Το 1922, με το «συνωστισμό στην προκυμαία της Σμύρνης», ο μπάρμπα Στράτης, με τη γυναίκα του, πήρε το καράβι κι είναι θαύμα πώς σώθηκε από 'κεί κι έφτασε στην Ελλάδα. Βρέθηκε με την κυρά του στα χώματά μας, στη Λακεδαίμονα, κι εγκαταστάθηκε στα μέρη μας. Στην άλλη άκρη του πουθενά. Τους δόθηκε από την Πρόνοια κι ένας μικρός κλήρος, ώστε μαζί με τα μεροκάματά τους να ζήσουν τη φαμίλια τους. Τρία κορίτσια κι ένα αγόρι.
Ο παππούς μου, τους βάφτισε το αγόρι. Το Σωτήρη. Κι είχαμε πια μεγάλο οικογενειακό σύνδεσμο και κοινωνική σχέση. Έρχονταν στο σπίτι μας, δούλευαν στις δουλειές μας και γιορτάζαμε κάποιες μέρες όλοι μαζί. Ο Πατέρας μου πάντρεψε το Σωτήρη, κι ο αδελφός μου ο μεγάλος, βάφτισε το μοναδικό του γιό, το Στράτη. Τέτοια βαθειά σχέση. Σχέση οικογενειακής ζωής, από γενιά σε γενιά. Τό 'θελε ο πατέρας, τό θελαν κι αυτοί. Το θέλαμε όλοι.
Όταν εγώ γνώρισα καλά τη θεια-Στρατού, τη γιαγιά μας (έτσι την αποκαλούσαμε, χωρίς ποτέ να μάθω το βαφτιστικό της όνομα), ήμουν σε ηλικία που πήγαινα στο σχολείο. Στα χρόνια εκείνα, η μάνα μου είχε ξεγενήσει (είχε τελειώσει με τις γέννες και τα μικρομεγαλώματα) και κυρά πια, μας εμπιστεύτηκε στή γιαγιά και τα μεγαλύτερα αδέρφια μας, κι άρχισε να πηγαίνει καθημερινά στις γεωργικές δουλειές, μαζί με τον πατέρα για να βοηθάει, να κρατάει τη σειρά, να επιβλέπει και να έχει την ευθύνη για την εκτέλεση των εργασιών όλων των εργατών.
Στις αγροτικές μας δουλειές, οι κοπέλλες της κουμπάρας ήταν παρούσες πάντα. Μα σαν μεγαλώσανε, φύγανε για να δουλέψουν στην πόλη και να φτιάξουν τη ζωή τους. Τις γνώρισα όλες, αλλά λίγο τις έζησα. Τη Μαρία, την Καλλιόπη και τη Χρυσάνθη. Ήμουν ακόμη πολύ μικρή όταν έφυγαν. Ο Σωτήρης μετά, πήγε φαντάρος. Στη διάρκεια του στρατιωτικού του, γνώρισε την Τούλα, από το Ναύπλιο. Και τον χτύπησε ο έρωτάς της. Μόλις τέλειωσε, την παντρεύτηκε.
Ο γάμος έγινε στο Ναύπλιο και η οικογένειά μου πήγε εκεί για τούτο το γάμο του βαφτισιμιού.
Η -χήρα πια- γιαγιά μας, η θεια-Στρατού, έμενε σ' ένα σπιτάκι, όλο κι όλο ένα δωμάτιο, γερόντισσα πια, και μονάχη. Ερχόταν στο σπίτι μας, σαν γυρίζαμε εμείς από το σχολείο για να μας βάλει να φάμε. Κι εκείνη, με σταυρωμένα τα χέρια, μας παρατηρούσε, μας μάλωνε, μας συμβούλευε.
Καμμιά φορά, σαν μας παρακολουθούσε, αναστέναζε βαθειά, κι εμείς της ζητούσαμε να μας πεί ιστορίες από την Ανατολή, αλλά σπάνια μας έλεγε κάτι. Δεν ήθελε να θυμάται. Τώρα ξέρω, γιατί έχω διαβάσει. Κυνηγητό, βιασμοί, φωτιές, κλοπές και τελικά, διωγμός, λεηλασία, σφαγή.
Η γιαγιά, δεν έτρωγε ποτέ μαζί μας, αν δεν ήταν κι η μάνα μας. Πρέπει να σημειώσω ότι η μάνα μας άφηνε φαγητό για όλους μας, αλλά εκείνη, αφού δεν ήταν η κουμπάρα μπροστά, δεν άγγιζε το φαγητό. (Τί ευθιξία, τί ευαισθησία και ακεραιότητα είχε αυτή η αγέρωχη γριά, που έφτασε εδώ γυμνή, πεινασμένη και κατατρεγμένη, κι όμως δεν άγγιζε τίποτε που δεν της είχε δοθεί ατομικά και προσωπικά για δικό της!).
Σαν αποτρώγαμε, μάζευε τα πιάτα, τα έπλενε, τα φύλαγε στη θέση τους, μας έβαζε να διαβάζουμε τα μαθήματά μας, και μετά αναχωρούσε για το κελί της μοναξιάς της. Περιμένοντας, κάποιος να της χτυπήσει το παράθυρο που ήταν "χάμω στο δρόμο". Ο Σωτήρης της. Οι κοπέλλες της. Αλλά μάταια. Ξημερωνόταν μονάχη, νυχτωνόταν μονάχη. Εμείς τώρα πια, ήμασταν οι οικογένειά της. Είχε τη φροντίδα μας για συντροφιά της, και εμείς την είχαμε στην αγκαλιά, την εμπιστοσύνη και την αγάπη μας.
Συχνά, εμείς, σκανταλιάρικα παιδιά, πηγαίναμε τ' απογεύματα, ή νωρίς το βραδάκι, μετά το διάβασμα, και παίζοντας, της χτυπούσαμε, διακριτικά το παράθυρο. Τακ-τακ! Κι εκείνη, από μέσα, πλαγιασμένη στο μονό της κρεβατάκι, πάντα αναμένοντας, αναστατωμένη βιαστικά ρωτούσε: ποιός; ποιός; προσμένοντας πάντα το Σωτήρη. Ανελέητοι εμείς, χοντραίναμε τη φωνή, "ο Σωτήρης!" λέγαμε, και σκάγαμε στα γέλια!
Εκείνη, άνοιγε τότε το παραθύρι της, σκασμένη από την ανεκπλήρωτη λαχτάρα και ταραχή και μας μαλωνε: Θα το ειπώ στον πατέρα σας! θα το ειπώ στον πατέρα σας!
Τα βράδυα, τρώγαμε όλοι μαζί. Όταν οι δικοί μου γυρίζανε από τα χωράφια στο σπίτι, πηγαίναμε στο σπίτι της και τη φωνάζαμε για να καθίσουμε όλοι μαζί στο τραπέζι. Εκεί γινόταν πλήρης αναφορά, όλων των πεπραγμένων μας. Δεν γλύτωνε κανείς. Τα πταίσματά μας τα μαθαίναν οι γονείς μας, αλλά υπήρχε πάντα μια καλή δικαιολογία για όλους μας, από τη γιαγιά, και μας εξιλέωνε η διαβεβαίωσή της ότι δεν τη στεναχωρήσαμε καθόλου! Αυτό μας έσωζε!
Αφού συγκεντρωνόμασταν όλοι, η μαμά ρωτούσε: φάγανε το μεσημεριανό τους κουμπάρα; Εσύ έφαγες; σε ρωτάω... γιατί ξέρω!. Η γιαγιά έλεγε πάντα ότι δεν πεινούσε το μεσημέρι. Εμείς λέγαμε, η γιαγιά δεν έφαγε τίποτε το μεσημέρι!
Η μάνα μας, στενοχωριόταν, έκλαιγε. Γιατί μου το κάνεις αυτό κουμπάρα; πώς να ξέρω εγώ ότι όλη μέρα ένας άνθρωπος είναι στο σπίτι μου, με τα παιδιά μου, κι είναι νηστικός και δεν τρώει τίποτα; δεν με λυπάσαι; Θα είχα εγώ νηστική τη μάνα μου;
Η γιαγιά η Στρατού, έμεινε μαζί μας αρκετά χρόνια, μέχρι που μια μέρα, η κόρη της η Καλλιόπη, παντρεύτηκε ένα καλό παιδί, κι ήρθε στο χωριό και πήρε τη μάνα της κοντά της. Ήταν πια πολύ γερασμένη. Κι ήταν χαρά γι' αυτή ν' απαγγιάσει κοντά σ' ένα της παιδί. Δεν ξαναήρθε στο χωριό. 'Ήρθε όμως η Καλλιόπη, αργότερα. Μάθαμε ότι ήταν αδύναμη, κι είχε καταπέσει. Μάθαμε ακόμη αργότερα ότι έφυγε, για τον ουρανό. Ποιός ξέρει, μπορεί να πέταξε και για την πρωτινή της πατρίδα, να βρεί τις δικές της, εκεί αφημένες, ψυχές.
Καλή, κι ακριβή, προσφυγούλα γιαγιά, εσύ εδίδαξες σε μένα, που δε γνώρισα άλλη γιαγιά, πώς είναι ν' αγαπάς μικρά παιδιά, πώς είναι να φροντίζεις άγρυπνα τα μικρά παιδιά, στη θέση της μάνας τους, δίδαξες πως η καλωσύνη είναι μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, και δεν υπάρχει επειδή οι συνθήκες και το περιβάλλον τη δημιουργήσανε και δίδαξες, ακόμη, πως η ακεραιότητα και η εντιμότητα σ' άλλους περισσεύουν και από άλλους λείπουν εντελώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου