Ο Θανάσης ήτανε κουρέας στη γειτονιά, Σήμερα είναι συνταξιούχος, και τον συναντάω στο δρόμο, καθώς πηγαινοφέρνει ένα εγγονάκι, ή όταν βγαίνει περίπατο με τους φίλους του. Κάθε φορά χαιρετιόμαστε εγκάρδια, παλιά συνεργασία, βλέπετε, και στέλνει χαιρετισμούς στους άντρες μου. Τους είχε όλους πελάτες!
Όταν τα παιδιά ήτανε μικρά, τά 'παιρνα από το χέρι, και ξεκινούσαμε για τις δουλειές μας. Κουρέας, μανάβης, κρεοπώλης, ταχυδρομείο κλπ.
Ο Αγησίλαος σαν ήτανε μικρός, στογγυλοκαθότανε στην ψηλή πολυθρόνα του κουρέα μας, του κ. Θανάση, και μισοκουκουλωμένος περίμενε υπομονετικά την εκτέλεση της μακράς κόμης. Το ίδιο μετά, κι ο Μάνος.
Ο Θανάσης, ευχάριστος, ομιλητικός, πειραχτήρι. Δεν άφηνε κανέναν ήσυχο. Κάτι θα σού 'βρισκε πάντα για να σε πειράξει, και κυρίως τους μικρούς του πελάτες. Έτσι και με τον Αγησίλαο. Ο μικρός μας τον είχε φοβηθεί, το Θανάση, γιατί τον στρίμωχνε καλά τον Αγησίλαο. Αλλά ο Αγησίλαος, δεν ήταν εύκολος αντίπαλος, ούτε σε τέτοιες δουλειές. Με το Μάνο, ο Θανάσης έπαιζε, έλεγε αστεία.
Ένα βροχερό πρωϊνό, προγραμματίσαμε διάφορες δουλειές και περάσαμε κι από το κουρείο του Θανάση. Θα μπορούσε να κουρέψει τα παιδιά μου, μετά από τον κύριο που φρόντιζε πάνω στην ώρα. Αποφασίσαμε, να συνεχίσουμε τις δουλειές μας, αλλά για να μη χάσουμε τη σειρά μας, στράφηκα στον Αγησίλαο, που ήταν και ο μεγάλος και τον ρώτησα:
-Θα καθήσεις αγόρι μου να σε κουρέψει ο κ. Θανάσης, για να πάω εγώ να συνεχίσω τις δουλειές;
-Θα καθίσω, μου είπε.
-Ωραία! είπα εγώ, Μάνο πάμε μαζί για τα υπόλοιπα, και γυρίζουμε να κουρευτείς κι εσύ.
Ο Μάνος, τα χρειάστηκε. Είχε μακράν πείρα του Θανάση, κι ανήσυχος για τον αδερφό του, με ρώτησε:
-Πώς αφήνεις το παιδί μας εδώ; Ο κουρέας τον πειράζει!
-Δεν έχει ανάγκη ο Αγησίλαος! είπα εγώ. Ξέρει ν' απαντάει. Ήξερα πάνω-κάτω τις κουβέντες του Θανάση.
-Εσύ δεν ξέρεις, πόσο δύσκολο είναι να σε πειράζουνε! μου είπε ο μικρός.
-Μην ανυσυχείς, τον διαβεβαίωσα, Όλα καλά θα πάνε!
Σαν τελειώσαμε τις δουλειές μας με το Μάνο και γυρίσαμε, βρήκαμε τον Αγησίλαο, μισοκουρεμένο. Ο Θανάσης εργαζόταν, χαλαρά, ρωτούσε τον Αγησίλαο διάφορα θέματα, ξανά και ξανά, αλλά ο Αγησίλαος, σκυφτός, για να του φτιάξει τη «γραμμή» και σοβαρός, λίγα έλεγε και δεν έδινε απάντηση σε όλα.
Σε λίγο, τέλειωσε το κούρεμα, κι ο Θανάσης με τη βούρτσα τινάζει και αφαιρεί τις τρίχες του κουρέματος που είχαν καθίσει γύρω στο λαιμό του παιδιού. Τον ακούω λοιπόν να κάνει το τελευταίο του πείραγμα,:
-Εντάξει, λοιπόν! είσαι έτοιμος! και τώρα Αγησίλαε, άμα σκουπίσεις κιόλας, δε θα πληρώσεις τίποτα!
Ο Αγησίλαος, πρώτα έβγαλε από πάνω του τη μπέρτα, ύστερα κατέβηκε από την πανύψηλη πολυθρόνα του κουρέα, κι αφού στάθηκε ίσιος και κορδωμένος, σαν για να πάρει μπόϊ, σήκωσε και το κεφάλι του, και απευθυνόμενος στον κουρέα, του έδωσε όλες τις απαντήσεις, που δεν τού' χε δώσει μέχρι τώρα:
-Κύριε Θανάση, εγώ είμαι μικρό παιδί, και πρέπει να ξέρετε ότι τα μικρά παιδιά δεν επιτρέπεται να δουλεύουνε!
-Τί λές! τον ρωτάει ο κουρέας, δηλαδή εσύ στο σπίτι σου δεν κάνεις τίποτα;
-Αυτό δεν ισχύει για το σπίτι μου, γιατί εκεί δεν πουλάω την εργασία μου. Εκεί συμμετέχω όπως μπορώ σε ό,τι είναι ανάγκη. Έτσι πρέπει να κάνουνε όλοι.
-Τέτοια τους μαθαίνεις; γυρίζει και με ρωτάει ο Θανάσης.
-Όλα τα τέτοια, του απάντησα, γιατί πρέπει να ξέρουν, όχι μόνο τα δικαιώματά τους, αλλά και τις υποχρεώσεις τους. Και μάλιστα τους έδειξα και το 1508 του αστικού κώδικα, που τα λέει μια χαρά για την περίσταση.
-Μα και σύ! βάζεις τα παιδιά να βοηθάνε;
- Ασφαλώς και πρέπει να βοηθάνε, γιατί χαζά είναι ή πρίγκιπες;
-Κι όσο για το άλλο θέμα, κύριε Θανάση, συνεχίζει ο Αγησίλαος (που πήρε θάρρος και με την παρουσία μου), της ανεψιάς σας από τον Καναδά, που θέλετε να την παντρέψετε με μένα, αυτό δεν είναι σωστό, γιατί ο γάμος πρέπει να γίνεται όταν υπάρχει αγάπη κι όταν υπάρχει και μια δουλειά για να μπορείς να ζήσεις. Εγώ είμαι μικρός ακόμη γι' αυτά!
Τά 'πε, κι ένιωσε πως πήρε τη ρεβάνς! Έτσι ένιωσε κι ο αδερφός του, ο Μάνος.
Ο Μάνος, στα τρία του χρόνια, δεν φοβόταν τον κουρέα, όταν ήταν μαζί με τον Αγησίλαο. Αλλά ένιωθε πολύ άβολα, για τις ενδεχόμενες πειρακτικές επιθέσεις του Θανάση, που -καθώς φανταζότανε τότε- ήθελε να του παντρέψει τον αδελφό και να του στερήσει την παρέα!
Ο Θανάσης δεν κουρεύει πιά, αλλά συνεχίζει να πειράζει όποιον βρεί μπροστά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου