εισβολές, σφαγές, αλώσεις, πυρπολήσεις, παιδομαζώματα, βιασμούς και μύρια τόσα άλλα, και πως παρόλα αυτά εμείς αγαπούμε την ειρήνη και τη δημιουργία, την ειρηνική συνύπαρξη των λαών χωις επιβητορικές σχέσεις εξουσίας πάνω μας, θα βρεθούν κάποιοι να μας πούν:

-Αυτά είναι μυθεύματα! Τα επινοήσανε κάποιοι για να σας καθοδηγούνε! για να πετύχουνε τους στόχους τους! Εμείς ξέρουμε καλά!

Άλλοι είπανε, μεταξύ τους:

-Ας μη μιλάμε πια καθόλου γι' αυτά! Σιγά-σιγά θα ξεχαστούνε! Μη τους δίνετε σημασία όταν μιλάνε αυτοί!

Κι άλλοι, απορούντες με την επιμονή μας και την πίστη μας να θυμόμαστε και να θέλουμε αυτό που είμαστε, αυτό που η ελληνική μας παιδεία μας έδωσε, δηλαδή ελευθερία σκέψης, ελευθερία επιλογής, μέτρο, λογική, αγάπη, ωραίο, κ.α., είπανε:

-Ο κόσμος πια είναι ένας! Τί λένε αυτοί οι οπισθοδρομικοί, και γιατί θέλουνε να γιορτάζουνε και να θυμούνται πράγματα που πια δεν έχουν σημασία;

Εχουνε δίκιο. Ο κόσμος αλλάζει. Αλλά δεν άλλαξε ακόμη.

Απλώς, σε αυτή την αλλαγή που συντελείται, δεν εχει ακόμη φανεί κατά τρόπο προφανή σε όλους, η ουσία της κατεύθυνσης προς την οποία οδεύει αυτή η αλλαγή. Κι όσοι -στρατευμένοι στην απώλεια της ιστορικής μνήμης- επιδιώκουν την εγκαθίδρυση του νέου κόσμου, φαντάζονται πως αυτός ο νέος κόσμος δεν θα θίξει τη δική τους μνήμη. Τη δική τους απόφαση.

Όμως ο νέος κόσμος δεν θέλει ανθρώπους με σκέψη, με κρίση, με απόφαση, με δυνατότητα επιλογής. Θέλει καταναλωτές και υπηρέτες. Γιατί αφεντικά έχει.

Αν οι μισθοφόροι του πολέμου για την απώλεια της ιστορικής μνήμης, της λογικής και της ελευθερίας (του προσώπου και των λαών) φαντάζονται πως θα είναι τα αφεντικά σε τούτον το πόλεμο που μαίνεται, δεν έχουν σκεφτεί ότι για να είναι κανείς αφεντικό πρέπει να έχει και υποτακτικούς. Οι ταλαίπωροι, αυτοί, δεν φαντάζονται πως είναι απλώς οι δήμιοι της ελευθερίας των λαών, και οι εντεταλμένοι για τη διεκπεραίωση οικονομικού εγκλήματος σε βάρος όλου του κόσμου.

Γιατί, δεν ενώνουν τον κόσμο στη βάση της κοινής ανάγκης για ζωή, αγάπη, ελευθερία, δημιουργία, παραγωγή, γνώση, συνεργασία.

Αντίθετα, κάποιοι λίγοι, ενώνονται και επιζητούν την απόλυτη (φυσική και ηθική) εξουσίαση και υποταγή όλων των ανθρώπων. Με απώτερο σκοπό και τον πλήρη οικονομικό τους έλεγχο. Αυτοί δεν διστάζουν ούτε μπροστά στην εξολόθρευση και στην φυσική εξόντωση όσων αντιστέκονται.

Αυτοί προωθούν την κατανάλωση και τον δανεισμό, γιατί αυτό θα εξανδραποδίσει τον άνθρωπο -και τους λαούς- ευκολώτερα (και σίγουρα).

Η κατανάλωση στην οποία μεθοδικά μας ωθούν, δεν αφορά μόνο αγαθά, αφορά και υπηρεσίες, και δομές, και ιστορία και ανθρώπους και όνειρα και ανθρώπινες ζωές. Η κατανάλωση μετράει, όχι το αντικείμενο.

Ο «δανεισμός» από τους οικονομικά ισχυρούς, με τους όρους τους, δεν αφορά μόνο χρήματα. Αφορά επιχειρήματα, αφορά μέλλον, αφορά ιστορία, αφορά ανθρώπινες ζωές, αφορά δημιουργία.

Μόνο που η κατανάλωση υπο-βάλλεται στους λαούς, δήθεν για την «πρόοδό» τους. Αυτή, που τελικά αποβαίνει με μαθηματική ακρίβεια, στην αποσάθρωσή τους.

Ενώ ο δανεισμός επι-βάλλεται από τους ισχυρούς, δήθεν για τη σωτηρία των λαών. Και, τελικά, αποβαίνει, επίσης, με μαθηματική ακρίβεια, σε όλεθρό τους...

Κάποιοι από εμάς, θέλουμε να έχουμε ιστορική μνήμη, και προτιμάμε να ζούμε στον κόσμο που έχει νόημα, γι' αυτό προτιμάμε να γιορτάζουμε ό,τι θυμίζει τέτοιαν άποψη: γιατί μας κάνει να χαιρόμαστε την ανθρωπιά μας (βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος, έλεγαν παλαιότερα) και -βλέποντας στο μέλλον- να διαιωνίζουμε το παιδευτικό παράδειγμα.

Όχι. Εμείς δεν κάνουμε στρατιωτικές παρελάσεις κατάκτησης και εξουσίασης. Εμείς παρατασσόμεθα με σεβασμό στη θυσία της αγάπης τους και υποσχόμαστε μεγαλύτερη προσοχή και περισσότερη εργασία στο αγαθό και στην ειρήνη.

Όσο για τους άλλους, γι' αυτούς που ο κόσμος έχει ήδη αλλάξει, και η ιστορική μνήμη δεν έχει πια καμμιά αξία, ας τους αφήσουμε να ονειρεύονται πως είναι τα αφεντικά ενός κόσμου που έχει μόνο αφεντικά. Αυτούς.

Θα είναι δυσάρεστο να αντιληφθούν ότι δεν ήσαν αυτοί τα αφεντικά, τελικά. Γιατί θα το σκεφτούν τελικαά, πως, αυτού του είδους τα αφεντικά, δεν έχουν συνεργάτες, παρά μόνο υπηρέτες. Και βέβαια, σαν υπηρέτες είναι χρήσιμοι όλοι αυτοί, για τη δουλειά του οικονομικού «εξισλαμισμού» του κόσμου. Μετά θα είναι άχρηστοι στα αφεντικά τους.

Ναι, εσείς κάνετε κάθε μέρα παρελάσεις εκμαύλισης στην κατανάλωση, και σε κάθε είδους ανάλωση ζωής, μέλλοντος, ονείρων. Παρελάσεις και προσκλήσεις στις γιορτές δανεισμού για αυτοκίνητα, για ταξίδια, προς υποθήκευση του μέλλοντος και της ελευθερίας του ανθρώπου, προσκλήσεις σκλαβοποίησης του, για να συγκεντρώνουν τα αφεντικά σας τον παγκόσμιο πλούτο. Παρελάσεις χωρίς πνεύμα, παρελάσεις χωρίς αίτημα ζωής.

Μόνο παρελάσεις αλλοφροσύνης, μίσους, εκδίκησης, αρπαγής, ηθικής και φυσικής παραλυσίας. Αυτές είναι οι παρελάσεις που θέλετε να κάνουμε από εδώ και πέρα;






Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Παγκοσμιοποίηση και Ελληνική Ταυτότητα. Ελληνικό έθνος: Μοναδικό Πολιτιστικό και Πολιτικό Ιστορικό Κατόρθωμα.


 

6η συνέχεια....

Το ελληνικό παράδειγμα. Η ελληνική ταυτότητα. Σε τούτο το σημείωμα, θα δούμε ποιό είναι το ελληνικό παράδειγμα και τι διδάσκει; Υπήρξε ή όχι ελληνική εθνική ταυτότητα πριν από τη νεοτερικότητα – δηλ. πριν από τη δημιουργία του νεοελληνικού εθνικού κράτους – και εάν ναι, ποιο το περιεχόμενο αυτής της ταυτότητας;

Εδώ ακούγονται τρείς φωνές. Τρείς θεωρίες.

Η μια, η πιο μοντέρνα- η νεωτερική- (που θέλει να εξυπηρετήσει τους σύγχρονους καιρούς και τα ερωτήγματά του, καθώς και τους στόχους των καιρών), λέει ότι δεν υπήρξε ελληνικό έθνος πριν από τη δημιουργία του νεο-ελληνικού κράτους. Θα το ακούσετε να το λένε έτσι: «δεν υπήρξε ελληνικό έθνος πριν από τη γένεση του ελληνικού κράτους, ότι το κράτος δημιούργησε για πρώτη φορά το εληνικό έθνος» (!). Λένε βέβαια ότι πριν από το γεγονός της ίδρυσης του κράτους, υπήρχαν ασφαλώς ελληνόφωνοι πληθυσμοί, αλλά όχι έθνος. Αυτό το λένε γιατί δεν μπορούν αρνηθούν τις ιστορικές πηγές.

Κάποιοι, λιγώτερο ασυνείδητοι, ψεύτες ωστόσο κι αυτοί, λένε ότι «ενδεχομένως το ελληνικό έθνος να προϋπήρξε του ελληνικού κράτους, όμως αυτό διαμορφώθηκε ως συνέπεια της επίδρασης που είχε ο πολιτισμός των άλλων ευρωπαϊκών χωρών στους ελληνόφωνους που ζούσαν στα μέρη τους»(!). Και τούτο βέβαια, ψέμμα είναι. Μήπως μας λένε,  ότι αυτό που συνέβη στην -προχριστιανική αλλά και τη μεταχριστιανική- ελληνική διαδρομή, έγινε μετά από τη φεουδαρχία της ευρώπης; Η θεωρία αυτή ακυρώνεται ολοσχερώς από την ιστορική πραγματικότητα. Γι' αυτό της πρέπει επιστημονικός αντίλογος και πρέπει να γίνει από τους αρμόδιους.

Η δεύτερη θεωρία ισχυρίζεται ότι το ελληνικό έθνος γεννήθηκε στην περίοδο του 10ου και του 13ου αιώνα.

Η δεύτερη θεωρία είναι κοντά στην πραγματικότητα, γιατί ακουμπάει σε ιστορικές αποδείξεις. Αλλά πρέπει και να απαντήσει στο ερώτημα πότε οι έλληνες ονομάστηκαν έλληνες. Και τούτο, γιατί αυτή η διαδικασία συνδέει τον κόσμο, δηλαδή τους ανθρώπους, με το χώρο, δηλαδή την επικράτεια, όπου ζούν και πραγματώνουν τον ελληνικό τρόπο και το ελληνικό μοντέλο ζωής. Η δεύτερη αυτή θεωρία δεν απαντάει στην «κοσμοσυστημική» ουσία του ελληνικού φαινομένου. Γι' αυτό εξ άλλου, δεν έχει διατυπωθεί το σχετικό ερώτημα (δηλ. το ερώτημα: υπάρχει ή όχι ελληνικό συλλογικό γεγονός πρίν από τα ύστερα χρόνια του βυζαντίου 10ος και του 13ος αιώνας;).

Η τρίτη θεωρία ισχυρίζεται, ρομαντικά και ιδεαλιστικά, ότι οι έλληνες υπήρχαν σαν έθνος από την αρχαιότητα, με αδιάπτωτη συνέχεια. Κάτι σαν από πάντα.

Ο Καθηγητής, Γιώργος Κοντογιώργης, μας λέει ότι για να ακουμπήσουμε το ελληνικό φαινόμενο-εφ'όσον είναι ένα ολοκληρωμένο κοσμοσύστημα που επιδεικνύει ολοκληρωμένη ανθρωποκεντρική διαδρομή- αυτό πρέπει να γίνει με μια γνωσιολογία πολύ ανεπτυγμένη και όχι τετριμμένη, απλή και συνηθισμένη.

Έτσι με οδηγό τη γνωσιολογική κατεύθυνση και με βάση τη μελέτη του Καθηγητή Γ. Κοντογιώργη, θα ξεκινήσουμε το διανοητικό μας ταξίδι στην κατανόηση του ελληνικού έθνους, ως πολιτιστικό και πολιτικό ιστορικό κατόρθωμα.

Ο Ελληνικός κόσμος χωρίς αντίρρηση ήταν ανθρωποκεντρικός σε όλη τη διάρκεια της ιστορικής του διαδρομής, από την ύστερη μυκηναϊκή εποχή μέχρι σήμερα που έχει οργανωθεί σε ορισμένη επικράτεια. Δηλαδή, ο ελληνισμός, είχε συλλογική ταυτότητα.

Ποιά είναι τα στοιχεία αυτής της ταυτότητας, οι συνέχειες και οι ασυνέχειες αυτής και οι πολιτικές προτεραιότητες (στόχοι) αυτής της συλλογικότητας;

Ο ελληνισμός έχει να επιδείξει, σε όλο το ιστορικό του βάθος, μία «ταυτοτική συνείδηση κοινωνίας», μια συνείδηση ότι ανήκουν σε έναν ανθρωποκεντρικά δομημένο (με κέντρο του τον άνθρωπο) πολιτισμικό χώρο, και όχι σε ένα κράτος.

Έχουμε δει ότι η έννοια της «συνείδησης κοινωνίας» είναι, πρωταρχικά πολιτισμική, και αναλύεται στην ουσία της ως ταυτότητα στο γινόμενο της ελευθερίας του «όλου». Αυτή η συνείδηση κοινωνίας αποκτά σάρκα και οστά όταν υπάρχει ένας κοινός «πολιτικός λόγος».

Αυτόν τον κοινό πολιτικό λόγο η νεωτερική θεωρία ισχυρίζεται ότι τον δίνει το κράτος. Ενώ στο ελληνικό παράδειγμα ο κοινός λόγος είναι το άθροισμα της βούλησης εκείνων που συναποτελούν την «πόλη», δηλαδή «των συστατικών πολιτειακών μερών του «όλου»», που εκφράζουν οι θεμελιώδεις κοινωνίες των πόλεων.

Το ζήτημα του πώς εκφράζεται πολιτικά το εθνικό όλο, θα αλλάξει από εποχή σε εποχή-ανάλογα με τη φάση κοινωνικής ανάπτυξης-, όπως και το ποιός διαχειρίζεται αυτήν την ευθύνη της έκφρασής του. Αλλά το πιο σημαντικό και κομβικό σημείο για τη συζήτηση περί του ελληνικού έθνους, είναι ποιός θα αποτυπώσει τη συνείδηση της κοινωνίας. Η πολιτική εξουσία ή απευθείας το σώμα των πολιτών;

Δεν μπορούμε να ξεχνάμε σε κάθε μας συζήτηση για το ελληνικό έθνος και το ελληνικό μοντέλο, ότι το έθνος των ελλήνων συγκροτήθηκε από την αρχή όχι ως κράτος έθνος, αλλά ως ένα κοσμοσύστημα. Δηλαδή, ως ένα σύνολο πολιτειακά οργανωμένων κοινωνιών-πολιτειών (πόλεων), με εσωτερική αυτάρκεια, με κοινές παραγωγικές παραμέτρους(σύστημα παραγωγής αγαθών) και ιδεολογικές συνιστώσες του βίου (αντιλήψεις για τη ζωή).

Αυτό το μοντέλο (ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας) θα έχει κέντρο της ανάπτυξής του την πόλη και θα είναι πια χαρακτηριστικό του ελληνικού τρόπου κοινωνικής οργάνωσης, και θα περάσει από όλες τις φάσεις ανάπτυξης, μέχρι τους νεώτερους χρόνους. Αυτό το μοντέλο θα διαδοθεί και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες θα πάρουν πολλά στοιχεία και θα οδηγηθούν στη δημιουργία ενός ευρύτερης κλίμακας αντίστοιχου κοινωνικού μοντέλου. Βλέπουμε ότι το ελληνικό κοσμοσύστημα (ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας) και το νεώτερο εθνοκρατικό παράδειγμα αντιπροσωπεύουν (και τα δύο) δύο φάσεις του ίδιου ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος.

Η ελληνική κοσμοσυστημική ταυτότητα αναδεικνύεται μέσα από δύο σαφώς προσδιορισμένες εκδηλώσεις: η μία, αφορά στα κοινά πολιτισμικά δρώμενα. Η άλλη, στην αντιπαραβολή της με τον «άλλον», τους βαρβάρους. Τα ιερά, ιδίως τα Μαντεία, βασικά της Δωδώνης και των Δελφών, αποτελούν θεμελιώδες σημείο συνάντησης των Ελλήνων.

Ο Ηρόδοτος θα διατυπώσει έναν ολοκληρωμένον ορισμό του έθνους, που θα υιοθετήσουν και οι νεωτεριστές. Ως σημείο σύνθεσης ο Ηρόδοτος προβάλλει τις κοινές πολιτισμικές παραδοχές και την καταγωγή. (Η έννοια της καταγωγής, στον Ηρόδοτο, είναι «φυλετική», ανάγεται δηλαδή στο «όμαιμον» των Ελλήνων).

Τον 5ο και ιδίως τον 4ο αιώνα, η έννοια του έθνους θα εστιασθεί κυρίως στην ελληνική παιδεία. Και αυτό θα αποτελέσει, μια σταθερή παράμετρο και το μέτρο (τη βάση) για να αποφανθούμε τελικά, αν υπήρξε ή όχι το Έθνος των Ελλήνων.

Η αναφορά στην ελληνική παιδεία είναι εξόχως πολιτική, γιατί παραπέμπει, στην παιδεία του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας.

Οι Έλληνες προτίμησαν την πολιτική ευθύνη για τη διαχείριση του έθνους των να την έχει η κοινωνία της πόλεως, γιατί η συστέγαση σε ένα μόνο κράτος του έθνους της κοινωνίας, θεωρήθηκε (από τους ίδιους ασφαλώς), απαράδεκτη, γιατί είναι περιορισμός της ελευθερίας. Το ίδιο και η λογική της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους. Αυτό φαίνεται από όσα συνέβησαν κατά τους περσικούς πολέμους.

Πώς θα ισορροπήσει ο ελληνικός κόσμος στη διαχείριση του συνολικού εθνικού πατριωτισμού και του πατριωτισμού καθεμιάς από τις πόλεις του; Με πολλές διακυμάνσεις, και στην κορύφωσή του θα φτάσει με τον πατριωτισμό υπέρ της πόλης.

Αυτή η ανατροπή θα σηματοδοτήσει το τέλος του ελληνικού παραδείγματος, ή -αλλιώς- του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας. Η δυναμική της εξέλιξης έφερε στο προσκήνιο της ιστορίας τη μετα-κρατοκεντρική οικουμένη, την οποία -στο πολιτικό επίπεδο- κλήθηκε να τη διαχειρισθεί η κοσμόπολη.

Παρά το γεγονός ότι το καινούργιο μοντέλο προσωρινά αποκατέστησε τα πράγματα, ήταν πολύ βαθειά ριζωμένο το παλιότερο μοντέλο ζωής και πολιτείας στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία. Κι έτσι, δεν ολοκληρώθηκε η οικουμενική μετάβαση ούτε στους Ελληνιστικούς χρόνους.

Ιστορικές πηγές λένε ότι ακόμα και κατά τη ρωμαϊκή κατάκτηση η ελευθερία των Ελλήνων ήτανε ζήτημα που το χειρίζονταν με τις αυτόνομες πόλεις τους, που από κοινού (με τις συμπολιτείες), επεχείρησαν να αναχαιτίσουν το ρωμαϊκό κίνδυνο.

Ούτε η οικουμενική πόλη, η κοσμόπολη θα λειτουργήσει εναρμονιστικά έναντι του πατριωτισμού των πόλεων. Μόνο το Βυζάντιο θα ενσαρκώσει το γενικό πνεύμα του έθνους κοσμοσυστήματος.

Όμως κι εκεί, η ισορροπία μεταξύ της μητρόπολης πολιτείας και των πόλεων, θα παραμείνει δυναμική, θα επιβεβαιώνεται δηλαδή διαρκώς από την ικανότητα της «βυζαντίου Πόλεως» να κάνει σεβαστή τη λειτουργία της ως κεντρικής πολιτείας στο σύνολο της επικράτειας.

Όταν η Οικουμενική πόλη, η κοσμόπολη, μετά την άλωση του 1204, στο μέσον μιας εντυπωσιακής όσο και πολυσήμαντης απογείωσης του ελληνικού κόσμου, δεν μπορεί να ανασυγκροτηθεί, δεν γίνεται σεβαστή η λειτουργία της ως κεντρικής πολιτείας στο σύνολο της επικράτειας.

Σημ.: Και δεν τελειώσαμε ακόμα...

Παγκοσμιοποίηση της ζωής και της πολιτείας μας.


 

5η Συνέχεια.

...Έτσι λοιπόν, όταν λέμε πολίτης του κόσμου (το υποκείμενο ενός νέου πατριωτισμού) αυτό, δεν σημαίνει ότι ο πολίτης αυτός γίνεται φορέας της «συλλογικής βούλησης» ή θεσμικός εταίρος της πολιτείας. Αλλά- αυτό που φαίνεται να συμβαίνει είναι- ότι επιδιώκεται η αποδέσμευσή του από τους δεσμούς εκείνους, που τον κρατούν ενωμένο με κάποιους άλλους, για το ίδιο ανθρώπινο αίτημα ζωής.

Και τούτο το πράγμα, γίνεται με σκοπό να υποβαθμιστεί η πολιτική κυριαρχία του κράτους και να την αναλάβουν εκείνοι που διαμεσολαβούν στα οικονομικά και εργασιακά υποσυστήματα, ώστε ο πολίτης να καταστεί εμπόρευμα. Με άλλα λόγια, με την παγκοσμιοποίηση δεν αποδυναμώνεται το έθνος, αλλά αποδυναμώνεται η πολιτική και η οικονομική σημασία της κοινωνίας.

Συνεπώς, αυτό που κινδυνεύει, είναι η θέση του κράτους: θα μπορέσει να κρατήσει μια ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνία και την αγορά; ή θα μεταβληθεί ολοκληρωτικά σε υπηρέτη της αγοράς; Αυτό το τελευταίο, σημαίνει ότι το κεντρικό ζήτημα είναι πια, η μετάθεση του ελέγχου του πολιτικού συστήματος. Γιατί το ερώτημα «ποιός κατέχει την αρμοδιότητα του έθνους», σημαίνει ότι αυτός κατέχει και το πολιτικό σύστημα. Κι εκεί θα αποφασισθεί αν θα συνεχίσουν να κυριαρχούν πολιτικά οι αγορές ή οι κοινωνίες πολιτών.

Από τα παραπάνω, μπορούμε να καταλάβουμε ότι στους «μοντέρνους καιρούς», έννοιες όπως ο «διεθνισμός» ή ο «κοσμοπολιτισμός», προκειμένου να απαντήσουν σε ζητήματα προκριματικά του σκοπού τους, δεν συνυπολογίζουν όσο πρέπει ότι το διακρατικό πεδίο σήμερα (στην εποχή που ακόμη το ανθρωποκεντρικό μας σύστημα έχει κρατοκεντρική οργάνωση και δομή), δεν αποτελεί μια υπερκείμενη του κράτους επικράτεια και συνεπώς δεν υφίσταται θεσμικά.

Αυτό συμβαίνει γιατί αναγνωρίζεται ως «πολίτης της οικουμένης» μια ατομικότητα (που αν ήταν θεσμική ιδιότητα θα είχε να κάνει με την συμμετοχή του φυσικού προσώπου-και-φορέα της στο πολιτειακό σύστημα της οικουμένης-«κοσμόπολης»), με μια «ιδιωτική» συμπεριφορά, που δεν αφορά πολιτειακές συλλογικότητες, δηλαδή οργανωμένη κοινωνία όπου παράγεται και κυρίως βιώνεται η ελευθερία.

Έτσι, επί του παρόντος, η έννοια του «συλλογικού» στο γίγνεσθαι της παγκοσμιοποίησης είναι ελαττωματική, από το ξεκίνημά της, γιατί δεν επιτρέπει την απελευθέρωση της κοινωνίας, όπως άλλοτε ίσχυε για το έθνος, και γιατί προτιμάει την περαιτέρω χειραγώγησή της και την παράδοσή της εκεί όπου οι (διεθνείς κι εγχώριες) αγορές προτιμούν.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι «ταυτότητα» (δηλαδή συναίσθηση του ανήκειν) δημιουργεί το συλλογικό υποκείμενο της Πολιτείας. Πολίτης και ταυτότητα είναι συστατικά της Πολιτείας. Η σχέση του πολίτη με την Πολιτεία φαίνεται στη συμμετοχή του πολίτη κατά τη διαχείριση του εθνικού, δηλαδή του κοινού, συμφέροντος.

Και οι σχέσεις αυτές (του πολίτη με την πολιτεία) είναι τόσες, όσες και οι πολιτειακές μορφές. Διότι άλλη είναι η ελευθερία που σαρκώνει ο δεσμός του πολίτη με την Πολιτεία όταν αυτή είναι δημοκρατική, ή αντιπροσωπευτική ή προ-αντιπροσωπευτική (όπως η σημερινή).

Ενώ αν θεωρήσουμε το «έθνος» ανάλογα με την ελευθερία που το διέπει (το εμφορεί), αυτό θα μας επιτρέψει να αντιληφθούμε τί είδους εσωτερικές σχέσεις (πόση ενότητα νιώθουν) έχουν μεταξύ τους τα μέλη της κοινωνίας στην οποία αναφερόμαστε, καθώς επίσης, και να αντιληφθούμε την ύπαρξη τυχόν μεταξύ τους αρκετών ήσσονος σημασίας διαφορών.

Αυτό όμως, προϋποθέτει ότι θα αναπτυχθεί μια νέα «γνωσιολογία του κοινωνικού φαινομένου», που θα προκύψει από την ουσιαστική ανάκτηση, τη διανοητική αναβίωση και εξέταση του ελληνικού παραδείγματος σε παγκόσμια κλίμακα.

Αυτό το παράδειγμα (το ελληνικό) είναι πρόσφορο, γιατί είναι, ιστορικά, το μοναδικό παράδειγμα συγκρότησης του κοινωνικού γεγονότος σε ανθρωποκεντρικές βάσεις, και γιατί το παράδειγμα αυτό προσφέρεται για να συγκριθεί – κατ' αναλογίαν- με το αντίστοιχο νεώτερο κοσμοσύστημα.


Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Ο Γ. Θεοτοκάς και ο Γ. Κοντογιώργης, μαζί μας


 

Το ιστορικό της μελέτης για την εθνική μας ταυτότητα (παρενθετικό σημείωμα) :

Ξέμεινα από φρέσκα βιβλία, και αναδιφώντας στις στίβες μου, βρήκα ένα ξεχασμένο, πολυχρονίτικο.
«Πολιτικά κείμενα. Γιώργου Θεοτοκά».
Τούτο το βιβλίο, από μόνο τον τίτλο του, μου φάνηκε πως θά 'ταν ένα βαρετό ανάγνωσμα. (Γι' αυτό, εξ άλλου, θά 'χε μείνει τόσον καιρό, άγνωστο σε μένα το περιεχόμενό του). Είπα να το κοιτάξω, πριν το απορρίψω ξανά.

Ευτυχώς!

Έχω χάσει πολλά που δεν το είχα δει παλαιότερα.
Ετούτος ο άνθρωπος, είναι Έλληνας! Είναι διανοούμενος! Είναι ενάρετος!
Α! Μα γι' αυτό δεν έχω ξανακούσει-πέρα από το όνομα- τίποτε, ποτέ, γι' αυτόν, συλλογίστηκα!

Τον «θάψανε», γιατί φαίνεται πως θα ήταν κακό μέτρο σύγκρισης με τις μετριότητες που περάσανε για σπουδαίοι τόσα χρόνια. Που διαμορφώσανε «με τους αγώνες τους»  το ξωφλημένο και μαρτυρικό σήμερα, που περνάμε όλοι εμείς και τα παιδιά μας. Και ποιός ξέρει, πότε θα ξημερώσει στη βασανσιμένη μας πατρίδα, από  τα θεριά που την κομματιάζουν κάθε μέρα..

Αναγκάστηκα λοιπόν, να τον «ψάξω». Και βρήκα, θησαυρούς! Τί λογοτεχνήματα έχει γράψει, δε λέγεται.

Είδα και το σχετικό βίντεο, που του είχε ετοιμάσει η κρατική τηλεόραση (αναφέρεται εδώ).

Όμως δεν αρκέστηκα σ' αυτά. Τυχαία, και ψάχνοντας τις νεοελληνικές σπουδές, (πεπραγμένα διεθνών συνεδρίων των νεοελληνικών σπουδών) για τυχόν ενασχόλησή τους με το έργο του,  δεν βρήκα ΤΙΠΟΤΕ να λένε γι' αυτόν και το έργο του, σε κάποιες χρονιές που ερεύνησα.
Χωρίς να βγάλω από τις αναζητήσεις μου το θέμα, και  χωρίς να έχω αποκοπεί από την δίψα να μάθω για το Θεοτοκά, βρήκα -στον ίδιο σύνδεσμο- τη μελέτη του Καθηγητή Γ. Κοντογιώργη, που ασχολείται με την εθνική μας ταυτότητα.

Το θέμα αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, και πρέπει όλοι να γνωρίζουμε για το πώς βλέπουν οι άλλοι τα πράγματα, τί θέλουν οι άλλοι, τί λένε οι άλλοι, που μας βλέπουν με μισό μάτι, κι έχουν να λένε για μας ότι είμαστε τεμπέληδες, καταχραστές  και ψεύτες. Τώρα μάλιστα, που η παγκοσμιοποίηση εχει βάλει λυτούς και δεμένους, για  να μας πείσει ότι θα ζήσουμε στον παράδεισο, άμα ξεχάσουμε ποιοί είμαστε.

Μελέτησα, λοιπόν, παρόλο που δε μου χρειάζεται για τον εαυτό μου, αλλά γιατί δε φτάνει να ξέρεις μόνο εσύ, ποιός είσαι, πρέπει να ξέρεις και πώς σε βλέπουν οι άλλοι. (Γιατί τότε ξέρεις ποιοί είναι οι φίλοι σου). Μελέτησα, ακόμη και για να μάθω τα πράγματα με το όνομά τους (την ορολογία δηλαδή), σε τούτο το καινούργιο αντικείμενο, και για να καταλάβω την ουσία του πράγματος που συζητείται (the state of the art λένε οι ειδικοί).

Μελέτησα, και δεν κράτησα τη μελέτη για τον εαυτό μου. Χάρη στα τόσα παιδιά, ανήψια και μικρανήψια μου (θα μετράω ίσως και πενήντα), πήρα την κλωστή από τα χέρια του παραμυθά πατέρα μου, και με τον τόνο της μάνας μου, που ήταν λογικός άνθρωπος, με πρακτική σοφία και αμεσότητα στο λόγο και στην πράξη, ξετυλίγω το κουβάρι της κουβέντας (με οδηγό την πολύ σπουδαία δουλειά του κ. Κοντογιώργη) για το ποιοί είμαστε, πούθε ερχόμαστε, πώς ζήσαν ίσαμε τα σήμερα οι πρόγονοί μας, και πού πάμε. Αν θα το κάνω καλά, θα εξαρτηθεί από το πόσοι από 'κείνους που θα διαβάσουν, θα πούν: καλά εκανα και το διάβασα! κάτι κατάλαβα, κάπου είναι χρήσιμο. Όσοι θέλετε, ακούστε το. Σε όσους πάλι είναι καλά γνωστό, ας διορθώσουν παρανοήσεις μου. Οι απαιτητικότεροι, δείτε καλύτερα τη μελέτη του Καθηγητή.

Πάντως, ο Καθηγητής κ. Κοντογιώργης, ο συγγραφέας του έργου -που σας το μεταφέρω απλουστευμένο σαν παραμύθι-  έχει μακρά (προσωπική) επιστημονική και ερευνητική  ιστορία και εργογραφία, είναι δυνατό πνεύμα, είναι ακέραιος άνθρωπος, είναι πολύ καλός γνώστης της επιστημονικής μεθόδου, κι εγώ, -μέσα από την ψυχή μου σας λέω, ότι- θά 'θελα να παίξει ρόλο στα δημόσια πράγματα. Θά 'ταν κόσμημα για την πατρίδα, ένας τέτοιος άνθρωπος νά 'ναι ο πρώτος μας! Γιατί ξέρει, μπορεί, και δεν συμβιβάζεται με το ψέμμα. Δείτε γι' αυτόν εδώ.

Ο Θεοτοκάς με περιμένει. Έρχονται κιόλας οι πρώτες παραγγελίες από τα βιβλία του. Να σας πώ μερικά από κείνα πού 'χει γράψει; Δείτε τα καλύτερα, εδώ. Σίγουρα όμως θα σας μεταφέρω κάποιες από τις ομορφιές που είδε μια τόσο ωραία ψυχή!

Παγκοσμιοποίηση: Χωρίς την Πολιτική μας Ελευθερία. Έθνος πολιτών και «έθνος» συμφερόντων.

 

4η Συνέχεια. Είπαμε: Είναι μακρύς ο δρόμος, για μια στοιχειώδη πρόσληψη και κατανόηση βασικών εργαλείων σκέψης επί του θέματος...

Αυτό που συμβαίνει σήμερα, είναι ότι επιχειρείται η «παγκοσμιοποίηση», κάτι σαν διεθνισμός» και «κοσμοπολιτισμός» (στόχοι που αποτελούν το νέο «απελευθερωτικό» πρόταγμα για τον άνθρωπο). Σε τούτο το σχήμα (κράτος-έθνος ή διεθνισμός-κοσμοπολιτισμός), ο πολίτης του κράτους θα γίνει πολίτης του κόσμου. Ετούτος ο τελευταίος πολίτης, δεν θά 'ναι πιά ο πολίτης μιας ομάδας, ενός κόσμου που τον συνδέει η ζωή και ο θάνατος, η ελευθερία, η χαρά και η σκέψη, ή η συνάφεια των ανθρώπων και οι ιστορικοί τους δεσμοί, αλλά θα είναι εκείνος ο άνθρωπος που θα εναρμονισθεί και θα προσπαθήσει να συνταιριάξει τον ψυχικό και διανοητικό του βηματισμό, με τους σκοπούς της αγοράς, σαν ένα υποκείμενο που έχει «εξωτερική συνεργασία» και όχι σαν ένας συνομιλητής και εταίρος.

Επομένως, είναι αναπόφευκτο, το ότι αυτός ο πολίτης θα χάσει πολλά από όσα κατάκτησε στο δρόμο της ανάπτυξης της κοινωνίας μέχρι εδώ, και θα αναγκαστεί να γίνει οικονομικός και πολιτικός «μέτοικος» της παγκοσμιοποίησης. Και τούτο είναι φυσικό, αφού η νέα εποχή βγάζει την κοινωνία έξω από την πολιτεία, και τον πολίτη τον οδηγεί σε πλήρη πολιτική αδυναμία, αφού -σε καμμιά περίπτωση ένα άτομο μόνο του- δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τη δυναμική ενός κοσμοσυστήματος (δηλ. την κινητικότητα του κεφαλαίου, την κινητικότητα στην εργασία και στο εμπόριο). Εδώ, ουσιαστικά, παραμερίζεται πλήρως και ουσιαστικά το έθνος της κοινωνίας (δηλαδή η κοινωνία σαν πόλος του κόσμου) και απομένουν να κυριαρχούν τα κάθε είδους συμφέροντα.

Αποτελεί επιβίωση του διαφωτιστικού ιδεολογήματος για την «πλειοψηφία που απειλεί την ατομική ελευθερία» που σήμερα μετουσιώθηκε στο έξυπνο φοιτητικό τσιτάτο «η δικτατορία της πλειοψηφίας». (Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό έχει ίχνος αλήθειας, αν ως πλειοψηφία εννοούσαμε την πολιτική αρμοδιότητα της κοινωνίας των πολιτών αντί για το κράτος).

Η Συλλογική ελευθερία είναι άσχετη με την πολιτική ελευθερία. Σημαίνει μάλλον την συλλογική βούληση που έχει ο κάτοχος της πολιτικής εξουσίας. Ενώ πολιτική ελευθερία είναι η αυτονομία της κοινωνίας σε πολιτικό επίπεδο, δηλαδή όταν η κοινωνία έχει στους ορισμούς της την πολιτεία.

Ελευθερία και Αυτονομία. Η ατομική ελευθερία συμβαίνει στο πρώτο μετα-φεουδαλικό στάδιο και αποτελεί την τομή μεταξύ δεσποτείας και ανθρωποκεντρισμού. Συνάμα είναι το ορόσημο για τη διεύρυνση της ελευθερίας προς την κοινωνική και πολιτική ζωή.

Η πολιτική ελευθερία είναι η κορύφωση της ελευθερίας που εμπλουτίζει τόσο την ατομική όσο και την κοινωνική ελευθερία.

Κι ενώ μπορεί κανείς να είναι ατομικά και κοινωνικά ελεύθερος, χωρίς να απολαμβάνει την πολιτική αυτονομία, δεν μπορεί, ωστόσο, να είναι ο κοινωνικός άνθρωπος, πολιτικά και όχι ατομικά ελεύθερος. Θα ήτανε σαν ένας δουλοπάροικος να έχει κοινωνική και πολιτική ελευθερία! Γίνεται; Δεν γίνεται!

Λέγεται ότι η πολιτική ελευθερία πλήττει-αν δεν καταργεί- την ατομική ελευθερία. Αυτό είναι παρανόηση. Γιατί όσο  η ελευθερία διευρύνει το πεδίο πραγμάτωσής της προς την κοινωνική και πολιτική ζωή, τόσο εδραιώνεται και πολυστεύουν και οι όψεις της ατομικής ελευθερίας.

Η ατομική ελευθερία απειλείται πραγματικά όταν τη βάση της πολιτικής κυριαρχίας την παγιδεύουν άλλα πολύπλοκα συστήματα αποφάσεων.

Για να εμπεδωθεί η πολιτική ελευθερία πρέπει η ίδια η κοινωνία να είναι εκείνη που αποφασίζει για το πώς θα διαχειρισθεί και θα ρυθμίζει την πολιτεία και το έθνος της, δηλαδή τη συλλογικότητά της.

Εξ άλλου, την προοπτική της καθολικής ελευθερίας- που τη σαρκώνει το σύστημα της δημοκρατίας- οι μοντέρνοι καιροί, την απορρίψανε ήδη από την εποχή του διαφωτισμού, αφού την εξισώσανε με τον ολοκληρωτισμό.

Κι έτσι, στο υποσυνείδητό τους οι μοντέρνοι καιροί έχουνε βάλει στόχο την κοινωνία. Το ενδεχόμενο να κατέχει η κοινωνία την κοινωνική και πολιτική ελευθερία-αντί για λίγα μόνο δικαιώματα- αυτό από μόνο του αποτελεί απειλή, όχι όμως για τις ατομικές ελευθερίες, αλλά για το ίδιο το πολιτικά κυρίαρχο κράτος, που κρατάει εξόριστους και φυλακισμένους-ιδιώτες τους πολίτες και την κοινωνία τους.

Σημ. Θα υπάρξει και άλλη συνέχεια.

Η Πλαστογραφία της ιστορίας μας. Εθνος,ταυτότητα, ελευθερία, δικαίωμα


 

3η Συνέχεια. Αναγκαστικά, γιατί είναι μακρύς ο δρόμος...

Το έθνος είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την εν ελευθερία κοινωνική συμβίωση του ανθρώπου...

Ο άνθρωπος σκέφτεται για τον εαυτό του, την ύπαρξη και τη συνύπαρξη με τον άλλο, μόνο όταν -τουλάχιστον σαν άτομο- είναι ελεύθερος. Ενώ η κοινότητα (δηλ. το άτομο μέσα σε ένα συγκεκριμένο σύνολο, καθώς και το ίδιο το συγκεκριμένο σύνολο) αποτελεί συστατικό γνώρισμα της ανθρωποκεντρικής κοινωνίας.

Ασφαλώς και οι μη ανθρωποκεντρικές κοινωνίες (δεσποτικές και φεουδαλικές) έχουν πολιτιστικές και άλλες διαφοροποιήσεις, αλλά εκεί κοινωνία είναι το πεδίο ιδιοκτησίας του δεσπότη, και «η ταυτότητα του είναι» ενός δουλοπάροικου ανάγεται στο «σε ποιον δεσπότη ανήκει».

Σύμφωνα με αυτά, λοιπόν, οι σκέψεις για το «έθνος-ως-ενα κράτος» δεν έγιναν από ένα κράτος, δηλ. από ένα κράτος από μόνο του (!). Σημαίνει ότι δημιουργήθηκε από τα κέντρα της «αναγεννώμενης» Ευρώπης. Για το σκοπό αυτό, εξ άλλου, χρησιμοποιήθηκε το έθνος ως επιχείρημα για την αμφισβήτηση της ιδιοκτησιακής σύνδεσης ενός κράτους με τον απόλυτο μονάρχη. Στη βάση αυτού του γεγονότος βρίσκεται και η -κρατική πια- επιλογή για ανθρωποκεντρική ομοιογενοποίηση της κοινωνίας, (κατά το δόγμα «ένα κράτος, ένα έθνος, μία γλώσσα, κ.λπ.).

Το έθνος σαν να λέμε, σαν συνολική συναίσθηση και οντότητα, είναι ένα πολιτισμικό γεγονός, γιατί συγκροτείται/σχηματίζεται μια συνείδηση κοινωνίας, δηλαδή μια συνείδηση κοινότητας δεσμών και ενδιαφερόντων.

Η Συνείδηση ταυτότητας, σαν πολιτισμικό γεγονός δεν σημαίνει ότι αναγνωρίζεται σε κάποιον άλλον μια διαφορετική πολιτισμική ιδαιτερότητα (αλλά σημαίνει ότι συντελείται συναίσθηση ομοιοτήτων και κοινότητας αντιλήψεων ζωής και ζητουμένων). Γιατί αν ο κόσμος, οι ομάδες, που έχουν την ίδια προσωπική και ομαδική συνείδηση, βρίσκονται στο ίδιο στάδιο της πολιτισμικής τους συνείδησης, τότε έχουν σημαντικά λιγώτερες διαφορές.

Όπως συνέβη και στην περίπτωση του ελληνικού κόσμου, έτσι και στον νεώτερο εθνοκεντρικό κόσμο, η προχωρημένη ανθρωποκεντρική ανάπτυξη των κοινωνιών θα οδηγήσει στην κατάργηση των διαφορών που πηγάζουν από τη ζωή τους κατά την ιστορική τους διαδρομή (ενδυμασία, μουσική, νοοτροπίες, ήθη και έθιμα κ.λπ.) και σιγά-σιγά θα υιοθετήσουν πρακτικές της καθημερινής ζωής και αξίες με κοινό υπόβαθρο, που θα είναι σύμφωνες με το «νεώτερο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα».

Για να το πούμε με άλλα λόγια, ταυτότητα σημαίνει ότι ο καθένας έχει ιδιαίτερη ύπαρξη, δηλαδή προσωπική (ή της ευρύτερης ομάδας του) ατομικότητα και, συνεπώς αυτονομία ύπαρξης.

Όταν η ταυτότητα αποτελεί ταυτόχρονα και ατομική συνείδηση για κοινωνική συμμετοχή και συνύπαρξη, τότε αυτή (η συλλογική-πλέον- ταυτότητα, ο κόσμος που πιστεύει αυτά τα πράγματα) επιθυμεί, θέλει και αξιώνει να αυτοκαθορισθεί. Κι έτσι, η ταυτότητα στον ανθρωποκεντρισμό είναι άρρηκτα δεμένη με την ελευθερία της.

Το πολιτισμικό γεγονός της εθνότητας, μεταμορφώνεται σε έθνος, εφόσον αποκτά συνείδηση της κοινωνίας του, και η ταυτότητα είναι κίνητρο για ελευθερία, που αποτελεί πια, επιλογή και πολιτική προτεραιότητα.

Τί είδους ελευθερία όμως αναζητά και επιδιώκει η εθνότητα;

Στους μοντέρνους καιρούς που ζούμε η ατομική ελευθερία συνδέεται με την εθνική ελευθερία. Ελευθερία έναντι του άλλου που ανήκει σε άλλη εθνικότητα. Γιατί δεν είναι νοητό για τον μοντέρνο άνθρωπο να καθορίζει την προσωπική του ζωή ή να ακυρώνει την ανεξαρτησία της χώρας του κάποιος τρίτος.

Οι πολίτες εκεί που συνεργάζονται και συμβάλλονται με άλλα κοινωνικά συστήματα (όπως για παράδειγμα οικονομικά, ή με το συνολικό πολιτειακό σύστημα),   δεν αυτοκαθορίζονται. Ο αυτοκαθορισμός και η αυτονομία δεν έχει λόγο στην πολιτική, γιατί η κοινωνία είναι πια το κράτος, και αυτό αποφασίζει για την κοινωνική πορεία και τα πεπρωμένα του κόσμου του. Συνεπώς, στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή, ο μοντέρνος άνθρωπος δεν αγωνίζεται για ελευθερία, ούτε αυτό αποτελεί κοινωνική απαίτηση και προτεραιότητα. (Μπορεί να διαδηλώνουμε και να απεργούμε, αλλά αυτό το κάνουμε όχι για να καταργήσουμε το κράτος, παρά μόνο για να πιέσουμε τους πολιτικούς που διαχειρίζονται και κατέχουν τις πολιτικές εξουσίες).

Μπορεί οι επιστήμονες αυτό να το πούν δικαίωμα του πολίτη (κι όχι αυτονομία), αλλά ξεχνάμε ότι έχοντας ένα δικαίωμα δεν είμαστε αυτόνομοι. Απλώς, η ελευθερία μας, φτάνει μέχρι εκεί που φτάνει το δικαίωμά μας. Εξ άλλου, δικαιώματα υπάρχουν εκεί που δεν υπάρχει ελευθερία, και το δικαίωμα χάνεται (δηλ. δεν έχει λόγο ύπαρξης), εκεί όπου όλα είναι ανοιχτά και απεριόριστα. Έχει λόγο ύπαρξης κανένα δικαίωμα εκεί;

Από την άλλη μεριά, οι μοντέρνοι καιροί (δηλαδή όσοι μας λένε ότι θα τα κάνουν τα πράγματα αυτοί καλύτερα για εμάς)  θέλουν το δικαίωμα ανώτερο από την ελευθερία. Σαν να λέμε καλύτερα να αποφασίζει ο άρχοντας από το να αποφασίζουν οι πολίτες. (Δηλαδή, καλύτερα να διαδηλώνουμε από το να κυβερνάμε!). Μα τότε, αφού το δικαίωμα είναι σπουδαιότερο από την ελευθερία, γιατί δε ζητάμε να εφαρμοστεί κάτι τέτοιο και στην προσωπική μας ζωή; Ας το αφήσουμε το θέμα, καλύτερα, γιατί υπάρχει ήδη το μοντέρνο δόγμα για την «ανωτερότητα της ελευθερίας των νεοτέρων έναντι της ελευθερίας των αρχαίων», λέει ο ειδικός.

Συμπερασματικά, η  άποψη ότι το έθνος είναι επινόηση του κράτους ομολογεί ότι απο-φεουδαλήθηκε το άτομο, αλλά όχι και το πολιτικό σύστημα, το οποίο, μάλιστα, εξακολουθεί να αποτελεί ιδιοκτησία κάποιου, με τον οποίο καλείται η κοινωνία να συνάψει σχέσεις και να συναινέσει. Δηλαδή, να συναινέσει ότι το σύστημα θα είναι ο παντοτινός φεουδάρχης. Κι όχι μόνο τούτο, αλλά, και χωρίς -η συναινούσα κοινωνία- να προστατεύει την ελευθερία, στο αντικείμενο που συμφωνείται να δοθεί αυτή η συναίνεση.

Σημ. 1:  Θα έχουμε και άλλη συνέχεια

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Ας αντισταθούμε στην «παγκοσμιοποίηση» της ιστορίας

 
2η συνέχεια από το προηγούμενο.  Αναγκαστικά.
(Είχαμε ξεκινήσει να λέμε για την τελευταία μόδα, στις απόψεις για το τί είναι και πού βρίσκεται το έθνος).

Ούτε λίγο, ούτε πολύ, η θεωρία αυτή μας λέει ότι το κράτος είναι και το έθνος. Είναι δηλαδή το ίδιο πράγμα. Αυτό σημαίνει ότι ένα πολιτικό σύστημα οργάνωσε τους ανθρώπους του, πήρε δηλ. το ίδιο (το πολιτικό σύστημα) πρωτοβουλίες, για να οργανώσει την κοινωνία με συγκεκριμένο τρόπο. Σαν να λέμε έγινε πρόσωπο, με προσωπικές ανάγκες και συνήθειες, και σαν ένας άνθρωπος διάλεξε ετούτο κι εκείνο, κι έγινε ο φυσικός επιλογέας όλων αυτών που είπαμε αμέσως παραπάνω. Αυτό ασφαλώς, λογικά, δεν μπορεί να γίνει, γιατί έτσι φαίνεται πως κάνει πράγματα που δεν μπορεί να κάνει, αφού δεν είναι άνθρωπος το πολιτικό σύστημα. Πώς αλλιώς; Μπορεί το κράτος να διαλέξει σε τί θεό θέλουμε εμείς (εγώ, οι φίλοι και οι συγγενείς μου, οι γείτονές μου, οι χωριανοί μου) να πιστεύουμε; Μπορεί να διαλέξει πώς θέλουμε να μεγαλώνουμε τα παιδιά μας; Πώς θα κηδεύουμε τους νεκρούς μας; Να αποφασίσει ότι θέλουμε την ελευθέρωσή μας από τους ξένους, που θέλουν να μας σκλαβώσουν γιατί τους αρέσει ο τόπος μας;
Μπορεί ασφαλώς να διεκπεραιώνει αυτά που αποφασίζουμε όλοι μαζί, αλλά δεν μπορεί να μας επιβάλει πώς θέλουμε να ζήσουμε. Δεν μπορεί να καταργήσει αυτό που (έχει ορίσει για τον εαυτό του να) κάνει για όλους εμάς: να μας αντιπροσωπεύει.

Αν μπορούσε, τότε, θα γινόταν και το άλλο: αν συμβεί και λείψει το κράτος μας, θα μπορούσε να λείψουμε κι εμείς, με τα μυαλά και τις συνήθειες, τις αγάπες και τις προτιμήσεις μας. Γίνεται; δεν γίνεται! Γιατί ακόμα κι άμα λείψει το κράτος μας (ίσως γιατί μπήκε πάλι η γερμανία και τά 'κανε όλα στάχτη, όπως τότες που πολεμήσανε οι μπαμπάδες μας και οι παππούδες μας ενάντια στο φασιμό της απληστίας και της αυθαιρεσίας τους), εμείς πάλι θα πολεμήσουμε, και θά 'ναι μεγάλος ο αγώνας. Και θα κρατήσει όσο να ξαναλευτερωθούμε.

Από την άλλη μεριά, αυτή η «έξυπνη ιδέα», πως τάχα το κράτος είναι και το έθνος, μας λέει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι. Είναι, λέει, τα κράτη (δηλ. έχουνε κόσμο) ομοιογενή. Πως τάχα στους έλληνες δεν ξεχωρίζουν οι πελοπονήσιοι, από τους στερεοελλαδίτες, τους μακεδόνες τους κρητικούς, τους κεφαλονίτες από τους άλλους επτανήσιους, από τους κυκλαδίτες και τους μυτιληνιούς, τους χιώτες, τους θρακιώτες, τους ηπειρώτες, τους λαρισινούς, τους τρικκαίους, τους βολιώτες, τους καρδιτισιώτες, τους σαμίους, τους δωδεκανήσιους. Με λίγα λόγια, η δοξασία αυτή, μας λέει πως δεν υπάρχουμε!

Οι δικοί μας όμως -σοβαροί και καλοί γνώστες των πραγμάτων- επιστήμονες, το βρίσκουνε όλο τούτο, σαν  ιστορικό φτιασίδι των καιρών, που εξυπηρετεί διάφορες σκοπιμότητες. Είναι σαν να πούμε, κάτι σαν τη δουλειά του δικηγόρου, που -για να αθωώσει τον πελάτη του- πρέπει να βρεί επιχειρήματα και να υποστηρίξει μιαν ανομία, σαν καλή και θεοσεβή πράξη, που έγινε «χωρίς κακό σκοπό και χωρίς κακή πρόθεση». Κάτι σαν τη μπόμπα στη Χιροσίμα. Δε φταίει η επιστήμη, η κακή χρήση της μονάχα, θα πούνε μερικοί.

Από τη δική μας σκοπιά, αφού πρέπει να ξανασκεφτούμε τούτα που ακούμε, καταλήγουμε ότι όλα τούτα, που είναι αντίθετα στα πράγματι συμβαίνοντα, οφείλονται στο ότι η καινούργια επιστήμη έχει «γνωσιολογικό έλλειμμα», κι επειδή δεν γνωρίζει τα πράγματα σφαιρικά και δεν έχει μια μέθοδο με καθολική ισχύ, περιβάλλει την φρέσκια άποψη με το κύρος μιας, ας πούμε επιστημονικής υπόδειξης για να σκεφτόμαστε τα πράγματα, ενιαία. Για να το πούμε απλά, μας προτείνει κάτι σαν λυσάρι για το λύκειο.

Αυτά βέβαια δεν ισχύουν. Εκείνο που σήμερα ισχύει, λένε  οι διαβασμένοι  δικοί μας επιστήμονες (κι όχι οι «πληρωμένοι» συγγραφείς), είναι ότι σήμερα -κι όχι από πάντα- είναι συνηθέστατο κάθε κράτος να έχει για το έθνος του και μια επικράτεια (δηλαδή ένα τόπο). Κι ότι το φαινόμενο να σαρκώνεται το έθνος στο κράτος, δεν είναι ούτε παλιό, ούτε δεδομένο, ούτε στατικό. Γιατί ο κόσμος έχει τη δικιά του δυναμική. Αυτό συμβαίνει σήμερα, στην πρωτο-ανθρωποκεντρική φάση, δηλαδή τώρα που- για πρώτη φορά -συνειδητοποιεί τον εαυτό του ο κόσμος των «μοντέρνων καιρών και των  ανομολόγητων επιδιώξεων».

Και η άποψη αυτή δεν είναι επινόημα. Είναι απλή ανάγνωση της πραγματικότητας της ιστορίας.

Και μελετώντας την ιστορία, παρατηρούμε ότι  σήμερα, στο μοντέλο του κόσμου που σαρκωνόταν από το ελληνικό κοσμοσύστημα, αντιτάσσεται ο νεώτερος τρόπος οργάνωσης των κοινωνιών.

Αυτός ο -νεώτερος- τρόπος οργάνωσης, αποτελεί στην ουσία του, προέκταση του ελληνικού κοσμοσυστήματος, αλλά σε μια απείρως μεγαλύτερη κλίμακα. Σαν να λέμε, σε έκταση που καταλαμβάνει (πιάνει) όλον τον κόσμο, ενώ που το ελληνικό μοντέλο αφορούσε μονάχα τον όπου γης ελληνισμό και την (όπου είχε) επικράτειά του.

Σημ. 1: Θα τα ξαναπούμε, για το θέμα τούτο. Γιατί είναι μεγάλο και σπουδαίο. Δεν γίνεται αλλιώς. 

Σημ. 2:  Η αφήγησή μας, βασίζεται σε μια πολύ σημαντική μελέτη, του Καθηγητή Γ. Κοντογιώργη, που παρουσιάστηκε στα πλαίσια ενός συνεδρίου νεο-ελληνικών σπουδών βλ. τη μελέτη αυτή εδώ.

Παγκοσμιοποίηση: Η πλαστογραφία της ιστορίας. Ο Φωταδισμός του Νέου Κόσμου


 

Σήμερα, μας πολεμάνε από παντού. Από μέσα κι απ' έξω. Λες και κινδυνεύουν από μας. Κινδυνεύουν- είναι η αλήθεια- αλλά όχι από την επιθετικότητα και από την απληστία μας. Κινδυνεύουν από το μοντέλο της ζωής μας. Που έχει ανθρωπιά, καλωσύνη, ανοχή, εφευρετικότητα, προσαρμοστικότητα, αισιοδοξία, συνεργασία, αλληλεγγύη., πίστη, αφοσίωση, γενναιότητα, αγάπη στην ελευθερία και στη μάθηση, στην καλλιέργεια του νού και της ψυχής, και τόσα άλλα.

Και για να μη βρούνε μιμητές όλα τούτα (τα «κουσούρια κι οι παραξενιές μας» ντε!), οι «απόστολοι του νέου κόσμου» έχουνε αρχίσει, προ πολλού, μεθοδικά κι οργανωμένα, τα δολερά τους κηρύγματα. Μάλιστα, προκειμένου να μας κάνουνε να πιστέψουμε, ακόμη κι εμείς οι ίδιοι, ότι είμαστε απλώς παράξενοι, χαζοί, εγωϊστές (και όσα παραπανίσια κακά θέλουνε να μας φορτώσουνε, ώστε να γίνουμε απεχθείς και ασυμπάθιστοι σε άλλους λαούς, που δεν μας ξέρουνε, αλλά και για ν' αλλάξουμε κι εμείς, και να γίνουμε σαν κι αυτούς στον τρόπο ζωής), έχουν αρχίσει και λένε ό,τι δεν μπορείτε να φανταστείτε. Το πλάνο, να μας αποδιοργανώσουνε ψυχικά και διανοητικά, το διεκπεραιώνει η επιστήμη, που είναι θεραπαινίδα, όχι μόνο πολλών και χρήσιμων ευρημάτων για τον άνθρωπο, τη ζωή και την καθημερινότητά του, αλλά και όλων των δαιμονικών επινοημάτων.

Έτσι, κατά τον σύγχρονο ιστορικό Έρικ Χομπσμπάουμ, η έννοια του έθνους αποτελεί σχετικά σύγχρονο δημιούργημα. Στην ουσία αποτελεί  κοινωνική οντότητα, μόνο στον βαθμό που παίρνει τη μορφή του σύγχρονου εδαφικά προσδιορισμένου κράτους, δηλαδή του εθνικού κράτους. (Γι' αυτό διαλύουνε συμμαχίες και συμβιώσεις αιώνιες και φτιάχνουνε μικρά-μικρά κρατίδια. Είναι πιο χειραγωγήσιμοι οι λίγοι και οι μικρές οντότητες).

Συνεπώς, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα διάφορα έθνη είναι σχετικά καινούργια στον κόσμο που ζούμε, και στην ουσία είναι τεχνητά δημιουργήματα, δηλ. φαντασιουργήματα και επινοήσεις.
Κατά την άποψη αυτή, το ίδιο ισχύει και για το ελληνικό έθνος. Δηλαδή το ελληνικό έθνος δημιουργήθηκε, όταν δημιουργήθηκε και το νεοελληνικό κράτος(!). Δηλαδή πριν από -λιγώτερο από- 200 χρόνια! Συνεπώς -κατά τη διάδοση αυτή- όποιος ισχυρίζεται ότι το έθνος του (το έθνος στο οποίο θεωρεί ότι ανήκει) προϋπήρχε από μια τέτοια κρατική δημιουργία, «έχει μία ψευδή αντίληψη του ιστορικού παρελθόντος», δηλαδή αυτό που πιστεύει είναι ψέμμα. (!)


...
Σημ. Τούτο το σημείωμα, είναι ένα μικρό μόνο μέρος από την τελευταία μου μελέτη, πάνω στο θέμα. Θα ακολουθήσουν κι άλλα σχετικά σημειώματα, προσεχώς. Γιατί όλοι πρέπει να ξέρουμε ποιοί είμαστε, από πού ερχόμαστε, πού πάμε, ποιοί και γιατί μας αρνούνται την ιστορία μας, και τί θέλουν, τέλος πάντων, από εμάς;

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Η απώλεια αξιών είναι παρακμή


 

Διαβάζω (εδώ) ότι «Ο Έλληνας πολύ πριν από την κρίση έπαψε να προσδίδει νόημα σε αξίες όπως η φιλοπονία, η σεμνότητα, η αυτογνωσία, η εγκαρτέρηση, η μετριοπάθεια, η υπακοή στους νόμους, η τιμιότητα, η φιλαλήθεια (…)

Η οικογένεια, με την αρρωστημένη της μορφή, βρίσκεται πριν και πάνω από όλα. Ο Ελληνας δεν διστάζει να διορίσει το ανάξιο συνήθως παιδί του εις βάρος του άξιου παιδιού του γείτονα που δεν έχει τις ίδιες γνωριμίες, ακολουθώντας έτσι τους άγραφους νόμους της μαφίας (…)

Πέρασαν ολόκληρες δεκαετίες διαμαρτυριών και απεργιών, ποτέ όμως στην ελλαδική κοινωνία δεν ακούστηκε συλλογικό αίτημα διεκδίκησης της αξιοκρατίας, του ελέγχου της ποιότητας, της καταξίωσης της αριστείας και των αξιολογικών κρίσεων, διότι έτσι θα αναιρούνταν η κομματική πελατεία και οι ψηφοφόροι θα είχαν κρίση και λογική. Η πολιτική αυτή βαρβαρότητα μπορούσε να συντηρηθεί μόνο μέσω αδιάκριτων παροχών σε πουλημένες συνειδήσεις».

Αυτό το άρθρο μου το υπέδειξε ο γιός μου.

Ένας άνθρωπος της νέας γενιάς μιλάει, ένας άλλος άνθρωπος -της νέας γενιάς κι αυτός- το θεωρεί σημαντικό και αξιοπρόσεκτο. Κι ένας άλλος άνθρωπος, που αποτελεί «αξία» για τούτο τον τόπο, το αναδεικνύει περαιτέρω.

Κι εγώ, ανήμπορη και λίγη, συμφωνώντας με όλους αυτούς, με χαρά κι ελπίδα, το σημειώνω, για σας τους φίλους μου. Μήπως και γίνουμε περισσότερες οι ομάδες που προβληματιζόμαστε, για την κατάντια και το αδιέξοδο της χώρας μας.

Δείτε όλον τον προβληματισμό της Μαγδαληνής Μουρελάτου εδώ...


Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Μυστικές πνοές, από μνήμες μυσταγωγικές.

 
Μικρό παιδάκι, στο παραγώνι, με το τζάκι να καίει,    μ'ένα μπαμπά παραμυθά, με Κατράκεια αφήγηση και αντίστοιχη απαγγελία, τα περισσότερα χειμωνιάτικα βράδια μας μυσταγωγούσε και σε κάτι σημαντικό: Μυθολογία, Όμηρο, Μέγα Αλέξανδρο, παραμύθια και διαπαιδαγώγηση με παραβολές, Ακριτικά Έπη, Ποίηση, αρετές των Ελλήνων, ελληνική και ξένη Λογοτεχνία, ακόμα και τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα, όταν τύχαινε νά 'χει και κανένα συνομιλητή αντίστοιχου βεληνεκούς. Κύπρος, βασιλιάδες και βασιλικά τερτίπια, πολιτικές εναλλαγές, εκλογές και συνωμοσίες.

Και δε φτάνει αυτό, ο μεγάλος μου αδερφός, παληκάρι σωστό, και η νεολαία της εποχής, οργάνωναν θεατρικές παραστάσεις με απαιτήσεις. Θυμάμαι, στα μικράτα μου, που συγκίνηση κατέλαβε όλο το χωριό, όταν οι νέοι αποφάσισαν να παραστήσουν την ηρωϊκή θυσία των Καραολή και Δημητρίου, των Ελληνοκυπρίων αγωνιστών για την αποτίναξη του βρεττανικού ζυγού, από την Κύπρο μας. Οι ήρωες, απαγχονίστηκαν από τους βρεττανούς, με ιδιαίτερη σκληρότητα προς τιμωρία και παραδειγματισμό. Εκείνο το βράδυ, απαγορεύτηκε στους μικρούς να παρευρεθούν -με τους γονείς και τ' αδέρφια τους- στην παράσταση για τη θανάτωση των δύο ηρώων της Κύπρου. Ήταν ένα σκοτεινό χειμωνιάτικο βράδυ. (Η αναπαράσταση του απαγχονισμού θα μπορούσε να βρεί αδέξιους και ακαταλόγιστους μιμητές τους μικρούς. Γι' αυτό αποκλείστηκαν από την παράσταση τα παιδιά). Ένας κόμπος στο λαιμό όλων, έκοβε την ανάσα και δεν κατέβαινε. Ένα κλάμα βουβό, χωρίς παρηγοριά, ένα πείσμα πολεμικό, κι ένα μένος κατά των κατακτητών και καταπιεστών, ακόμα μεγαλύτερο από πρώτα.

Τα καλοκαίρια, οι παραστάσεις ήταν πιο ανάλαφρες. Οι νεολαίοι ψυχαγωγούσαν τους μεγάλους και διασκέδαζαν τους μικρούς. Μια καταπληκτική παράσταση, στην οποία παραβρέθηκα, παιδάκι προσχολικής ηλικίας, ήταν η Γκόλφω. Πολύ μου άρεσαν τα κοστούμια και οι κινήσεις των θεατρίνων, που δεν ήταν άλλοι από τ' αδέρφια μας. Ο μεγάλος μου αδερφός έπαιζε στο έργο αυτό ως Γκόλφω. Αυτό που άρεσε πολύ ήταν τα όμορφα κατσαρά μαλλιά του, όπως πρόβαλλαν από το μαντηλοδέσιμο του κεφαλιού. Και τί ωραία που μιλούσε! Ήταν για το ρόλο αυτό ο καταλληλότερος, γιατί η εκφορά του λόγου του κι η έκφραση των συναισθημάτων ήταν πολύ πειστική. Οι άλλοι ήταν πιο μεγαλοκαμωμένοι για να δείξουν πειστικά μια τέτοια παρουσία. Εμένα πάντως, μου άρεσε περισσότερο απ' όλους. Σίγουρα θα υπήρχαν και άλλες ωραίες παρουσίες και ρόλοι, αλλά ...όπως καταλαβαίνετε, αδερφός μου ήταν μόνο αυτός (!).

Έχοντας μεγαλώσει κάπως έτσι, τό 'βρισκα φυσικό, να διαβάζω κι εγώ στα παιδιά μου, να τους μιλώ, να τα γυμνάζω στην εκφορά του λόγου, την αφήγηση και την απαγγελία. Να τους λέω για τις ομορφιές της ελληνικής ψυχής και του ελληνικού πνεύματος πού' χει υμνηθεί μέσα από τα τόσα γραπτά της ελληνικής Γραμματείας και λογοτεχνίας. Το ίδιο κι ο πατέρας τους. Δάσκαλος βλέπετε...

Μια από τις πρώτες μας μεγάλες δοκιμές ήτανε όταν ο μεγάλος μας γιός, μαθητής του Δημοτικού Σχολείου, έπρεπε ν' απαγγείλει -στη γιορτή για τον εορτασμό του ηρωϊκού έπους του 1940- το ποίημά του. Ήταν το παρακάτω απόσπασμα από του Οδυσσέα Ελύτη: «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»:

................

»Ήταν γενναίο παιδί.

»Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του

»Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά

»Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι

»(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό

»Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)

»Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά

»Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του

»―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―

»Με το αίμα πάνω από τα φρύδια

»Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε

»Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν

»Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής

»Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο

»Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας

»Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας

»Δεν έκλαψαν

»Γιατί να κλάψουν

»Ήταν γενναίο παιδί!

...................






Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Σύνταγμα: Συντάσσομαι ή Αποτάσσομαι;


 


Στην καθημερινή μας ζωή και πρακτική, κυρίως όμως την πολιτική πραγματικότητα, ακούμε συχνότατα πολλούς να επικαλούνται το Σύνταγμα για την καλή λειτουργία της πολιτείας και των δομών της, ή μιλάμε για την παραβίαση του Συντάγματος κλπ.

Πόσοι όμως από τους καθημερινούς ανθρώπους της δουλειάς και της βιοπάλης μπορούν να κατανοήσουν το νόημα αυτού του όρου και να το μεταδώσουν στους γύρω τους; στα παιδιά τους και στους συνεργάτες τους; Και τί θα πεί Σύνταγμα;

Σε ένα σπίτι, ένα νοικοκυριό και μια επιχείρηση υπάρχει μια πρακτική, μια συνήθεια, ορισμένοι κανόνες για τη λειτουργία, και ορισμένες αρχές που δεν πρέπει να παραβιάζονται, ώστε να είναι οριοθετημένα τα πράγματα (οι εξουσίες, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις, οι δουλειές, τα αποτελέσματα, οι στόχοι), για να πηγαίνουν οι μονάδες αυτές όπως πρέπει. Έτσι συμβαίνει και   σε μια πολιτεία, κι  όλα αυτά τα προβλέπει και τα καθορίζει το Σύνταγμά της. Αυτό που το λέμε και Θεμελιώδη Νόμο, ή Καταστατικό Χάρτη. Γιατί, για κάθε χώρα αυτός ο ιδιαίτερος νόμος, έχει δύναμη μεγάλη, και όλα τα ζητήματα γύρω από αυτόν στρέφονται. Ισχύει πάνω από κάθε άλλον νόμο. Κανένας άλλος νόμος δεν μπορεί να λέει κάτι αντίθετο από ό,τι λέει το Σύνταγμα. Ούτε τα Δικαστήρια θα τον εφαρμόσουν αν είναι αντίθετος προς το Σύνταγμα. Δεν καταργείται από κανέναν απλό νόμο. Έχει τόσες πολλές εγγυήσεις για το ακατάλυτό του, που μονάχα η Βουλή -όλος ο λαός- μπορεί να αποφασίσει να τον καταργήσει, και μάλιστα  με Βουλή που θα εκλέξει γι' αυτό το σκοπό και μόνο.

Βασικό προαπαιτούμενο για να γραφτεί ένα τέτοιο κείμενο είναι να διαθέτει ικανούς νομικούς   και πολιτικούς Επιστήμονες   η συγκεκριμένη Πολιτεία για να αποτυπώσουν με καθαρότητα, σαφήνεια, και όση χρειάζεται λεπτομέρεια ό,τι   όνειρα έχει για τους πολίτες της, τους αναπτυξιακούς στόχους για το μέλλον, τους ειρηνικούς στόχους για τις σχέσεις της με τις άλλες χώρες (προστασία, συνεργασία, σεβασμό).

Ο Αριστοτέλης είπε ότι το πολίτευμα “Είναι τάξις ταις πόλεσιν η περί τας αρχάς τίνα τρόπον νενέμηνται και τί το κύριον της Πολιτείας. (Αριστοτέλους Πολιτικά ΔΊ παρ. 5), δηλαδή είναι μια ταξινόμηση των εξουσιών του κράτους σχετικά αφ' ενός με το (ζήτημα) ποιές είναι οι εξουσίες και πώς αυτές ασκούνται, και αφ' ετέρου, ποιός είναι ο κυρίαρχος.

Στο Σύνταγμα καταγράφονται και προστατεύονται, ανάμεσα σε πολλά πράγματα, και όλες οι ατομικές ελευθερίες των πολιτών. Πολλές γνώμες διατυπώθηκαν για τις ατομικές ελευθερίες. Κάποιοι είπαν πως δεν είναι αντικείμενο του νόμου, γιατί υπάρχουν μαζί με τον άνθρωπο, με τη γέννησή του, σαν πλάσμα του κόσμου. Κι είναι καταγραμμένες για να το ξέρει ο νομοθέτης πως πρέπει να τις φροντίζει και να  προστατεύει από τους επιβουλόμενους τις ελευθερίες αυτές, καθώς και το φορέα τους, το συγκεκριμένο πρόσωπο. Άλλοι είπαν, πως αφού είναι γραμμένες, γι' αυτό υπάρχουν. Αλλά η διαφορά αυτή στις γνώμες  έχει σημασία, μονάχα άμα θέλουμε να τις παραβιάσουμε.

Άλλος είπε ότι η ελευθερία του ανθρώπου να ζεί, να υπάρχει, να σκέφτεται, να δημιουργεί και να μιλάει είναι που κάνει τον κόσμο να προοδεύει. Γιατί όπου αυτό καταργείται, οι άνθρωποι γίνονται σα  φυλακισμένα κοπάδια. Και τούτη η χώρα, η δική μας, που γέννησε την ελευθερία και τη σκέψη, έχει αποστολή από τη ζωή, τη δική της και τη δική μας, να τις διαφυλάξει για χάρη όλου του κόσμου. Για χάρη του ανθρώπου.

Ένας μεγάλος Δάσκαλος είπε κάποτε: «πως αν η ελευθερία καταδιωκόταν σ' όλον τον κόσμο, τότε θα διαφυλασσόταν στην Ευρώπη. Μ' αν κι από την Ευρώπη τη διώχνανε, τότε η ελευθερία θά 'βρισκε το φυσικό της καταφύγιο στην Ελλάδα, την ωραία μας πατρίδα. Πως κι αν -ακόμη κι εδώ- την κυνηγούσαν, η έδρα του Συνταγματικού Δικαίου του σεπτού Πανεπιστημίου θα ήταν γι' αυτήν άξιο καταφύγιο και μυσταγωγοί για την αξία της θα ήσαν οι πνευματικοί λειτουργοί του. Αν όμως ο ανηλεής διωγμός εναντίον της, την εύρισκε ακόμη και μέσα στο Πανεπιστήμιο, εκείνος τουλάχιστον ο Δάσκαλος, θα την έπαιρνε και θα την έκρυβε στον κόρφο του, κάτω από την ακαδημαϊκή τήβεννό του, και μαυροφορεμένος θα κατέβαινε από το βάθρο του σαν νυχτερίδα κρύβοντάς την απ' όλους,  μέχρι να γίνει πάλι ξαστεριά, για να παραδώσει την κυνηγημένη ελευθερία στην Πατρίδα».

Αυτά και άλλα παρόμοια, έμαθα σπουδάζοντας και  διαμόρφωσαν τη σκέψη μου  ως πολίτη. Σήμερα όμως, πολλά από όσα γνώριζα ως δεδομένα και επεδίωκα ως λογικές συνέπειες των δεδομένων εκείνων, μοιάζουν μακρινά.

Σήμερα φύγαμε από το Σύνταγμα και από το νόμο, και είμαστε στο νομικισμό. Στη βιασύνη μας να δράσουμε, να αποκτήσουμε, να αποδεσμευθούμε από περιορισμούς και υποχρεώσεις, φτιασιδώσαμε τις λέξεις και το περιεχόμενό τους, έτσι που πάντα να μας δικαιώνουν. Και ποτέ να μας υποχρεώνουν.

Έτσι, σιγά-σιγά προσποιηθήκαμε ότι νομοθετούμε, ενώ στην πραγματικότητα καταστρώσαμε τα πλάνα που θα δικαιώσουν τις υστερόβουλες επιδιώξεις μας. Λίγο ως πολύ, εισχώρησε και επικράτησε στη νομική πρακτική η απομίμηση ενεργειών χωρίς το αληθές τους νόημα. Δηλαδή πιθηκίσαμε την θέσπιση δικαίου. Κι αντί για μέτρα και ρυθμίσεις προς εξυπηρέτηση των πολιτών, παίρνουμε μέτρα που καλοπιάνουμε τους πολίτες, ενώ στην ουσία, τους κοροϊδεύουμε.

Τί κρίμα! Άλλοτε υπαγορεύαμε στα ατυχή ανθρωποειδή τί να κάνουν για χάρη μας, και αυτά μ' ένα τίποτα συμμορφώνονταν. Σήμερα, οι  επιτήδειοι με κούφιες υποσχέσεις σε ανθρώπους που βρίσκονται στην απόλυτη ένδεια, κλέβουν τη συναίνεση για να ωφεληθούν, στενά, οι ίδιοι και οι φίλοι τους. Δεν είναι όμως ανθρωποειδή οι ενδεείς. Οι Επιτήδειοι ψεύδονται και εξαπατούν.

Σήμερα ο ελεύθερος άνθρωπος έγινε ασύδοτος. Κι η  ελευθερία του στο λόγο, δεν τον ελευθέρωσε  από την πανουργία. Οι πολιτικοί πλουτίζουν από την συμμετοχή τους στην πολιτική ζωή του τόπου. Η αρετή, η γνώση και η ελευθερία διώκονται στην πατρίδα τους. Κι όλα, τελικά,  έγιναν για την επικράτηση του ισχυρότερου, και τον εξανδραποδισμό του αδύναμου και του αφελούς.

Μήπως πρέπει να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε τί μας γίνεται;