Νέα γυναίκα, σαν παντρεύτηκα κι ήρθα
στην Κεφαλονιά, πολλά πράγματα μου
έκαναν εντύπωση. Στον τόπο, στην κουβέντα,
στους ανθρώπους και τα βιώματά τους.
Ο πεθερός μου ήταν ένας ήσυχος και ευγενής άνθρωπος. Όχι ιδιαίτερα φιλόπονος, αλλά συστηματικός και με ενδιαφέροντα για τον τόπο, το σπίτι, την οικογένεια, και κυρίως για την αυτονομία και την αυτοτέλειά του, ως προς κάθε τι πρόσκαιρο, καταναλωτικό, ανώφελο, ανθυγιεινό, πολυτελές.
Από την άλλη μεριά η πεθερά μου, δασκάλα όλου του χωριού στα χρόνια που περάσανε, πήρε για μαθητάδες της παιδιά χωρικών, κτηνοτρόφων και ναυτικών και τά ’μαθε γράμματα. Κι εκείνα από ευγνωμοσύνη της έδειχναν όλο τους το σεβασμό για τη σημασία της επέμβασής της στη ζωή τους, που ήταν καθοριστική αφού τους ξεκόλλησε από τη δύσκολη ζωή των γονιών τους.
Κοντά τους έμαθα πράγματα που δεν μπορούσα ποτέ ούτε να φανταστώ πως υπάρχουν.
Η Πύλαρος είναι ένας σπουδαίος τόπος. Είναι μια περιοχή κατά μήκος της Κεφαλονιάς, γεωγραφικά στο κέντρο της. Στο βόρειο μέρος της Πυλάρου, το όρος Καλόν (ο Καλονόρος) απλώνεται μεγαλοπρεπής, με βαθειές χαρακιές από τους χειμάρρους της βροχής, αλλού βοσκημένος εξαντλητικά, αλλού αγριοκαταπράσινος, στ’ απάτητα κι απρόσιτα μέρη του, κατάστικτος από μικρά χωριά, τη μέρα άσπρα προβατάκια, τη νύχτα συνεχόμενες φωτιές.
Ανεβαίνοντας από την Αγία Ευφημία, για να κάνουμε την περιμετρική μας βόλτα, συναντάμε πρώτα το Xαμόλακκο και μετά τα Δενδρινάτα. Κατηφορίζουμε λίγο για τα Φερεντινάτα, και σύντομα βρίσκουμε τα Μπεκατωράτα. Ανηφορίζοντας πάλι, βρίσκουμε τα Αντυπάτα και μετά, τα Λογαράτα. Συνεχίζουμε για τα Διβαράτα και φτάνοντας στην Ανωμεριά έχουμε ολοκληρώσει το ταξίδι μας στην πλαγιά του Όρους Καλού. Ανάμεσα στα χωριά οι Εκκλησιές-Αγία Ευφημία, Σωτήρας, Παναγία της Κρήνης, Άγιος Νικόλας-.
Διαβαίνουμε στην Αγια-Δυνατή, που είναι ένα φαλακρό -στο ψηλότερό του μέρος- βουνό, κατάστικτο από τα δικά μας χωριά: Στις πλαγιές της συναντάμε πρώτα-πρώτα τα Δρακάτα, μετά, τα Λουκάτα, από κεί περνάμε στα Ποταμιανάτα, κι ανηφορίζουμε πια, για τα Μακριώτικα. Μετά, διασχίζουμε τ' αυλάκι (το μεγάλλο χείμαρρο, που σαν αγριέψει στις νεροποντές του χειμώνα, η Αγια-Δυνατή, από τις πτυχώσεις της, κατεβάζει όχι μόνο νερό και πέτρες, αλλά και ζωντανά και στάνες μαζί). Αφού περάσουμε τ' αυλάκι, δεξιά μας είναι τα Βαλλιανάτα, και στη συνέχεια τα Μαρκάτα, το χωριό μας. Απέναντι- ο δρόμος, μας χωρίζει -τ' Αλεξανδράτα (για να μην παρεξηγούνται και οι Αλεξανδράτοι), και στη συνέχεια βρίσκουμε τα Βασιλοπουλάτα. Ο κύκλος θα κλείσει καθώς από τα Δρακοπουλάτα πάμε για την Αγια-Θυμιά.
Όλα τα χωριά, με τις Εκκλησιές μας. Την Αγία Μαρίνα στα Λουκάτα, τον Αγιο Γεράσιμο στα Ποταμιανάτα, τον Άη Δημήτρη στα Μακριώτικα, τον Αη Σπυρίδωνα στα Βαλλιανάτα, την Ανάληψη στα Βασιλοπουλάτα, την Παναγία στο σκαλοπάτι και τον Αη Μηνά στα Δρακοπουλάτα, και την Παναγία των Θεμάτων, στην κορυφή της Αγια-Δυνατής.
Η Αγία Δυνατή, στέκεται τείχος πανύψηλο στην πίσω αυλή του σπιτιού μας, στα Μαρκάτα. Είναι η οπισθοφυλακή μας.
Καμμιά φορά, που καθόμασταν στη βεράντα του σπιτιού μας και ρεμβάζαμε με τα πεθερικά μου, θυμάμαι που αναπολούσαν παλιές μνήμες, και οι διηγήσεις έδιναν κι έπαιρναν.
Από τις πιο σημαντικές μνήμες που μου άφησαν τέτοιες βραδιές, είναι μια αναπόληση, που η πεθερά μου συχνά την έκανε, καθώς ρομαντζάραμε στη βεράντα μας κάποια ασέληνα βράδια.
Αναθυμόταν τη μάνα της, που-σαν νιόπαντρη- την επισκεπτόταν στα Μαρκάτα, κι έμενε μαζί της 1-2 μέρες.
Η πεθερά μου, θαυμάζοντας το νυχτερινό τοπίο, και με το νου στ’ απέναντι χωριά, καθώς τις καλοκαιριάτικες μέρες λούζονται στο φώς του ήλιου, θυμόταν πως σε εκείνα τα χρόνια, τα παλιά, που φώτα δε σχίζαν το σκοτάδι, κι η νύχτα, στο λιγοστό φώς των αστεριών, έκανε την πλάση αθέατη, ή γεμάτη μυστήριο, η μάνα της –η γιαγιά η Αργυρή- μέσα στην ονειροπόλα σκέψη της, θαύμαζε και φανταζόταν τη μέρα, που το ηλεκτρικό φώς θα χυνόταν στην κοιλάδα, θα φώτιζε όλα τα χωριά, κι η Πύλαρος θα γινόταν ολόκληρη «έλλαμπος!».
Τι λέξη! Τι σκαρφίστηκε η μεγάλη φαντασία της γιαγιάς, της μάνας που έβγαλε δυο δασκάλες, δυο αυτοδίδακτες ζωγράφους-νοικοκυρές, και δυο τεχνίτες του ξύλου, μ’ έργα τους άπειρα έπιπλα προικός, και ιερά τέμπλα Εκκλησιών, γλυπτικής τεχνουργήματα! Η γυναίκα του μάστορα του ξύλου και της γλυπτικής, του Μιλτιάδη του Αντύπα (του Δεφέντη), με τους πολλούς μαθητάδες!
Τώρα που περάσαν τα χρόνια, κι έγινα εγώ μάνα μεγάλη, σαν πως ήταν η πεθερά μου εδώ όταν ήρθα εγώ, ήθελα τούτη την ιστορία να την αφήσω στα παιδιά μου, να τη θυμούνται, σαν τύχει ο καιρός κι έρχονται εδώ, με δικά τους παιδιά κι οικογένειες. Να τη θυμούνται από μένα, μην και την έχουν ξεχάσει από δικού τους, καθώς την άκουγαν μικρά παιδιά από τη γιαγιά τους την Κασσιανή.
Με τη σειρά μου θα σας πω, ότι η θέαση της Πύλαρος, ολόκληρης ελλάμπου (!) είναι ένα μαγευτικό νυχτερινό θέαμα, άσχετα από το αν υπάρχει φεγγάρι ή όχι. Οι φίλοι μας τέρπονται να κάθονται στη βεράντα μας τις καλοκαιρινές νυχτιές . Κι εμείς κάμποσες φορές που μας έχει τύχει να’ ρθουμε χειμώνα, μας τρώει το κρύο έξω, κι η βροχή, γιατί καθόμαστε κι αχόρταγα κοιτάμε αυτό το έλλαμπος! Κατάκοποι σχεδόν, αποκοιμιόμαστε χωρίς ούτε να πέσουμε στο κρεβάτι, γιατί το κάλλος της φύσης αρνείται να παραχωρήσει τη θέση του στο Μορφέα!
Μα δε σας είπα πώς το βλέπω!
Λοιπόν, στην αντικρινή του σπιτιού μας θωριά, οι πλαγιές του Καλονόρου (του Όρους Καλού , αλλά είπαμε ο Καλονόρος, του Καλονόρου, στα Κεφαλονίτικα και πάει λέγοντας…) κρατάνε στους μυχούς των πτυχώσεών τους τα σπίτια των συνεχόμενων χωριών. Τα σπίτια φαίνονται σαν καρφιτσωμένες- σε πίνακα- ζωγραφιές, το ένα δίπλα στο άλλο, άλλα ψηλότερα, άλλα χαμηλότερα, αλλού αραιά κι αλλού αδιέξοδα πυκνά. Και οι κολώνες του δημόσιου φωτισμού, φτιάχνουν κομπολόι μακρύ, συνεχόμενο, που συνδέει τις γειτονιές, και τα χωριά μεταξύ τους, δείχνοντας το δρόμο από μακριά σαν που μονοκοντυλιά έχει ζωγραφίσει τα αδιάκοπο πηγαινέλα, των παιδιών στο σχολειό, των γονιών στη δουλειά, των ζωντανών στη βοσκή, των εμπορευμάτων -με τ΄αυτοκίνητα- στα πλοία για το μεγάλο και μακρινό τους ταξίδι. Κι αν πάς και σταθείς στα πλευρά του Καλονόρου, τα ίδια βλέπεις και στην πλευρά της Αγια-Δυνατής. Μόνο που τα χωριά είναι πιο μεγάλα, τα σπίτια πιο πολλά, τα φώτα κεχριμπαρένιο μελίσσι που φωτίζει τη νύχτα. Και το μακρύ κομπολόι κλείνει, σαν τεράστιο χρυσό δαχτυλίδι που αγκαλιάζει ολόκληρη την Πύλαρο!
Η Πύλαρος, από όπου και να τη δείς, είναι έλλαμπος! Είχε δίκιο η γιαγιά η Αργυρή!
Παρατήρησα λοιπόν, από εκείνο το ύψος, ότι ή έλλαμπος Πύλαρος δεν ήταν αγνάντια, πέρα, ψηλότερα ή χαμηλότερα, ή ακόμη και δίπλα μου! Η έλλαμπος Πύλαρος ήταν στα πόδια μου!
Δεν ήταν η στέγη, ούτε μια γειτονιά του ουρανού. Ήταν η κούπα του ουρανού, γεμάτη ονειρεμένα σχήματα. Την είδα για πρώτη φορά αλλιώς. Αυτό το χρυσό δαχτυλίδι, του φωτισμού των σπιτιών και των δρόμων, θα ‘λεγα ότι μοιάζει ένας τεράστιος έναστρος επίγειος ζωδιακός κύκλος. Με τα περίεργα σχήματα που έχουν οι ουράνιοι σχηματισμοί, να αντιστοιχούνται εδώ από τα τυχαία και περίεργα γεωγραφικά στίγματα-θέσεις των σπιτιών και των χωριών, έτσι όπως αυτά φωτίζονται τη νύχτα.
Για μι’ άλλη όψη, τη χειμωνιάτικη, της Πυλάρου θα τα πούμε άλλη φορά.
Ο πεθερός μου ήταν ένας ήσυχος και ευγενής άνθρωπος. Όχι ιδιαίτερα φιλόπονος, αλλά συστηματικός και με ενδιαφέροντα για τον τόπο, το σπίτι, την οικογένεια, και κυρίως για την αυτονομία και την αυτοτέλειά του, ως προς κάθε τι πρόσκαιρο, καταναλωτικό, ανώφελο, ανθυγιεινό, πολυτελές.
Από την άλλη μεριά η πεθερά μου, δασκάλα όλου του χωριού στα χρόνια που περάσανε, πήρε για μαθητάδες της παιδιά χωρικών, κτηνοτρόφων και ναυτικών και τά ’μαθε γράμματα. Κι εκείνα από ευγνωμοσύνη της έδειχναν όλο τους το σεβασμό για τη σημασία της επέμβασής της στη ζωή τους, που ήταν καθοριστική αφού τους ξεκόλλησε από τη δύσκολη ζωή των γονιών τους.
Κοντά τους έμαθα πράγματα που δεν μπορούσα ποτέ ούτε να φανταστώ πως υπάρχουν.
Η Πύλαρος είναι ένας σπουδαίος τόπος. Είναι μια περιοχή κατά μήκος της Κεφαλονιάς, γεωγραφικά στο κέντρο της. Στο βόρειο μέρος της Πυλάρου, το όρος Καλόν (ο Καλονόρος) απλώνεται μεγαλοπρεπής, με βαθειές χαρακιές από τους χειμάρρους της βροχής, αλλού βοσκημένος εξαντλητικά, αλλού αγριοκαταπράσινος, στ’ απάτητα κι απρόσιτα μέρη του, κατάστικτος από μικρά χωριά, τη μέρα άσπρα προβατάκια, τη νύχτα συνεχόμενες φωτιές.
Ανεβαίνοντας από την Αγία Ευφημία, για να κάνουμε την περιμετρική μας βόλτα, συναντάμε πρώτα το Xαμόλακκο και μετά τα Δενδρινάτα. Κατηφορίζουμε λίγο για τα Φερεντινάτα, και σύντομα βρίσκουμε τα Μπεκατωράτα. Ανηφορίζοντας πάλι, βρίσκουμε τα Αντυπάτα και μετά, τα Λογαράτα. Συνεχίζουμε για τα Διβαράτα και φτάνοντας στην Ανωμεριά έχουμε ολοκληρώσει το ταξίδι μας στην πλαγιά του Όρους Καλού. Ανάμεσα στα χωριά οι Εκκλησιές-Αγία Ευφημία, Σωτήρας, Παναγία της Κρήνης, Άγιος Νικόλας-.
Διαβαίνουμε στην Αγια-Δυνατή, που είναι ένα φαλακρό -στο ψηλότερό του μέρος- βουνό, κατάστικτο από τα δικά μας χωριά: Στις πλαγιές της συναντάμε πρώτα-πρώτα τα Δρακάτα, μετά, τα Λουκάτα, από κεί περνάμε στα Ποταμιανάτα, κι ανηφορίζουμε πια, για τα Μακριώτικα. Μετά, διασχίζουμε τ' αυλάκι (το μεγάλλο χείμαρρο, που σαν αγριέψει στις νεροποντές του χειμώνα, η Αγια-Δυνατή, από τις πτυχώσεις της, κατεβάζει όχι μόνο νερό και πέτρες, αλλά και ζωντανά και στάνες μαζί). Αφού περάσουμε τ' αυλάκι, δεξιά μας είναι τα Βαλλιανάτα, και στη συνέχεια τα Μαρκάτα, το χωριό μας. Απέναντι- ο δρόμος, μας χωρίζει -τ' Αλεξανδράτα (για να μην παρεξηγούνται και οι Αλεξανδράτοι), και στη συνέχεια βρίσκουμε τα Βασιλοπουλάτα. Ο κύκλος θα κλείσει καθώς από τα Δρακοπουλάτα πάμε για την Αγια-Θυμιά.
Όλα τα χωριά, με τις Εκκλησιές μας. Την Αγία Μαρίνα στα Λουκάτα, τον Αγιο Γεράσιμο στα Ποταμιανάτα, τον Άη Δημήτρη στα Μακριώτικα, τον Αη Σπυρίδωνα στα Βαλλιανάτα, την Ανάληψη στα Βασιλοπουλάτα, την Παναγία στο σκαλοπάτι και τον Αη Μηνά στα Δρακοπουλάτα, και την Παναγία των Θεμάτων, στην κορυφή της Αγια-Δυνατής.
Η Αγία Δυνατή, στέκεται τείχος πανύψηλο στην πίσω αυλή του σπιτιού μας, στα Μαρκάτα. Είναι η οπισθοφυλακή μας.
Καμμιά φορά, που καθόμασταν στη βεράντα του σπιτιού μας και ρεμβάζαμε με τα πεθερικά μου, θυμάμαι που αναπολούσαν παλιές μνήμες, και οι διηγήσεις έδιναν κι έπαιρναν.
Από τις πιο σημαντικές μνήμες που μου άφησαν τέτοιες βραδιές, είναι μια αναπόληση, που η πεθερά μου συχνά την έκανε, καθώς ρομαντζάραμε στη βεράντα μας κάποια ασέληνα βράδια.
Αναθυμόταν τη μάνα της, που-σαν νιόπαντρη- την επισκεπτόταν στα Μαρκάτα, κι έμενε μαζί της 1-2 μέρες.
Η πεθερά μου, θαυμάζοντας το νυχτερινό τοπίο, και με το νου στ’ απέναντι χωριά, καθώς τις καλοκαιριάτικες μέρες λούζονται στο φώς του ήλιου, θυμόταν πως σε εκείνα τα χρόνια, τα παλιά, που φώτα δε σχίζαν το σκοτάδι, κι η νύχτα, στο λιγοστό φώς των αστεριών, έκανε την πλάση αθέατη, ή γεμάτη μυστήριο, η μάνα της –η γιαγιά η Αργυρή- μέσα στην ονειροπόλα σκέψη της, θαύμαζε και φανταζόταν τη μέρα, που το ηλεκτρικό φώς θα χυνόταν στην κοιλάδα, θα φώτιζε όλα τα χωριά, κι η Πύλαρος θα γινόταν ολόκληρη «έλλαμπος!».
Τι λέξη! Τι σκαρφίστηκε η μεγάλη φαντασία της γιαγιάς, της μάνας που έβγαλε δυο δασκάλες, δυο αυτοδίδακτες ζωγράφους-νοικοκυρές, και δυο τεχνίτες του ξύλου, μ’ έργα τους άπειρα έπιπλα προικός, και ιερά τέμπλα Εκκλησιών, γλυπτικής τεχνουργήματα! Η γυναίκα του μάστορα του ξύλου και της γλυπτικής, του Μιλτιάδη του Αντύπα (του Δεφέντη), με τους πολλούς μαθητάδες!
Τώρα που περάσαν τα χρόνια, κι έγινα εγώ μάνα μεγάλη, σαν πως ήταν η πεθερά μου εδώ όταν ήρθα εγώ, ήθελα τούτη την ιστορία να την αφήσω στα παιδιά μου, να τη θυμούνται, σαν τύχει ο καιρός κι έρχονται εδώ, με δικά τους παιδιά κι οικογένειες. Να τη θυμούνται από μένα, μην και την έχουν ξεχάσει από δικού τους, καθώς την άκουγαν μικρά παιδιά από τη γιαγιά τους την Κασσιανή.
Με τη σειρά μου θα σας πω, ότι η θέαση της Πύλαρος, ολόκληρης ελλάμπου (!) είναι ένα μαγευτικό νυχτερινό θέαμα, άσχετα από το αν υπάρχει φεγγάρι ή όχι. Οι φίλοι μας τέρπονται να κάθονται στη βεράντα μας τις καλοκαιρινές νυχτιές . Κι εμείς κάμποσες φορές που μας έχει τύχει να’ ρθουμε χειμώνα, μας τρώει το κρύο έξω, κι η βροχή, γιατί καθόμαστε κι αχόρταγα κοιτάμε αυτό το έλλαμπος! Κατάκοποι σχεδόν, αποκοιμιόμαστε χωρίς ούτε να πέσουμε στο κρεβάτι, γιατί το κάλλος της φύσης αρνείται να παραχωρήσει τη θέση του στο Μορφέα!
Μα δε σας είπα πώς το βλέπω!
Λοιπόν, στην αντικρινή του σπιτιού μας θωριά, οι πλαγιές του Καλονόρου (του Όρους Καλού , αλλά είπαμε ο Καλονόρος, του Καλονόρου, στα Κεφαλονίτικα και πάει λέγοντας…) κρατάνε στους μυχούς των πτυχώσεών τους τα σπίτια των συνεχόμενων χωριών. Τα σπίτια φαίνονται σαν καρφιτσωμένες- σε πίνακα- ζωγραφιές, το ένα δίπλα στο άλλο, άλλα ψηλότερα, άλλα χαμηλότερα, αλλού αραιά κι αλλού αδιέξοδα πυκνά. Και οι κολώνες του δημόσιου φωτισμού, φτιάχνουν κομπολόι μακρύ, συνεχόμενο, που συνδέει τις γειτονιές, και τα χωριά μεταξύ τους, δείχνοντας το δρόμο από μακριά σαν που μονοκοντυλιά έχει ζωγραφίσει τα αδιάκοπο πηγαινέλα, των παιδιών στο σχολειό, των γονιών στη δουλειά, των ζωντανών στη βοσκή, των εμπορευμάτων -με τ΄αυτοκίνητα- στα πλοία για το μεγάλο και μακρινό τους ταξίδι. Κι αν πάς και σταθείς στα πλευρά του Καλονόρου, τα ίδια βλέπεις και στην πλευρά της Αγια-Δυνατής. Μόνο που τα χωριά είναι πιο μεγάλα, τα σπίτια πιο πολλά, τα φώτα κεχριμπαρένιο μελίσσι που φωτίζει τη νύχτα. Και το μακρύ κομπολόι κλείνει, σαν τεράστιο χρυσό δαχτυλίδι που αγκαλιάζει ολόκληρη την Πύλαρο!
Η Πύλαρος, από όπου και να τη δείς, είναι έλλαμπος! Είχε δίκιο η γιαγιά η Αργυρή!
Τούτη τη χρονιά, βρέθηκα στην Άγια Δυνατή, στο μεγάλο αλώνι της Μονής των Θεμάτων, για τη γιορτή των κτηνοτρόφων, μετά από
πολλά-πολλά χρόνια. Εκεί, πέρα από τις
σπουδαίες συναντήσεις και κουβέντες
που είχαμε, κατεβαίνοντας με το αυτοκίνητο
και παρακολουθώντας μέσα από τις
πτυχώσεις της καθόδου μας «την έλλαμπο
Πύλαρο», είδα όψεις της, που ποτέ μέχρι
τώρα δεν είχα ξαναδεί. Από όποιο σημείο
μπορούσα, προσπαθούσα να τη βλέπω.
Παρατήρησα λοιπόν, από εκείνο το ύψος, ότι ή έλλαμπος Πύλαρος δεν ήταν αγνάντια, πέρα, ψηλότερα ή χαμηλότερα, ή ακόμη και δίπλα μου! Η έλλαμπος Πύλαρος ήταν στα πόδια μου!
Δεν ήταν η στέγη, ούτε μια γειτονιά του ουρανού. Ήταν η κούπα του ουρανού, γεμάτη ονειρεμένα σχήματα. Την είδα για πρώτη φορά αλλιώς. Αυτό το χρυσό δαχτυλίδι, του φωτισμού των σπιτιών και των δρόμων, θα ‘λεγα ότι μοιάζει ένας τεράστιος έναστρος επίγειος ζωδιακός κύκλος. Με τα περίεργα σχήματα που έχουν οι ουράνιοι σχηματισμοί, να αντιστοιχούνται εδώ από τα τυχαία και περίεργα γεωγραφικά στίγματα-θέσεις των σπιτιών και των χωριών, έτσι όπως αυτά φωτίζονται τη νύχτα.
Για μι’ άλλη όψη, τη χειμωνιάτικη, της Πυλάρου θα τα πούμε άλλη φορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου